Οι κυριότερες από τις βαθμίδες αυτές ήταν οι εξής:
α) Η βαθμίδα της γνώσης.
Ο Άγ. Αχίλλιος, που γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 270 μ.Χ. από γονείς Χριστιανούς, έδωσε από πολύ μικρός την καρδιά του ολόκληρη στην απόκτηση της γενικότερης γνώσης και μάλιστα των ιερών γραμμάτων, που έθελγαν κυριολεκτικά την καρδιά του και τον καθιστούσαν αληθινά σοφό. «Εκπαιδεύεται γαρ, παις έτι ων, σημειώνει γι’ αυτόν ο Λαρίσης Αντώνιος, την εγκύκλιον τουτηνί παιδείαν, γλώτταν εξελληνίζει και ψυχήν ρυθμίζει... και προς την των όντων γνώσιν τον νουν ανεγείρει και την των εν τη φύσει κατάληξιν». Όπως δηλαδή οι μέλισσες συλλέγουν το νέκταρ των ανθέων, για να το μετασκευάσουν σε μέλι, κατά παρόμοιο τρόπο και ο Άγιος συνέλεγε από παιδί από «τον λειμώνα της ημετέρας και της ιεράς παιδείας τα διδάγματα, αποθηκεύοντας αυτά στις «κηρύθρες» του νου και της καρδιάς του. Κατά τον τρόπο αυτόμ αναδείχθηκε όχι μονάχα σοφός, αλλά ταυτόχρονα και «ανήρ των επιθυμιών του Πνεύματος», σαν τον Δανιήλ, γιατί τα ιερά γράμματα «εσόφισαν» και τον άγιο «εις σωτηρίαν» (2 Τιμ. 3,15), όπως ήθελε ο Απόστολος Παύλος να γίνεται σε κάθε Χριστιανό.
β) Η βαθμίδα της βίωσης των διδαχών του Ευαγγελίου.
Η γνώση των ιερών γραμμάτων, όμως, δε φούσκωσε τη διάνοια του Αχιλλίου από έπαρση, γιατί ταυτόχρονα με την κατάκτηση της γνώσης ο Άγιος αγωνιζόταν να ανεβεί και στη βαθμίδα της βίωσης των ευαγγελικών διδαγμάτων, δηλαδή της κατάκτησης των θεοποιών αρετών. Όλα εκείνα που μάθαινε δηλαδή, ο Άγιος αγωνιζόταν να τα καθιστά «συν θεώ» βιώματα, μεταμορφώνοντας κατά τον τρόπο αυτόν ολόκληρη τη ζωή του και καταλαμπρύνοντας «εις άκρον». «Το τε ήθος ρυθμίοας, λέγει για τούτο ο βιογράφος του, τοις πρακτικοίς των λόγων και οίον καταγλυκάνας εις έντευξιν και το της ψυχής νοερόν εκκαθάρας και εις άκρον καταλαμπρύνας τοις ιεροίς λόγοις και δόγμασι».
Κατά τον τρόπο δε αυτόν ο Άγιος οδηγήθηκε με την «κατά θεόν» βιοτή και στην «υπέρ φύσιν» ζωή, ώστε να καταστεί αργότερα «υπέρ άνθρωπον άνθρωπος», δηλαδή «Χριστού ευωδία εν τοις σωζομένοις και εν τοις απολλυμένοις» (2 Κορ. 2,15) και «επιστολή Χριστού», «γινωσκομένη και αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων» (2 Καρ. γ 12). Και τούτο, γιατί «Προσευχαίς αδιαλείπτοις προσείχε και νηστείαις εαυτόν εκάθαιρε και ψιλοσοφίαν ήσκει την σώζουσαν».
γ) Η βαθμίδα της θεωρίας.
Από τη βαθμίδα της πράξης ο Άγιος ανέβηκε σιγά - σιγά αργότερα και στη βαθμίδα της θεωρίας των νοητών, που ορίζεται από τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο ως «αίσθησις της αθανάτου ζωής» και από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ως «αναφέρουσα τον νουν εις τα υπέρ νουν θεία μυστήρια», δηλαδή ως «η εντεύθεν επανιστάσα και εις τα άγια των αγίων χωρούσα».
Για τον λόγο δε αυτόν λέγει και ο βιογράφος του Αγίου Αντώνιος ότι: «Τα μεν παρά των ιερών... ανδρών εκμαθών, τα δε ... και παρ’ εκατέρων εαυτόν θαυμαστώσας, εις θεωρίας ύψος ανέρχεται».
Επεξηγώντας, μάλιστα, την έννοια της θεωρίας, ο Αντώνιος αναφέρει ότι υπάρχουν δυο ειδών θεωρίες, «η μεν στοιχειώδης τε και επαγωγός και προς την πράξιν διδάσκαλος, η δε μετά την πράξιν και τους εκείθεν πόνους και τα παλαίσματα». Στη δεύτερη δε αυτή θεωρία, την υψηλήν και μετέωρον και εφαπτομένην του κρείττονος», ανέβηκε, κατά τον Αντώνιον, ο Άγιος, «η και οίδε θεωρείν τε και ουκ επίστασθαι και αμέσως νοείν και ου διά τίνων συλλογίζεσθαι». Ανέβηκε δηλαδή στη βαθμίδα της θεωρίας εκείνης, στην οποία ο πιστός εγγίζει τα του θεού μυστήρια, γιατί ξέρει να βλέπει και να εισδύει στα θεία μυστήρια, χωρίς να καταλαβαίνει το πώς, και να παρατηρεί συγχρόνως νοερά τα αποκαλυπτόμενα από τον Θεό, χωρίς να γνωρίζει με ποιες δυνάμεις το καταλαβαίνει.
δ) Στη βαθμίδα της φιλανθρωπίας και γενικότερα της αγάπης.
Ύστερα από τον θάνατο των γονέων του, ο Άγιος, που έγινε «δεσπότης των πατρικών πραγμάτων», που ήταν πολλά, διαμοίρασε το μεγαλύτερο μέρος των υπαρχόντων του «εις χείρας των πενήτων», θησαυρίζοντας, κατά τους λόγους του Κυρίου, «εν ουρανοίς», «όπου σης ουδέ βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν». Είχε πάρει, άλλωστε, ο Άγιος την απόφαση να ακολουθήσει κατά πάντα τον Κύριο, που είχε πει στον πλούσιο νεανίσκο το «Ει θέλεις γενέσθαι τέλειος, δος τα υπάρχοντα σου πτωχοίς και άρον τον σταυρόν σου και ακολούθη μοι». (Λουκ. 18, 22).
Για τον λόγο δε αυτόν στα έργα της φιλανθρωπίας επιδόθηκε ο Άγιος και μετά την περιοδεία του στους Αγίους Τόπους και τη χειροτονία του σε ιερέα και κατόπιν σε επίσκοπο. Η φιλανθρωπία του, όμως, τώρα έπαιρνε νέες διαστάσεις, γιατί δε θυσίαζε στο εξής μονάχα τα χρήματα που έρχονταν στα χέρια του, αλλά και «την εαυτού ψυχήν», γινόμενος, σαν τον Απόστολο Παύλο, «τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώση». «Τον μεν, σημειώνει για τούτο ο βιογράφος του, διδασκαλία βελτιών προς πίστιν Χριστού, τον δε ήκε προς πράξιν την κρείττονα. Τον δε επιτυχείν τω θαύματι ποιεί του σκοπού».
Με τον τρόπο δε αυτόν ο Άγιος ανέβηκε πολύ ψηλά στην κλίμακα της αγάπης, που ξεκινά από μία απλή συμπάθεια του πλησίον και καταλήγει στην καύση της καρδιάς «υπέρ πάσης της κτίσεως» και τη θυσία. Αυτό, άλλωστε, ακριβώς έκανε και ο Άγιος, που ξεκίνησε από τη φιλανθρωπία και σιγά - σιγά προχώρησε στην προσπάθεια για την εν Χριστώ ζωή και τη σωτηρία όλων των πιστών, για την οποία φρόντιζε «αόκνως» «ως πατήρ τέκνων, ως ποιμήν προβάτων, ως προστάτης προνοουμένων και ως αληθής μαθητευομένων διδάσκαλος».
ε) Στη βαθμίδα της ομολογίας του Χριστού «λόγοις και έργοις».
Ιδιαίτερες δε φροντίδες κατέβαλε ο Άγιος για την καταπολέμηση κάθε αίρεσης και ιδιαίτερα του Αρειανισμού, που προσπαθούσε να παρουσιάσει τον χριστιανισμό σαν ανθρώπινο δήθεν κατασκεύασμα, αρνούμενος τη θεία φύση του Κυρίου. Για την καταπολέμηση δε αυτή ο Άγιος χρησιμοποιούσε βασικά την ομολογία, διακηρύσσοντας των Αποστόλων το κήρυγμα, ότι δηλαδή «ουκ έστιν όνομα έτερον, εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πρ. 4, 12). Με τις ομολογίες δε αυτές ο Άγιος «εκράτυνε την ορθόδοξον πίστιν». Για τον σκοπό αυτόν, άλλωστε, έλαβε μέρος και στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, πιστώνοντας «τους λόγους τοις θαύμασι».
«Διά τούτου γάρ, λέγει ο βιογράφος του, και επικλήσει Χριστού δαίμονες αττηλαύνοντο, λεπροί εκκαθαίροντο, τυφλοί ωμματούντο, και περιεπάτουν χωλοί και πάντων των νοσημάτων εθεραπεύοντο», για να οδηγηθούν και αυτοί, μαζί με τον Άγιο, «εις ύμνον και αίνον του υπέρ ημών το καθ’ ημάς, πλην αμαρτίας, προσειληφότος θεού».
Κατά τον τρόπο αυτόν ο Άγιος γινόταν «βρύσις θαυμάτων και διδασκαλίας πηγή» είτε τον άκουγε κανείς να διδάσκει είτε τον έβλεπε, γιατί ήταν πάντοτε «Μειλίχιος την ομιλίαν, πράος τον τρόπον, χρηστός το ήθος, το είδος αγγελικός, το σχήμα κόσμου την συντυχίαν ευέστακτος (= μειλίχιος)».
Ύστερα από τα πιο πάνω έφθασε κάποια στιγμή και το τέλος του Αγίου στη ζωή αυτή. «Ούτος αγγελικώς βιώσας, λέγει ο βιογράφος του, και πολλά θαύματα εργασάμενος, προς Κύριον εξεδήμησεν». Ύστερα δε από την κοίμησή του, το σώμα του ενταφιάστηκε σε μία λάρνακα, που είχε ο ίδιος κατασκευάσει, για να ενθυμείται τον θάνατο. Από τη λάρνακα δε αυτή ανέβλυσε κάποια στιγμή ένα μύρο ευωδιαστό, φανερώνοντας ότι ο Θεός τον δέχθηκε κοντά του, ενώ από τότε ο Άγιος έγινε ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης της Λάρισας και αδάμαντας. «Τω γάρ Πατρί τόν Υιόν ομοούσιον, κατά το απολυτίκιο του, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον». Για όλους τους πιο πάνω λόγους προς τον φρουρό αυτόν και προστάτη μας στρεφόμαστε πάντοτε και ιδιαίτερα κατά τον εορτασμό της μακαρίας μνήμης του και τον παρακαλούμε να ικετεύει τον Κύριο «χαρίσασθαι ειρήνην ταις ψυχαίς ημών».