Κι οι στέγες τους από κεραμίδια, μαζί με την ξύλινη αυλόπορτα, μια εικόνα λες βγαλμένη από κάποιον ζωγραφικό πίνακα.
Και τόσα άλλα να μας θυμίζουν τη γειτονιά που χάθηκε, όπως η επαφή, η συντροφικότητα των ανθρώπων που ζούσαν εκεί τότε. Τώρα κλεισμένος στο διαμέρισμα παύεις να βλέπεις, δεν ξέρεις τι γίνεται γύρω σου, η αποξένωση μη έχοντας καμία επικοινωνία, νιώθεις πολλές φορές να σε πνίγει.
Όμως, πάνω σ’ αυτό θα δούμε ότι υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά. Από απόψεως διασφάλισης της ιδιωτικής σου ζωής ίσως να είναι καλύτερα. Αισθάνεσαι πιο ελεύθερος μακριά από τις κρίσεις επικρίσεις, την περιέργεια, το αδιάκριτο μάτι των γειτόνων γύρω σου. Ορισμένες φορές δίχως να το επιδιώκουν, εφόσον τα σπίτια ήσαν τόσο κοντά, κι όλα χαμηλά, άφηναν εύκολα να παρατηρεί πώς ζει τι κάνει ο διπλανός του. Θέλω, λοιπόν, να τονίσω πως τίποτα δεν έμεινε κρυφό ανάμεσά τους, αφού επικρατούσε το «κοινωνικό σχόλιο».
Τώρα εγώ σαν μεγάλωσα σε γειτονιά, κι έφυγα από κει πριν πολλά χρόνια, γυρίζω πάλι σ’ αυτή, για να θυμηθώ και να σας διηγηθώ σε λίγες γραμμές, μια ερωτική ιστορία, που θα μας πάει στην εποχή εκείνη, της τάξης και της ηθικής του άμεμπτου βίου φαινομενικά, της ασφυκτικής κοινωνίας μιας μίζερης ζωής, με κινήσεις πάντοτε περιορισμένες, καθώς σκεφτόσουν τι θα πει ο κόσμος, μη σε δει η γειτονιά. Και συνεχίζουμε για να πάμε να βρεθούμε μέσα σ’ αυτή, σ’ ένα μικρό χαμηλό σπίτι, λίγα μέτρα να μας χωρίζουν από το δικό μου το πατρικό.
Σ’ αυτό ζούσε μόνη μια νέα γυναίκα, χήρα από αρκετά χρόνια. Είχε δύο γιους που έλειπαν για σπουδές. Σαν πέθανε ο άντρας της, ανέλαβε εκείνη τη διαχείριση μιας μικρής επιχείρησης που της άφησε.
Ήταν πάνω στον λόφο του Φρουρίου, σε απόσταση ελάχιστη από εκεί που υπήρχε παλιά το στρατιωτικό αρτοποιείο. Σήμερα αυτό δε βρίσκεται πλέον στην ίδια θέση έχει μεταφερθεί λόγου του Αρχαίου Θεάτρου. Όλα έχουν αλλάξει ριζικά, σ’ όλον εκείνον τον χώρο, που άλλοτε θα θυμάστε γινόταν και η Λαϊκή της Τετάρτης, τότε μια και μοναδική σ’ όλη την πόλη της Λάρισας.
Στη μεγάλη σκάλα που οδηγεί απ’ τη γειτονιά μου στο Φρούριο κι έπειτα στο σχολείο μου, το Δεύτερο Δημοτικό, τότε μικρούλα καθώς την ανέβαινα καθημερινά με την τσάντα τη μαθητική στο χέρι, θα συναντούσα τη νεαρή χήρα να περνά βιαστικά δίπλα μου πηγαίνοντας στη δουλειά της. Θυμάμαι να την κοιτάζω με θαυμασμό. Ήταν πανέμορφη. Με μάτια μεγάλα μαύρα λαμπερά και πλούσια μαλλιά να πλαισιώνουν το όμορφο πρόσωπό της. Το σώμα της λεπτό, αρμονικό, κι η κορμοστασιά της η περπατησιά της υπέροχη αγέρωχη.
Φορούσε μαύρα, αλλά κείνα την έκαναν ακόμα πιο όμορφη τονίζοντας το κατάλευκο δέρμα της.
Όμως, ήταν τόσο μόνη, μέσα της κάτι τη βάρυνε, ένιωθε ένα κενό μια θλίψη. Η ζωή της κυλούσε άδεια μονότονη.
Λαχταρούσε λίγη αγάπη, ένα χάδι, που θα την έκανε να αισθανθεί καλύτερα, μια συντροφιά να διώξει την ερημιά της.
Και δεν άργησε να ‘ρθει στο πρόσωπο του νεαρού έφεδρου ανθυπολοχαγού, που έκανε τη θητεία του δίπλα της στο στρατιωτικό αρτοποιείο. Ήταν κι αυτός μόνος, ξένος, και αποζητούσε μια σχέση να περάσει ευχάριστα τον λίγο χρόνο που θα έμενε εδώ. Έτσι, σαν περνούσε κάθε πρωί έξω από το γραφείο της χήρας, να μοιράσει με τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, κουραμάνα, ψωμί, για τους φαντάρους στους στρατώνες των πυροβολικών και άλλων στρατιωτικών μονάδων είχε την προμήθεια καθημερινά όλων αυτών. Η ματιά του έπεσε πάνω της του άρεσε, και κείνη τον πρόσεξε αμέσως, ήταν ωραίος ψηλός λυγερός μέσα στη στολή του αξιωματικού.
Γρήγορα αγαπήθηκαν, φούντωσε ο έρωτας στις καρδιές τους κι έδιωξαν τη μοναξιά τους περνώντας τις νύχτες μαζί στο σπίτι της, να τους βρίσκει η αυγή αγκαλιά.
Ζούσαν ανεπανάληπτες στιγμές ευτυχίας και δόθηκαν με πάθος σ’ αυτό που τους ένωνε. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τη φλόγα που έκαιγε μέσα τους. Η αγάπη τους ήταν πέρα από τα όρια της λογικής. Τους συνεπήρε τόσο ώστε να αγνοούν να αδιαφορούν για τα σχόλια των γειτόνων, σαν είχαν αναληφθεί από καιρό τι γινόταν. Είπαμε στον στενό περίγυρο της γειτονιάς «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο».
Πέρασε αρκετός χρόνος έτσι, να χαίρονται την αγάπη τους όσο μπορούσαν, μ’ όλο τους το είναι, γιατί ήξεραν κι οι δύο καλά πως κάποτε όλα θα τέλειωναν κι ο χωρισμός τους θα ήταν αναπόφευκτος. Εκείνου η θητεία θα έληγε και θα επέστρεφε πάλι στον τόπο του. Τους πονούσε μα πιο πολύ εκείνη που θα έμενε ξανά μόνη, να μαζέψει τα κομμάτια της καρδιάς της, τον πόνο της ψυχής της και να κλειδώσει τον εαυτό της για πάντα. Αυτό ήθελε. Άλλωστε, τα παιδιά της θα γύριζαν σύντομα από τις σπουδές τους και δεν έπρεπε να φανεί τίποτα. Θα έδιωχνε τη λύπη που σκίαζε το φως των ματιών της την ύπαρξή της ολόκληρη και θα συνέχιζε την άχαρη μοναχική άδεια προηγούμενη ζωή της, κάτω από τα επικριτικά βλέμματα και σχόλια όλων γύρω της.
Το γνώριζε καλά πως έτσι θα γινόταν.
Στον διαγωνισμό διηγήματος από τις εκδόσεις Weite «Ιστορίες της πόλης μας» Λάρισα, που διεξήχθη τον Μάρτιο του 2014, «Της γειτονιάς ο περίγυρος», ήταν μεταξύ των επιτυχόντων διηγημάτων που ξεχώρισαν συνθέτοντας σε μια πραγματική συλλεκτική συλλογή.