Γράφει ο Δημήτρης Βάλλας
«Ήταν ένας άντρας ως πενήντα χρόνων, ένας κολοσσός. Το ύψος του έφτανε τα δύο μέτρα. Πλάτες φαρδιές, πόδια και χέρια πελώρια, αναλογίες αρμονικές – ούτ' ένα δράμι ξύγκι περιττό. Ξανθός και ροδοκόκκινος, δεν είχε ακόμα δοκιμάσει το ηλιόκαμα του ελληνικού ουρανού. Παρουσιάστηκε στη Σχολή με στολή εκστρατείας συνταγματάρχη του τότε ρωσικού τσαρικού στρατού, πολύ κακοπαθιασμένη. Μια πανάθλια βαλίτσα κρεμόταν απ' το φοβερό χέρι του. Μπαίνοντας στο γραφείο του κ. Διευθυντού στάθηκε προσοχή χτυπώντας τα σπιρούνια, χαιρέτησε στρατιωτικά και αυτοπαρουσιάστηκε:
– Comte David Borissitch Liapkine, ex colonel de reserve de l' Armée Russe, ex proprietaire foncier!
Μιλούσε τα γαλλικά με τη γνωστή τραγουδιστή προφορά των Ρώσων. Τα σταχτιά του μάτια, αγαθά και διαπεραστικά μαζί, κοιτούσαν τον κ. Διευθυντή με ειλικρίνεια. Το αράδιασμα τόσων τίτλων αντήχησε παράξενα μες στους γυμνούς τοίχους του μισοσκότεινου γραφείου ιδιαίτερα τα δυο «ex», που ειπώθηκαν με έμφαση για τις πρώην καταστάσεις που δηλούσαν…»
Το απόσπασμα, χαρακτηριστικό για όλα αυτά που θα ακολουθήσουν σήμερα στις «Ιστορικές Ιχνηλασίες» είναι από το γνωστό μυθιστόρημα του μεγάλου Λαρισαίου συγγραφέα Μ. Καραγάτση «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», ενός αμφιλεγόμενου προσώπου που έζησε στη Λάρισα, όταν έφθασε κυνηγημένος από Ρώσους Μπολσεβίκους που με την Επανάσταση ανέτρεψαν το τσαρικό καθεστώς. Είναι η ώρα που παρουσιάζεται στον τότε διευθυντή της Γεωργικής Σχολής, όπου και θα πιάσει δουλειά ως επιστάτης και θα ζήσει στη Λάρισα.
Για το πρόσωπο του και το χαρακτήρα του πολλά έχουν λεχθεί, όχι μόνο από τον Καραγάτση που έπλασε από αυτόν τον χαρακτήρα του ήρωά του, αλλά και από παλιούς Λαρισαίους που ζούσαν μέχρι πρότινος, τον είχαν γνωρίσει και ως υπερήλικες πια αναφέρονταν στα κατορθώματά του.
Ο «Λευκός» Ρώσος αξιωματικός λοιπόν ήταν υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στην πόλη μας αφήνοντας εποχή για τα μεθύσια του (σ. σ του άρεσε το τσίπουρο που το έπινε με νεροπότηρο!) και τους έρωτές του, για να καταντήσει στο τέλος συνεργάτης των Γερμανών ακολουθώντας τους στην υποχώρηση ώστε να γλιτώσει την εκτέλεση που τον περίμενε για τη δράση του ως καταδότης.
Σκαλίζοντας ένα παλιό βιβλίο του Λαρισαίου δημοσιογράφου Ρίζου Μπόκοτα η ιστορία του Συνταγματάρχη Λιάπκιν γίνεται άκρως ενδιαφέρουσα…
Ο Λιάπκιν λοιπόν, ήταν υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο ενέπνευσε τον μυθιστορηματικό ήρωα του πρώτου έργου του Καραγάτση το 1933 . Ήταν ο εμιγκρές συνταγματάρχης Βασίλι Βασιλίεβιτς Νταβίντοφ.
Η ημερομηνία γέννησής του δεν αναφέρεται πουθενά. Ο συγγραφέας περιγράφει τον Λιάπκιν ως πενηντάρη όταν έφτασε στη Λάρισα, αλλά αυτό δε μπορεί να ισχύει για τον Νταβίντοφ, γιατί τότε στην Κατοχή θα ήταν πάνω από ογδόντα χρονών Το σίγουρο είναι ότι ο Νταβίντοφ γεννήθηκε πριν το 1890, αλλά παραμένει άγνωστο το πότε ακριβώς.
Περιγράφει λοιπόν ο Μπόκοτας:
“Τον έλεγαν Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντοφ. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός – για τα χρόνια που θα μας απασχολήσει, της Κατοχής, γιατί στα προηγούμενα ήταν πολύ σωματώδης – τύπος (…) Απρόσεχτος στην εμφάνισή του ή σκόπιμα τέτοιος (…) Μ’ ένα παράταλο σακάκι, με το πανταλόνι το ντρίλινο χωστό στις κοντές μπότες. Με στραπατσαρισμένο ρεμπουμπλίκι με μεγάλα μπορ. Με κατά κανόνα αλατζαδένιο πουκάμισο κουμπωμένο στο λαιμό, κατά τον τρόπο που το φορούσαν οι καραγκούνηδες. Χωρίς γραβάτα. Ή όταν σε περιπτώσεις τη φορούσε, ανασούμπαλα δεμένη και κρεμασμένη σαν άντερο.
Με ξανθοκόκκινα μεγάλα μουστάκια στο ίσιο, που σε προσκαλούσαν να τον προσέξεις και να τον κρατήσεις φωτογραφία στα μάτια σου και την καρδιά σου για πάντα!
Για κάμποσα χρόνια από τότε που μας «καλωσήρθε» στη Λάρισα, φόραγε όλη τη στολή του ταγματάρχη του τσαρικού στρατού, μ’ όλα τα πλουμπίδια της. Νούμερο και θέαμα για τη Λάρισα κι όταν ειδικά γύριζε καβαλάρης στους δρόμους της, με τα άλογα της Γεωργικής Σχολής.
Ο Άρης Βελουχιώτης είχε γνωρίσει τον Νταβίντοφ, όταν βρέθηκε εσωτερικός σπουδαστής στη Γεωργική Σχολή. Σε μια συζήτησή τους, αφηγείται ο Μπόκοτας, στα 1943, ρώτησε τι απόγινε και σχολίασε, αφού πληροφορήθηκε, ως εξής:
“- Καθόλου παράξενο, λέει ο Άρης. Στάθηκε συνεπέστατος με τον εαυτό του. Και ξέρε το: Είναι ικανός να πίνει με το νεροπότηρο αίμα. Αρκεί αυτό να είναι κομμουνιστικό! Κι αυτό γιατί μισεί αφάνταστα πολύ κι είναι τρομερά δειλός. Θα σας δημιουργήσει ιστορίες μεγάλες, αν δεν τον βγάλετε από τη μέση!”
Ο Νταβίντοφ είχε σπουδάσει γεωπόνος- κτηνίατρος στη Γερμανία, στη σχολή Πόπελντορφ, κοντά στη Βόννη και ήξερε άψογα Γερμανικά. Δεν ήταν αυτό βέβαια που τον έσπρωξε να συνεργαστεί με τους Γερμανούς, αλλά ο αντικομμουνισμός του. Οι Γερμανοί φαίνεται ότι τον εμπιστεύτηκαν εξαρχής – και ως το τέλος, καθώς μόνο τους σοβαρούς συνεργάτες τους πήραν μαζί τους αποχωρώντας από την Ελλάδα. Ο Νταβίντοφ πήρε μαζί του και τις δύο κόρες του. Η γυναίκα του αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία.
Σύμφωνα με τον Μπόκοτα, από τα μέσα στου 1942 είχε προσκολληθεί στους Γερμανούς ως διερμηνέας- ανακριτής – βασανιστής. Στις αρχές Ιανουαρίου 1943 καταγγέλθηκε από το ΕΑΜ ως ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για τις αντιστασιακές οργανώσεις! Την καταγγελία την έγραψαν ο Μπόκοτας και ο Καραγιώργης, το γνωστό στέλεχος του ΚΚΕ, που καθοδηγούσε τότε την εαμική αντίσταση στη Θεσσαλία. Ο Μπόκοτας προσθέτει ότι ο Νταβίντοφ φορούσε πλέον στολή Γερμανού αξιωματικού. Το ΕΑΜ είχε αναθέσει την εκτέλεση ή την αιχμαλωσία του Νταβίντοφ σε μια ομάδα με επικεφαλής τον Άγγελο Τσιτώτα, αλλά ο Ρώσος ήξερε να φυλάγεται και συνεχίζει:
«Στις 8 του Μάρτη στα 1944, ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα τους 40 αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, από τους 88 που έπιασε τις τελευταίες μέρες (…) Λέω πως τους έστειλε στο απόσπασμα ο Νταβίντοφ και όχι οι Γερμανοί, γιατί ο Νταβίντοφ έκανε τις συλλήψεις και την «ανάκριση». Οι Γερμανοί δέχονταν την προσφορά από το συνεργάτη τους (…)
Ο Νταβίντοφ είχε συλλάβει τη Δήμητρα Τσάτσου, τη μητέρα της Φανή και τις δυο μικρότερες αδερφές της Δήμητρας. Στο σπίτι τους είχε βρεθεί ένα ολόκληρο τυπογραφείο. Προσπάθησε λοιπόν με βασανιστήρια (στη Δήμητρα) και υποσχέσεις (στη μητέρα της) να αποσπάσει πληροφορίες για τους «παραπάνω», αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Δήμητρα εκτελέστηκε στις 8 Μαρτίου (με τους 40) και η υπόλοιπη οικογένεια στάλθηκε στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, ως την απελευθέρωση.
Ως δεύτερο μεγάλο έγκλημα του Νταβίντοφ αναφέρεται η συμμετοχή του (ως επικεφαλής;) στην επιχείρηση απαγωγής των Εβραίων της Λάρισας, το καλοκαίρι του 1944. Με τις πρώτες δροσιές (22-23 Οκτωβρίου) οι Γερμανοί αποχωρούσαν βιαστικά και ο Νταβίντοφ τους ακολουθούσε. Ο Λιάπκιν λέγεται ότι εγκαταστάθηκε τελικά στον Καναδά όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με τις κόρες του.