ΑΦΗΓΗΜΑ

Ανάσταση στο αγρόκτημα

Δημοσίευση: 04 Μαϊ 2024 10:56

Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, Συγγραφέα

Το σκοτάδι είχε πέσει από ώρα. Ένα ελαφρό ανοιξιάτικο αεράκι θρόιζε τα πανύψηλα δέντρα κάτω στη ρεματιά.


Το κελάρυσμα του νερού που ανάβλυζε απ’ το βράχο και κατηφόριζε στο αυλάκι για να φθάσει στο ρέμα, έσμιγε μ’ εκείνο το θρόισμα και κατάφερναν τα δυο τους ένα σπάνιο άκουσμα.
Το πλακόστρωτο αλώνι μπροστά στην τεράστια αγροικία ξυπνούσε θαρρείς απ’ τη χειμερία νάρκη και σιγοψιθύριζε μυστικά στον άνεμο, στα νυχτοπούλια.
Χιλιάδες φωνές, απ’ το ψηλό χορτάρι, τις μαργαρίτες που φύτρωναν γύρω απ’ τις πλάκες του.
Στην πόρτα του αχυρώνα ένας πελώριος μαντρόσκυλος, κοιμόταν κουλουριασμένος, με το ένα μάτι ανοιχτό και το αυτί τεντωμένο.
Κάποια στιγμή, σαν απ’ τα έγκατα της γης, σαν απ’ το όνειρο, ακούστηκε ένα κουδουνάκι.
Ο μαντρόσκυλος σήκωσε το κεφάλι, τέντωσε το λαιμό του κι άρχισε να γαβγίζει χαδιάρικα.
Μέσα στο ευρύχωρο χαγιάτι, η γκρίζα γάτα, άφησε τη ζεστή γωνιά που γουργούριζε ευτυχισμένη, κατσάρωσε και τράβηξε προς την πόρτα νιαουρίζοντας.
Η Θεανώ σαν είδε να πετιέται επάνω το ζωντανό, σταμάτησε το πλέξιμο για ν’ ακούσει.
Το κουδουνάκι τώρα ακουγόταν καθαρότερα.
Σκούντησε τον Αργύρη τον παραγιό, που τον είχε πάρει ο ύπνος διαβάζοντας μια εφημερίδα, που του την είχαν δώσει πριν από ένα… μήνα στο χωριό.
«Ξύπνα τεμπέλη έρχεται το αφεντικό, τι θα πει αν σε βρει να κοιμάσαι με τις κότες».
Ο Αργύρης τεντώθηκε βαριεστημένα. Η Θεανώ ξαναμίλησε.
«Σήκω βρε αχαΐρευτε, ήρθε, έφτασε το αφεντικό δεν ακούς;».
Βγήκαν έξω και οι δύο. Στο στενό που οδηγούσε στο αλώνι, διέκριναν το κατάλευκο κεφάλι του μπάρμπα-Νικολάκη.
Σαν έφτασε, ξεκαβάλησε το γάιδαρό του, πέταξε κάτω την κεντιά (βουκέντρα) και εμπιστεύτηκε το ζώο στον παραγιό.
«Ξεφόρτωσε και τράβα γραμμή για τη βρύση Αργύρη, διψάει το ζωντανό».
Ύστερα με σβέλτο βήμα που θα το ζήλευε και ένας εικοσάρης, μπήκε στο σπίτι. Κάθισε στη γωνιά του, αφού έβγαλε τα παπούτσια του και το κατσούλι.
Εκεί στη μεγάλη κάμαρα, στην άκρη στην παραστιά τον περίμενε μια ζεστή κούπα τσάι που είχε ετοιμάσει η Θεανώ ακούγοντας το κουδουνάκι.
Εκείνο το κουδουνάκι που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του ζώου, προειδοποιούσε τον ερχομό του μπάρμπα-Νικολάκη και όλοι έβγαιναν απ’ το σπίτι, κόρες, παραγιοί και παραδουλεύτρες.
Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο η Θεανώ.
«Να στρώσω το σοφρά αφεντικό να φας;».
«Να μη με λες αφεντικό, πόσες φορές θα σου το πω; Εδώ όλοι είμαστε “ένα”. Αν δε δουλέψουμε δεν τρώμε… Έλα μην κακιώνεις, τι καλό φαΐ μαγείρεψες σήμερα;».
«Φασόλια αλάδωτα, τα κορίτσια σήμερα δεν έφαγαν λάδι. Μέγα Σάββατο βλέπεις. Όμως έχω και τη σούπα έτοιμη που θα φάμε μετά την Ανάσταση. Κι ένα αρνί μαραζιάρικο έκοψε ο Γιάννης, το έφτιαξα στη γάστρα. Το άλλο το παχύ θα το ψήσουμε λέει αύριο στη σούβλα».
«Μα για στάσου, πού είναι οι θυγατέρες μου;».
«Κατέβηκαν στο χωριό στην Ανάσταση, αλλά μη φοβάσαι αφέν…, μπάρμπα-Νικολάκη θέλω να πω, δεν είναι μοναχές, είναι και ο Γιάννης κοντά ο τσοπάνης, για να έρθουν πίσω παρέα.
Ήταν να πάει και ετούτος εδώ ο ρεμπεσκές αλλά τεμπέλιασε, πού ν’ αφήσει την ξάπλα».
Έριξε μια γρήγορη ματιά στον Αργύρη που έμπαινε εκείνη την ώρα στην κάμαρα…
Ο μπάρμπα-Νικολάκης χαμογέλασε και επανέλαβε μια χιλιοειπωμένη παροιμία.
«Μπατχαβά δουλέψτε παιδιά μου, μπαχταβά μην κάθεστε». Που θα πει: «Τζάμπα δουλέψτε, τζάμπα μην κάθεστε».
Έλα Θεανώ βάλε μου να φάω κι όχι φασόλια αλάδωτα. Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει». Δεν είναι «οδοιπόρος» βέβαια, είναι διπόρος, η θηλάζουσα μητέρα, αλλά έτσι επικράτησε στο λαό να λέγεται. Ας βρουν την άκρη αυτοί που μελετούν περισσότερο τις γραφές.
Η παρακόρη ξεσπάθωσε. «Δεν ξέρω εγώ τι θα πούνε ετούτες οι κουβέντες μπάρμπα. Μα ένα ξέρω, πως δεν έγινε ακόμα Ανάσταση. Ο πατέρας μου όταν ζούσε ποτέ δεν…».
«Ο πατέρας σου Θεωνίτσα ήτανε σαν τον δικό μου, νηστεία και προσευχή…».
Δεν ήταν άθεος ο μπάρμπα-Νικολάκης, αλλά είχε ένα δικό του τρόπο να πιστεύει στο Θεό. Η θρησκεία βέβαια δεν κόβεται και δε ράβεται στα μέτρα του καθενός. Αλλά ποιος μπορεί να ξέρει αλήθεια, τι περιμένει τον καθένα στο… τέρμα του δρόμου!!!
Η μαγειρίτσα άχνιζε στο βαθύ λιγκέρι (μεταλλικό πιάτο) και το αχαμνό αρνί βγήκε απ’ τη γάστρα ροδοψημένο.
Ο μπάρμπα-Νικολάκης βυθισμένος στους Άθλιους του Βίκτωρα Ουγκώ, το αγαπημένο του βιβλίο, έμοιαζε να κοιμάται. Η Θεανώ πήγε κοντά του.
«Έτοιμος ο σοφράς μπάρμπα, έλα κάτσε σιμά».
Εκείνος άφησε το χοντρό βιβλίο δίπλα απ’ την παραστιά και πλησίασε να δειπνήσει.
Έκοψε ένα κοψίδι, το έφερε στο στόμα του, μα… το άφησε πάλι…
«Άστο θα φάμε όλοι μαζί, δεν παραπεινώ κιόλα…, τσίμπησα κάτι στο δρόμο».
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ πατέρα» ακούστηκαν στο χαγιάτι οι τρεις κόρες του.
«ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ» κορίτσια, αλλά μη χασομεράτε, καθίστε να φάμε», πεινάω πολύ…Υ.Γ. Αληθινή ιστορία. Αυτό το αγρόκτημα ανήκε κάποτε στην οικογένεια Φλώρου. Αργότερα πουλήθηκε στον Νικολάκη Γκουράβα. Σήμερα κομματιασμένο, τείνει να εγκαταλειφθεί. Δυστυχώς… Εκτός κι αν η κρίση φέρει πίσω τους απογόνους και πάρει ζωή αυτό το αγρόκτημα που ήταν σωστός παράδεισος. Ο μπάρμπα-Νικολάκης ήταν παππούς μου.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass