Πάντως, πολύ το χάρηκε κι αυτός και οι δικοί του και όλοι μας στο σχολείο. Βολεύτηκε, είπαμε, το παιδί, μια χαρά, πιάστηκε από μισθό, διότι τι είναι η Αστυνομία στο μυαλό μας, ένα βόλεμα είναι, Ελληνικό Δημόσιο είναι. Εντάξει, θα τρέξει τα πρώτα χρόνια, αλλά μετά όλο και θα πιάσει κανένα γραφείο να συντάσσει αναφορές ή να μοιράζει δικόγραφα. Έτσι, δεν γίνεται;
Τον είχα χάσει τον Πάρι όταν μια φορά, ενώ κατηφόριζα αμέριμνος από το Λόφο του Φρουρίου ακούω φωνές μέσα από ένα περιπολικό σταματημένο γωνία Βενιζέλου και Φιλελλήνων.
- Κύριεεεεε... Κύριεεεε... Γεια σας κύριε!
(Το ’χουμε αυτό οι δάσκαλοι, να μας φωνάζουν «κυρίους» εσαεί). Σκύβω και βλέπω τον Πάρη. Φορούσε μια στολή φαρδιά για τα μέτρα του κι ένα καπέλο που μάλλον του έφευγε απ’ το κεφάλι, το όλον μια φιγούρα κωμική που σού προκαλούσε γέλια. Δεν λέμε βέβαια ότι οι αστυνομικοί πρέπει να είναι όλοι ...«Ράμπο», αλλά σίγουρα δεν μπορείς να φανταστείς ότι αυτό το «πιδούλι» θα σε προστατεύσει αν χρειαστεί από κανένα κακό. Πιο πιθανό θα ήταν να το έβαζε κι ο ίδιος στα πόδια.
Η Κυριακή πάλι, η κοπέλα που δολοφόνησαν στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, δεν ήταν τίποτε διαφορετικό από τα εκατοντάδες χιλιάδες άλλα κορίτσια της ηλικίας της. Η τυπολογία είναι περίπου ίδια. Τελειώνουν το Λύκειο, πάνε σε μια σχολή, σε κάποιο ΙΕΚ, κάτι ψευτομαθαίνουν που συνήθως δεν εξασκούν ποτέ, στο τέλος καταλήγουν τα περισσότερα στην εστίαση, τη μεγάλη βιομηχανία της χώρας. Σερβίρουν στα καφέ, τα μπαρ, δουλεύουν εποχιακά, την βγάζουν με επιδόματα ανεργίας του ΟΑΕΔ, παίρνουν μαύρα, συμπληρώνουν το μεροκάματο με «τιπς» που αφήνουν οι πελάτες. Με δυο λόγια, μια ζωή που δεν ακολουθεί την παλιά ...γραμμική πορεία, με τα γνωστά στάδια, που θα πει σχολείο, σπουδές, γάμος, οικογένειά, παιδιά, και μεγάλωμα παιδιών. Όχι, δεν μπλέκουν σ’ αυτά οι Κυριακές μας, είναι άλλη γενιά, άλλη κοινωνία απ’ αυτήν που ήξερες. Κι έπειτα, ποια οικογένεια; Με τι λεφτά; Που το αφεντικό τη μια σε πληρώνει και την άλλη σ’ έχει στη στέγνα; Κάπου κει μέσα, θα γνωρίσουν το αγόρι. Που συνήθως έχει ανάλογη διαδρομή. Στην καλύτερη είναι ένα «εργατικό παιδί» με καλό χαρακτήρα. Συνήθως όμως είναι παιδιά που ψάχνονται. Έχουν όνειρα κι έχουν βιασύνη. Τα θέλουν όλα γρήγορα. Γρήγορο αμάξι, γρήγορη μηχανή, γρήγορο Ιντερνετ, γρήγορες σχέσεις. Κάποια στιγμή οι Κυριακές και τα αγόρια θα συγκατοικήσουν. Δυαράκι στα Κάτω Πατήσια. Δεν συζητούν για γάμο, δεν είναι και πολύ στη λογική τους. Κι εκεί η ζωή αρχίζει να δείχνει το πραγματικό πρόσωπό της. Το ενοίκιο πανάκριβο, έξοδα, λογαριασμοί, πλήρωνε εσύ, εγώ δεν έχω, ξέμεινα από δουλειά. Ναι αλλά λεφτά για μπάφους βρίσκεις όμως. Τι είπες ρε μ@λ@κισμένο; Αυτό που ακούς είπα αγόρι μου, που κλειστήκαμε εδώ μέσα και δεν κάνουμε τίποτα... Μού τρως κάθε μέρα τη ζωή, το κατάλαβες ρε;
Κουβέντες. Χωρίς πολλές ευγένειες πια, κουβέντες που πονάνε και ξεσκίζουν σχέσεις και αγάπες και που καμιά φορά παίρνουν άσχημη τροπή. Κι ο άλλος, χαμένος στο αλκοόλ θα σηκώσει χέρι. Χωρισμοί, ξανασμίξιμο, και πάλι ξύλο, καταγγελίες στην Αστυνομία, μια, δυο, πέντε φορές, δεν πάει άλλο, φεύγω... Τι τεράστιο στίχο είχε γράψει ο Άκης Πάνου σε κείνο το υπέροχο τραγούδι... «Τον έρωτα τον σκότωσε η μιζέρια ...Κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά».
Τρομάζω... Τρελαίνομαι σαν σκέφτομαι πόσο κακό, πόση μιζέρια, πόση διάψευση ονείρων στεγάζουν αυτά τα εκατοντάδες χιλιάδες δυαράκια των μεσαίων συνοικιών της Αθήνας όπου έχει μαζευτεί και ζει η σημερινή Ελλάδα. Κυψέλη, Παγκράτι, Αμπελόκηποι, αλλά και Νίκαια, Κερατσίνι, Καμίνια, Πειραιάς, δυαράκια που γίνονται νεκροταφεία σχέσεων, νεκροταφεία ερώτων και προσδοκιών, μικρά εργοστάσια βίας και πόνου.
Θα μου πεις καλύτερα οι διπλανοί; Κάθε διαμέρισμα τα δικά του... Τις προάλλες ήρθε η Αστυνομία κι έψαχνε τον νεαρό τον Φάνη... Πήραν τη μάνα του στο Τμήμα, υπεύθυνη λέει, γιατί ο Φάνης, μαθητής είναι, πλάκωσε με κάτι άλλους έναν άλλο πιτσιρικά έξω απ’ το σχολείο. Στην τηλεόραση ειδικοί ανέλυαν για μια ακόμη φορά το φαινόμενο της νεανικής βίας που όλο και εξαπλώνεται. Φταίει η οικογένεια, έλεγαν... Ποια οικογένεια; Ο άλλος έφυγε, την παράτησε, αυτή διαλυμένη απ’ τη δουλειά, ποιον Φάνη να ελέγξει;
* * *
Τυχαία έμαθα πως ο Πάρις που τον φωνάζαμε Παρούλη, πήρε μετάθεση στην Αθήνα. Ζόρισαν εκεί τα πράγματα κι ο Μητσοτάκης φώναξε τον Χρυσοχοΐδη και ζήτησε αύξηση της αστυνόμευσης. «Μη μασάς ρε», τού είπαν. Πάντα έτσι γίνεται. Άσε να περάσει η φούρια και θα χαλαρώσουν πάλι τα πράγματα, θα σε φέρουμε πίσω.
Είκοσι πέντε χρονών «πιδούλι» -ναι τα παιδιά που μεγαλώνουμε στα είκοσι πέντε τους παραμένουν πάντα παιδιά- ο Πάρις ο Παρούλης τοποθετήθηκε σε Αστυνομικό Τμήμα στις δυτικές συνοικίες της πρωτεύουσας. Δεν ξέρω τι θα έκανε, πώς θα αντιδρούσε κι αν θα ήταν σε θέση να προστατεύσει μια Κυριακή, μια Ελένη, μια Έφη που θα πήγαινε εκεί να γυρέψει βοήθεια, κυνηγημένη από ένα θολωμένο μυαλό. Αλλά είμαι βέβαιος ότι θα κατέγραφε με ιδιαίτερη ενδελέχεια και ακρίβεια το συμβάν στο Ημερολόγιο συμβάντων. Όπως σας είπα και πιο πάνω, περιέργως έγραφε καλές εκθέσεις...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskaLessis