Για τον λόγο αυτόν ο Οργανισμός Γεωργίας και Τροφίμων (FAO) κάθε χρόνο συγκεντρώνει, αναλύει και δημοσιεύει μια στατιστική επετηρίδα με δεδομένα, τα οποία προμηθεύει στις Χώρες μέλη με σκοπό να βοηθήσει τον σχεδιασμό των πολιτικών τους. Στα πλαίσια της πρακτικής αυτής έχει ήδη δημοσιευθεί η επετηρίδα του 2023 (βλ. αναφορά). Στο άρθρο αυτό θα παρουσιασθούν τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της κατάστασης στον τομέα των τροφίμων σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, ένα θέμα που βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης αυτή την περίοδο και με αφορμή τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Σε τι κατάσταση λοιπόν βρίσκεται σήμερα ο κόσμος σε σχέση με την παραγωγή και παροχή τροφίμων στους ανθρώπους;
Το διατροφικό πρόβλημα σε ολόκληρο τον κόσμο έχει σήμερα τεράστιες διαστάσεις και απειλεί να χειροτερεύσει λόγω μιας σειράς αιτιών που σχετίζονται αφενός με την κλιματική αλλαγή, αφετέρου με την πανδημία και τις γεωπολιτικές συγκρούσεις. Το 2003 σε ολόκληρο τον κόσμο υποσιτίζονταν περίπου 800 εκατ. άνθρωποι, αριθμός που μειώνονταν σταθερά μέχρι το 2019 που έφθασαν τα 600 εκατ. Ο αριθμός όμως αυτός αυξήθηκε απότομα το 2020 στα 730 εκατ. περίπου παραμένοντας στο ίδιο επίπεδο το 2021 και 2022. Δηλαδή ένα ποσοστό 9,2% του παγκόσμιου πληθυσμού υποσιτίζεται, παρουσιάζοντας όμως πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων περιοχών και Χωρών. Η Χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό υποσιτισμού είναι η Μαδαγασκάρη (51%) και οι χώρες με τα μικρότερα ποσοστά είναι οι Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ΗΠΑ (<2,5%). Γενικότερα ως προς την επισιτιστική ανασφάλεια (ισχυρή ή μέτρια) τα στοιχεία δείχνουν ότι κατά μέσο όρο το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκονταν το 2022 υπό καθεστώς επισιτιστικής ανασφάλειας με το μεγαλύτερο ποσοστό να συμβαίνει στην Αφρική (60%) και τη Λατινική Αμερική (38%) και το μικρότερο, αλλά σημαντικό, στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (περί το 9%). Επομένως σε ολόκληρο τον κόσμο η επισιτιστική ασφάλεια είναι ζήτημα σοβαρής προτεραιότητας τόσο στις Χώρες που ήδη δοκιμάζονται, όσο και στις Χώρες που οδεύουν προς αυτή την κατεύθυνση (ΗΠΑ, ΕΕ).
Σε ό,τι αφορά την ποσότητα και ποιότητα της διατροφής η κατάσταση έχει ως εξής: Οι Χώρες που καταναλώνουν τις περισσότερες θερμίδες κατ’ άτομο και ημέρα είναι κατά φθίνουσα σειρά οι Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (περί τις 3.500) ακολουθώντας η Αμερική (3.400), οι Χώρες της Ωκεανίας (Αυστραλία κ.λπ.) (3.100), οι Χώρες της Ασίας 2.900) και οι Χώρες Αφρικής (λιγότερες από 2.600). Ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι λίγο κάτω από 3.000 θερμίδες/άτομο/ημέρα. Η κύρια πηγή θερμίδων παγκοσμίως είναι τα σιτηρά ακολουθώντας τα λίπη και έλαια. Αναφορικά με το άλλο σημαντικό διατροφικό στοιχείο, δηλαδή την ποσότητα των πρωτεϊνών που καταναλώνονται, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι χώρες που καταναλώνουν το μεγαλύτερο ποσό πρωτεϊνών (g/άτομο/ημέρα) είναι εκείνες της ΕΕ και οι ΗΠΑ (περί τα 105 g), ακολουθώντας οι Χώρες της Ωκεανίας (περί τα 90 g) της Λατινικής Αμερικής (περί τα 85 g), της Ασίας (80 g) και της Αφρικής (περί τα 65 g).
Ο μέσος όρος παγκοσμίως είναι 80 g πρωτεϊνών/άτομο και ημέρα. Στην ΕΕ και τις ΗΠΑ τα μεγαλύτερο ποσοστό των πρωτεϊνών προέρχεται από το κρέας (περί τα 62 g από τα 105), ενώ στην Αφρική το μεγαλύτερο ποσοστό πρωτεϊνών προέρχεται από φυτικές τροφές (50 g από τα συνολικά 60). Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που σχετίζεται στενά με το διατροφικό ζήτημα είναι η μη κανονική ανάπτυξη των παιδιών που οφείλεται στην κακή διατροφή τους. Σύμφωνα πάντοτε με τα στοιχεία του FAO, το 2022 το 22,3% των παιδιών παγκοσμίως δεν είχαν κανονική ανάπτυξη λόγω της κακής (ελλιπούς κατά κανόνα) διατροφής. Δυστυχώς σημαντικά ποσοστά για το πρόβλημα αυτό καταγράφονται ακόμα και σε ανεπτυγμένες Χώρες, όπως της ΕΕ. Στην Ελλάδα για παράδειγμα το ποσοστό αυτό είναι μετρήσιμο ανερχόμενο σε 2,2%, ενώ σε πολλές άλλες Χώρες, π.χ. Γαλλία, Γερμανία, Φιλανδία, κ.λπ. δεν ανιχνεύεται καν. Δίπλα όμως σε αυτό παρατηρείται το αντιφατικό στοιχείο να αποτελεί η παχυσαρκία ένα σοβαρό πρόβλημα που συνεχώς μεγεθύνεται, ιδίως στις ανεπτυγμένες Χώρες. Από το 2000 έως το 2016 το ποσοστό των παχύσαρκων παιδιών ηλικίας άνω των 18 ετών, αυξήθηκε περίπου από 8% σε 12%, ενώ στις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ το ποσοστό ήταν το ίδιο έτος 22% περίπου. H Ελλάδα στο πρόβλημα αυτό φαίνεται να πρωτοστατεί μεταξύ των Χωρών της ΕΕ έχοντας την ίδια περίοδο ποσοστό παχύσαρκων ενήλικων παιδιών 25% περίπου. Η αντιφατικότητα αυτή, δηλαδή να συνυπάρχουν στην ίδια Χώρα παιδιά που δεν αναπτύσσονται ομαλά λόγω ελλιπούς διατροφής και παράλληλα παιδιά που υποφέρουν από παχυσαρκία παρατηρείται σε πολλές Χώρες με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αίγυπτο, στην οποία 20,4% των παιδιών υποσιτίζονται, ενώ το 32% έχουν παχυσαρκία. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ανάγλυφα ότι εκτός από το σοβαρό ζήτημα της μη ύπαρξης επαρκούς τροφής υπάρχει και το πρόβλημα της μη σωστής διατροφής. Τα παραπάνω δείχνουν με σαφήνεια ότι το παγκόσμιο διατροφικό σύστημα δεν είναι σταθεροποιημένο και ότι σημαντικά ποσοστά του πληθυσμού υποσιτίζονται, ενώ σοβαρότατο θέμα υπάρχει και με το είδος της διατροφής, η οποία σε πολύ μεγάλο ποσοστό δεν είναι σωστό. Όλα αυτά πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη στην αναγκαία ανασυγκρότηση της γεωργίας στη Χώρα μας.
Αναφορά: FAO. 2023. Statistical
Yearbook 2023.
Rome. https://doi.org/10.4060/cc8166en