Για τα ισχύοντα σχετικό είναι το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει τα εξής:
Η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη… κατά υπουργών και υφυπουργών… για ποινικά αδικήματα, που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση… για (ποινικά αδικήματα) δεν επιτρέπονται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής… Και αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία… ευθύνη για ποινικά αδικήματα, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή…
Για να αποφασίσει η Βουλή με 151 βουλευτές την άσκηση δίωξης απαιτείται υποβολή σ’ αυτήν πρότασης τουλάχιστον 30 βουλευτών, που αν γίνει δεκτή αποφασίζεται η συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
Η Ειδική αυτή Επιτροπή επιτελεί το έργο της Εισαγγελικής Αρχής και με το κατά πλειοψηφία πόρισμά της προτείνει στη Βουλή την παραπομπή ή μη, η δε Βουλή κατά πλειοψηφία αποφασίζει την παραπομπή ή μη στο Ειδικό Δικαστήριο, τα μέλη του οποίου επιλέγονται από τον πρόεδρο της Βουλής με κλήρωση και είναι 6 μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και 7 μέλη του Αρείου Πάγου.
Μετά τη συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου ορίζονται από αυτό 2 μέλη του ΣτΕ και 3 του Αρείου Πάγου, που ως Δικαστικό Συμβούλιο ορίζει τον ανακριτή της υπόθεσης και μετά το πέρας της ανακρίσεως εκδίδει βούλευμα παραπεμπτικό ή απαλλακτικό.
Καθήκοντα εισαγγελέα και στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο ασκεί μέλος της Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με κλήρωση.
Αυτά και μερικές άλλες λεπτομέρειες ορίζει το άρθρο 86 του Συντάγματος.
Ισχύουν και για την περίπτωση που κατά την εκτέλεση του έργου της η Δικαιοσύνη διαπίστωσε ύπαρξη στοιχείων ποινικής ευθύνης υπουργού ή υφυπουργού, αλλά και για την περίπτωση που χωρίς να επέμβει η Δικαιοσύνη γίνεται πρόταση Προανακριτικής από 30 βουλευτές και η Βουλή κατά πλειοψηφία αποφασίζει τη δίωξη, αλλά και τότε η συνέχεια είναι η διεξαγωγή της δίκης από το Ειδικό Δικαστήριο.
Επομένως, για να φθάσει η υπόθεση στο Ειδικό Δικαστήριο και αν ακόμα αποφασίσει η πλειοψηφία της Βουλής την άσκηση ποινικής δίωξης αποδεχόμενη το παραπεμπτικό πόρισμα της Προανακριτικής της Επιτροπής, η υπόθεση περιέρχεται στη συνέχεια στην αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης. Εκείνη ορίζει το Δικαστικό της Συμβούλιο, το οποίο διορίζει τον ανακριτή. Μετά δε το τέλος της ανάκρισης, το Δικαστικό Συμβούλιο εκδίδει το παραπεμπτικό του βούλευμα για τον παραπεμπόμενο και το αδίκημά του. Και το Ειδικό Δικαστήριο εκδίδει την αμετάκλητη απόφασή του.
Για όσα έχουν εφαρμοσθεί μέχρι τώρα, και ως παράδειγμα αναφέρεται η δίωξη για το σκάνδαλο Κοσκωτά: Επιλήφθηκε πρώτη η Δικαιοσύνη με την εντολή του εισαγγελέα Εφετών κ. Τσεβά στον αντιεισαγγελέα Εφετών Γ. Κουβέλη.
Εκείνος εξέδωσε το παραπεμπτικό του πόρισμα για πέντε ποινικά αδικήματα, τα οποία και αναφέρει σ’ αυτό: «Επιβάλλεται η έρευνα της υπόθεσης προς πάσαν κατεύθυνση ώστε να χυθεί άπλετο φως και να λάμψει η αλήθεια, ανεξάρτητα από ποιον ωφελεί και από ποιον βλάπτει».
Ο αντιεισαγγελέας Εφετών Π. Βέροιος διαπιστώνει πλην άλλων και ότι «από τα πορίσματα των ελεγκτών της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι το σύνολο των προς τον Καλκάνη διαρροών είναι εξ εκείνων που ο Γ. Κοσκωτάς υπεξαίρεσε».
Ο ανακριτής Γ. Σκαρλάτος στο πόρισμά του δέχεται ότι: «Περιήλθαν στην ανάκριση στοιχεία, τα οποία γίνεται αναφορά και σε άλλα μέλη της Κυβέρνησης κατά τους κρίσιμους χρόνους», πλην της περιπτώσεως Κουτσόγιωργα με τα 2.050.000 δολάρια…
Ο ανακριτής της Ε. Κρουσταλλάκης, που μετέπειτα εκλέχθηκε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με επιλογή ΠΑΣΟΚ γράφει στο πόρισμά του: «Φρονώ ότι προκύπτουν ενδείξεις για τέλεση αξιοποίνων πράξεων από τον πρώην υπουργό Γ. Πέτσο και ενδεχομένως και από άλλους υπουργούς. Ο ίδιος σε άλλο σημείο του πορίσματός του για καταθέσεις των ΔΕΚΟ παρατηρεί ότι η εντολή για καταθέσεις προήρχετο από υψηλότερα (του υπουργού) ιστάμενο, κατά έναν μάρτυρα».
Και οι δύο αυτοί εφέτες ανακριτές κάνουν μία υπόμνηση στη Βουλή ότι: «…η παραγραφή θα συντελεσθεί για τους ενεχόμενους υπουργούς… αν διαλυθεί η εκλεγείσα τον Ιούνιο του 1989 Βουλή, προ της παραπομπής των κατηγορουμένων υπουργών.
Επομένως, η ελληνική δικαιοσύνη κατά την έρευνα της υπόθεσης του σκανδάλου Κοσκωτά διαπίστωσε ότι υπάρχουν στοιχεία ευθύνης υπουργών της Κυβέρνησης της τετραετίας 1985-1989 για διάπραξη ποινικών αδικημάτων, η εκδίκαση των οποίων εκφεύγει της δίκης της αρμοδιότητας κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος. Τα αδικήματα αυτά παραγράφονται αν η Κυβέρνηση, που εκλέχθηκε τον Ιούνιο του 1989, παρητείτο προ της παραπομπής των υπαιτίων και εκλέγονταν νέα Βουλή.
Αυτό σημαίνει στην υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών, αν η τώρα Κυβέρνηση Μητσοτάκη παραιτηθεί, όπως ζητά η αντιπολίτευση, και γίνουν εκλογές και εκλεγεί νέα Βουλή προ της παραπομπής των υπαιτίων υπουργών από την Προανακριτική Επιτροπή και τη Βουλή στο Ειδικό Δικαστήριο, υπάρχει παραγραφή για τα αδικήματα που φέρονται ότι τελέσθηκαν στη διάρκεια του βίου της παρούσας Κυβέρνησης. Και αυτό δεν συμβαίνει αν συσταθεί προ της παραιτήσεως Επιτροπή, εκδώσει παραπεμπτικό πόρισμα, το αποδειχθεί η Βουλή και παραπέμψει στο Ειδικό Δικαστήριο.
Ένα άλλο συμπέρασμα που εξάγεται από όλα όσα ορίζει το άρθρο 86 του Συντάγματος τον τελευταίο λόγο για τη διάπραξη ή όχι αδικήματος και την επιβολή των νομίμων κυρώσεων κατά των υπαιτίων τον έχει η Ελληνική Δικαιοσύνη. Είναι αρμοδιότητα του Ειδικού Δικαστηρίου και όταν τηρηθεί η διαδικασία παραπομπής σ’ αυτό δεν τίθεται και θέμα ασυλίας των παραπεμπομένων.
Κατά τη γνώμη μου τώρα η ορθότερη και νομιμότερη πορεία για την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο είναι η επανάληψη της διαδικασίας, που τηρήθηκε στην περίπτωση του σκανδάλου Κοσκωτά. Πρότεινε τότε η ίδια η δικαιοσύνη την παραπομπή με βάσει τα αποδεικτικά στοιχεία που η ίδια συνέλεξε. Και στις περιπτώσεις αυτές η Κυβέρνηση που έχει την πλειοψηφία και αποφασίζει την παραπομπή ή όχι είναι πολύ δύσκολο να αγνοήσει τις προτάσεις της δικαιοσύνης.
Και επίσης η παραίτηση από τη Βουλή του κ. Σπίρτζη δεν έχει καμία πρακτική σκοπιμότητα, γιατί είναι παραγεγραμμένο το ενδεχόμενο αδίκημά του. Η παραίτηση οποιουδήποτε υπουργού της σημερινής Κυβέρνησης από την ασυλία του δεν ασκεί καμία επιρροή στα οριζόμενα από το άρθρο 86 του Συντάγματος, τα οποία δεν μπορούν να αλλάξουν από οποιαδήποτε προσωπική δήλωση και ενέργεια, πάλι κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, στο οποίο κατά το άρθρο 59 του Συντάγματος ορκίζονται οι βουλευτές να υπακούουν.
Η ορθότερη άποψη για την ποινική έρευνα και εκδίκαση των ενδεχομένων των υπαγομένων στο άρθρο 86 του Συντάγματος ποινικών ευθυνών για την τραγωδία των Τεμπών είναι η αναμονή των ενεργειών της ελεύθερης και ανεξάρτητης δικαιοσύνης και στη συνέχεια με βάση τα πορίσματα και τις αποφάσεις της η προσφυγή στη διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος, την οποία θα υποδεικνύει η δικαιοσύνη.
Θετικό στοιχείο γι’ αυτήν τη λύση αποτελεί και η επίσπευση των προανακριτικών και ανακριτικών διαδικασιών για την ταχεία διεξαγωγή της δίκης, που αποφασίσθηκε και διεξάγεται από τα αρμόδια όργανα.
Η εμμονή σε διαδικασίες εκτός του περιεχομένου της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 86 του Συντάγματος εμπεριέχει δυσπιστία ως προς το έργο της ελεύθερης και ανεξάρτητης Ελληνικής Δικαιοσύνης και έχει ως συνέπεια, πλην άλλων πολλών, και την πολιτική οξύτητα, που ζούμε τον τελευταίο καιρό.