Και ο ξεσηκωμός αυτός των Ελλήνων αγροτών συνέπεσε και με τον ξεσηκωμό κι άλλων ευρωπαϊκών κρατών, της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Βέλγιου κ.λπ., με τα τοπικά ζητήματα και αιτήματά τους.
Και βλέπουμε την Ελλάδα, πάλι πρωταθλήτρια στις ψευδολογίες και τις ανευθυνολογίες, ξεκινώντας πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον πρωθυπουργό μας, τον κ. Μητσοτάκη.
Δέστε, όσοι δεν είδατε ή δεν ακούσατε, τι είπε ο Πρωθυπουργός σε μια συνέντευξη πρόσφατα στον ΣΚΑΪ -πού αλλού, άλλωστε, η κυβερνητική ματαιοδοξία και αναλγησία θα έβρισκε καλύτερο περιβάλλον-, στην οποία ισχυρίστηκε ότι η Κυβέρνησή του δεν έχει καμία ευθύνη για τον τρόπο που μοιράστηκε η διαφημιστική δαπάνη για τον κορονοϊό. «Την αναθέσαμε σε μια εξωτερική, στη μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου, να μοιράσει τα χρήματα. Δεν κάναμε εμείς καμία παρέμβαση», ισχυρίστηκε χωρίς ντροπή.
Σοβαρά, κ. Μητσοτάκη; Δώσατε σε μια πολυεθνική να μοιράσει κρατικό χρήμα, δηλαδή χρήμα των φορολογούμενων Ελλήνων, χωρίς κανέναν δικό σας έλεγχο για το πού ακριβώς θα πήγαιναν τα χρήματα και αν θα μοιράζονταν σωστά και δίκαια; Παραδέχεστε, δηλαδή, ότι παραβιάσατε το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους;
Ή μήπως δεν είναι η Κυβέρνησή σας και εσείς πρώτος που πρέπει να εγγυάστε τη σωστή διαχείριση της περιουσίας του ελληνικού λαού και ειδικότερα των χρημάτων που καταβάλλει για να λειτουργεί η Πολιτεία;
Δύο ερωτήματα προκύπτουν από τις δηλώσεις του Κυρ. Μητσοτάκη. Ή ο πρωθυπουργός της χώρας ψεύδεται ασύστολα ή η Κυβέρνησή του και ο ίδιος προσωπικά είναι ό,τι πιο ανεύθυνο και ό,τι πιο επικίνδυνο γνώρισε η μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης είπε και κάτι ακόμα: «Όταν δόθηκε η λίστα, δεν υπήρξε ουσιαστική κριτική για το πού πήγαν τα ποσά. Δόθηκαν σε όλους». Χυδαίο ψέμα, γιατί αντέδρασαν πολλοί, εδώ και καιρό, και ανάμεσά τους οι αγρότες μας. Για την αφωνία των δημοσιογράφων που τον άκουγαν, εμείς απλώς εκφράζουμε τον οίκτο μας.
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι γνωρίζουν πολύ καλά ότι συγκρούστηκαν οι καναλάρχες, για να δοθούν στη δημοσιότητα τα ποσά που πήρε κάθε μέσο. Επομένως, όταν ένας Πρωθυπουργός ψεύδεται με τόση ευκολία, η πολιτική απάτη δεν αρκεί ως όρος για να τον περιγράψει. Και αυτόν και την Κυβέρνησή του.
Τώρα, καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά τι μπορούν να περιμένουν οι αγρότες μας από τα διεκδικούμενα, χρονίζοντα αιτήματά τους, τα άλυτα προβλήματα που έχουν στις αιτήσεις τους. Καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά, αν αναλογιστή μόνο ένα, ένα και μοναδικό πράμα, για παράδειγμα να πούμε, για να έχουν υπόψη τους, όσοι δεν γνωρίζουν, ότι, το σιτάρι (ας πούμε) σπέρνεται, αλωνίζεται, πάει στους αλευροβιομηχάνους, γίνεται αλεύρι, το αγοράζουν οι αρτοποιοί τον κάνουν ψωμί, το αγοράζει ο καταναλωτής πολίτης και ο αγρότης ακόμη δεν γνωρίζει την τιμή του, δηλαδή το τι θα πληρωθεί για την πραμάτεια του, ποια θα είναι η τιμή του σίτου ανά κιλό. Είναι αυτό που λέγεται σαν σλόγκαν: Σίτος, Άλευρα, Άρτος… Χρόνια πολλά στον τόπο μας. Το ίδιο σχεδόν γίνεται και με το βαμβάκι. Δηλαδή πωλούνται στους βιομηχάνους με ανοιχτές τιμές (όπως λέγονται) τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα, δεκαετίες πολλές τώρα, όπως γνωρίζουμε και οι καλλιέργειες γίνονται σχεδόν πάντα, χωρίς να γνωρίζουν το κόστος της παραγωγής τους, ώστε να λογαριάσουν εκ των προτέρων, αν τους συμφέρει να καλλιεργήσουν ένα προϊόν. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων, που θα εισπράξουν οι παραγωγοί βγαίνουν πολύ αργότερα από την πώλησή τους, με κριτήρια πάντοτε που: Ας μην το συζητήσουμε στο σημείωμά μας αυτό.
Γιατί ψεύδονται ασύστολα και εξαπατούν τον λαό μας οι πολιτικοί μας; Μα απλούστατα, για να κερδοσκοπούν οι ολιγαρχίες. Αστική Ταξική Δημοκρατία δεν έχουμε…; Μια χώρα κατ’ εξοχήν αγροτική, σαν την Ελλάδα, που εξασφαλίζει τους Έλληνες με ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι και με μια φέτα ψωμί, αντιμετωπίζει την αβεβαιότητα και την έλλειψη και σ’ αυτά προσεχώς. Ντροπή.