Η μαμά της όλη μέρα έπλενε, δούλευε και προσπαθούσε να χορτάσει -με μέσα πενιχρά- τα εφτά στόματα της οικογένειάς της. Εφτά γιατί τον εαυτό της δεν τον υπολόγιζε, χόρταινε όταν ήταν ο σύζυγός της και τα παιδιά της χορτάτα. Κι ας έτρωγε λίγα χόρτα και λίγο ψωμί μόνο.
Το σχολείο το αγάπησε πραγματικά. Ονειρευόταν από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού να σπουδάσει και να γίνει δασκάλα. «Πρώτη μαθήτρια» έλεγε ότι ήταν ο δάσκαλος στον πατέρα της και τον προέτρεπε να τη στείλει στο Γυμνάσιο. Φευ! Άλλα μυαλά τότε, εννοείται ότι ο πατέρας της δεν την έστειλε στο Γυμνάσιο. «Ο προορισμός της γυναίκας είναι να γίνει νοικοκυρά και τα γράμματα δεν τα χρειάζεται», έλεγε και σταματούσε κάθε κουβέντα. Κι ας έκλαιγε αυτή, κι ας τον παρακαλούσε. Έβλεπε να περπατάνε τα γυμνασιόπαιδα και πρώην συμμαθητές της, με τις τσάντες στην πλάτη για να πάνε στο Γυμνάσιο και ανέβαιναν στα μάτια της δάκρυα και στον λαιμό της λυγμοί που έπρεπε να πνίξει. Τώρα που είχε τελειώσει το σχολείο έπρεπε να περιμένει λίγα χρόνια για να της βρουν γαμπρό. Κι ο γαμπρός βρέθηκε. Ένα παιδί από το διπλανό χωριό, από καλή και με χωράφια οικογένεια. Στην προίκα δεν τα βρήκαν αρχικά και παρά λίγο να χαλάσει το προξενιό, αλλά η οικογένεια του γαμπρού τελικά αγόρασε μια μοσχίδα και με τα λεφτά συμπληρώθηκε το «απαραίτητο» κομμάτι της προίκας κι έτσι προέκυψε ο γάμος. Τη βραδιά που ήταν οι συμπέθεροι να δώσουν τα χέρια και να τα «κλείσουν» και επίσημα, η νύφη έβαλε τα κλάματα, καθώς δε θυμόταν το πρόσωπο του γαμπρού, αφού τον είχε δει ελάχιστες φορές. «Αυτός που είναι τώρα. Θα τον πάρεις» της είπαν τα αδέρφια της, χωρίς να της αφήσουν περιθώριο επιλογής. Ευτυχώς όταν τον (ξανά)είδε, της άρεσε. Τρία παιδιά έκανε το ζευγάρι. Όλη μέρα στα χωράφια ήταν ο σύζυγος, όλη μέρα δουλειές έκανε η ίδια. Και όχι μόνο τις δουλειές στο νοικοκυριό, αλλά και στο χωράφι. Ξυπνούσε αχάραγα, φορούσε το φακιόλι στο κεφάλι για να μην την καίει ο ήλιος και άλλοτε με το σκαλιστήρι στο χέρι για να «αρραίψει» τεύτλα, άλλοτε με την μπούρδα στη μέση για να μαζέψει βαμβάκι και άλλοτε ανεβασμένη στο καπό από το 55άρι ζετόρ για να μπορέσει να τραβήξει το καρούλι χωρίς να σηκωθεί σούζα το τρακτέρ, βοηθούσε με κάθε τρόπο για να εξασφαλιστούν τα προς το ζην. Και όταν επέστρεφε στο σπίτι, βουνό οι δουλειές: μαγείρεμα, πλύσιμο, καθαριότητα… Βίος χωρίς ξεκούραση και χωρίς ποτέ να βάλει τον εαυτό της μπροστά από τους άλλους. Ρόλος πολλαπλός και σε κάθε έκφανσή σου εξίσου απαιτητικός. Ανταμοιβή ποτέ δε ζήτησε, αγόγγυστα έδωσε κάθε τι της στους ανθρώπους της. Ακόμη κι όταν μεγάλωσαν τα παιδιά της μόνη της έννοια να μην κρυολογήσουν, γι’ αυτό εξακολουθεί και φωνάζει: ζακέτα να πάρεις.
***
Είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια περιοχή που αν και χαρακτηρίστηκε «Γη της Επαγγελίας», μόνο ως τέτοια δε θα μπορούσε να εκλειφθεί. Μεγαλωμένη με τους νόμους της Σαρία υπέμενε καρτερικά την ανδρική καταπίεση, έτσι είχε πει άλλωστε να γίνεται ο Αλλάχ και ο προφήτης του, δοξασμένο το όνομά τους. Τι κι αν γεννήθηκε στις παρυφές του 2000. Παιδί δεν υπήρξε. Κατευθείαν γυναίκα. Γυναίκα που μεγάλωσε σε μια περιοχή που δε σταμάτησε να είναι εμπόλεμη ζώνη. Από τη μια οι δικοί της της Χαμάς, από την άλλη το Ισραήλ και η πολεμοχαρής ηγεσία του, μεγάλωσε με τον φόβο ριζωμένο μέσα της ότι μια αδέσποτη σφαίρα ή μια καταλάθος έκρηξη μπορούσε να της πάρει τη ζωή. Πόσες φορές, άλλωστε, δεν είδε να συμβαίνουν γύρω της παρόμοια περιστατικά. Τον τελευταίο καιρό και πολύ πριν τον Οκτώβρη ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ίσως από προαίσθημα, ίσως επειδή έβλεπε τις προετοιμασίες των δικών της, ο άντρας της ήταν υψηλό στέλεχος στη Χαμάς και τα μάθαινε από μέσα - τα λίγα δηλαδή που της αποκάλυπτε, γιατί ένας άντρας δεν επιτρέπεται να λέει τα σχέδιά του σε μια γυναίκα. Τον παρακαλούσε να εγκαταλείψει την οργάνωση, να πάρουν τα παιδιά τους και να φύγουν. Να γίνουν μετανάστες και να πάνε στην Ευρώπη. Τόσοι και τόσοι γνωστοί τους το είχαν κάνει. Ούτε το συζητούσε καν. Έτσι ήθελε ο θεός και ο προφήτης του να γίνει και έτσι θα γινόταν. Και τον Οκτώβρη έγινε το κακό. Επίθεση στο Ισραήλ, απήγαγαν 1.000 και βάλε άτομα και μετά ξεκίνησε η εκδίκηση. Οι δυνάμεις του Ισραήλ άρχισαν να χτυπούν τη Γάζα. Βομβαρδισμοί με αεροπλάνα, ρουκέτες που έρχονταν από μακριά και έπειτα μπουλντόζες ισοπέδωσαν κυριολεκτικά τη Γάζα.
Τον άντρα της είχε να τον δει από τον Γενάρη. Υπέθετε ότι ήταν ζωντανός και δρούσε από τις υπόγειες στοές που τόσα χρόνια δημιουργούνταν για να εξυπηρετήσουν αυτούς τους σκοπούς. Το ίδιο και τον μεγάλο της τον γιο, που έκατσε μαζί με τον πατέρα του για να πολεμήσει τους άπιστους. Η ίδια πήρε τα άλλα της δυο παιδιά και με το τέταρτο στην κοιλιά άρχισε να κατευθύνεται νότια, για τη Ράφα. Δύσκολη η διαδρομή, γεμάτη κινδύνους και με τις ρουκέτες να ξύνουν τα κεφάλια τους. Προσεύχονταν τότε να μην είναι αυτοί ο στόχος, με την ίδια να σφίγγει τα παιδιά στην αγκαλιά της για να τα προφυλάξει από το ενδεχόμενο κακό. Πείνα, δίψα και ατέλειωτη κούραση. Ό,τι προμήθειες είχαν από το σπίτι τους, είχαν τελειώσει. Προσπαθούσαν να βρούνε φυτά που να τρώγονται και κάποιο φρούτο για να φάνε τα παιδιά. Η μάνα ούτε λόγος να φάει. Κι ας είχε μέρες να βάλει κάτι στο στόμα της, κι ας είχε μείνει μέσα λίγες μέρες μισή. Με κάθε της βήμα και πιο βαρύ, και με τα παιδιά να εναλλάσσονται στην αγκαλιά της, έφτασαν στη Ράφα, σε έναν θρίαμβο της ανθρώπινης θέλησης. Τώρα κι από κει μαθαίνουν ότι πρέπει να φύγουν γιατί θα επιχειρήσει ο ισραηλινός στρατός. Δε φοβάται όμως γιατί ξέρει ότι θα τα καταφέρει κι αυτήν τη φορά: Είναι μάνα και οι μανάδες πάντα τα καταφέρνουν.
Θανάσης Αραμπατζής
tharampa@gmail.com