Μπορεί να φταίνε οι δίσεκτοι καιροί, ο Ερμής που είναι ανάδρομος, μπορεί ο... «χιονιάς που τ’ αρνάκια παγώνει», από όνειρα, πάντως, όχι πολλά πράματα. Μπορεί να φταίει και ο Θανάσης που είναι εκ φύσεως μουρτζούφλης και «γκρίνιας». Του τηλεφώνησα για ευχές τις προάλλες, Αθανασίου του Μεγάλου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας και ως συνήθως άρχισε να μου «ξερνάει» δράματα. Πλημμυροπαθής. Πώς ρε Θανάση; Είχε ένα σπίτι... Σε καμποχώρι της Λάρισας, κατά Καρδίτσα μεριά. Σ’ ένα από τα χιλιάδες αυτά χωριά με τα σφαλισμένα σπίτια. Πατρικό. Εκεί μεγάλωσε ο Θανάσης, εκεί πέθανε ο γέρος πριν κάνα δυο χρόνια, ενενήντα φεύγα – τα χρόνια του να πάρουμε, εκεί και η γριά. Αδέρφια φευγάτα, παιδιά στο εξωτερικό διωγμένα από την κρίση, ανίψια «πέρα βρέχει» κι έτσι ο δικός μου κληρονόμησε το «βάσανο» να πηγαίνει πού και πού να ανοίγει το σπίτι και να το αερίζει. Ξέρω πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Παιδιά από χωριά, παιδιά της αστυφιλίας, μα από χρόνια πολλά εγκατεστημένα στη Λάρισα, σε δικά τους σπίτια. Κάποιοι το διασκεδάζουν. Είναι συνταξιούχοι, σου λένε πάω στο χωριό (των παιδικών αναμνήσεων), παίρνω αέρα, βάζω και κανένα μαρουλάκι τον χειμώνα, ντοματούλες το καλοκαίρι νά ‘χουν να τρώνε και τα εγγόνια φρέσκα λαχανικά, χωρίς λιπάσματα. Κάποιοι, πάλι, το βαριούνται αφόρητα. Γνωστά «ρεμάλια» του καφενείου, τη βρίσκουν κάθε μέρα με παρέα και μασλάτι, να αναλύουν τα πράγματα, να σπάνε πλάκα με τους «Κασσελάκηδες», τους Ιερώνυμους ή τον τρελο-Τραμπ, ν’ ανταλλάσσουν πληροφορίες για φάρμακα, ποιο σούπερ μάρκετ έχει τη φέτα σε προσφορά κι όλοι μαζί να υποστηρίζουν, στα μουλωχτά, τον Μητσοτάκη, τουλάχιστον μ’ αυτόν αδερφέ μου έχουμε εξασφαλισμένη τη σύνταξη.
Ναι, έγινα και... πλημμυροπαθής (Θανάσης και πάλι). Έσπασε το φράγμα στον Πηνειό, μπήκε το ποτάμι στο χωριό, ένα μέτρο το νερό μέσα στο σπίτι, δεν έμεινε τίποτε. Παλιά πράματα θα μου πεις, αλλά τη δουλειά τους την έκαναν. Μα το πιο αστείο είναι πως τα νερά παρέσυραν και την εξωτερική... τουαλέτα του Θανάση, ένα... αποχωρητήριο χτισμένο στην αυλή με τσιμεντόλιθους. «Τι λες μωρέ Θανάση; Και το αποχωρητήριο;». «Ναι, ναι, άστα, ψάχναμε να βρούμε τη λεκάνη, θάφτηκε στη λάσπη, ούτε προς νερού μας πια...». Κι αρχίσαμε ένα μπίρι μπίρι, με πολλές θύμησες, πολλή νοσταλγία, μα και πολύ γέλιο. Κι ο Θανάσης θυμήθηκε που μια φορά, σ’ αυτό το ίδιο αποχωρητήριο, κόντεψαν να χάσουν από... λαχτάρα τη θεια τη Μήτραινα, όταν την ώρα που... καταλαβαίνεις... της πέταξαν πάνω από τα τσίγκια κάτι που έμοιαζε με... φίδι ή μάλλον με νεροφίδα. Αλλόφρων έτρεχε η θεια με τα βρακιά κατεβασμένα...
Μου το ξέκοψε από εξαρχής πάντως. Τι θα κάνω; «Βρε, δεν πάει στον διάβολο»... Ευκαιρία έψαχνα, να ησυχάσει το κεφάλι μου. ...Βρήκαν εμένα βολικό και μου το φόρτωσαν, να το συντηρώ και να βάζω από την τσέπη μου, κι όλοι τράβηξαν την ουρά τους. Άλλα άμα μας δώσουν καμιά αποζημίωση και τη μυριστούν, εκεί να δεις πώς θα κοπιάσουν...
Μιλούσε σχεδόν με θυμό για το σπίτι ο Θανάσης. Σαν νά ‘φταιγε το σπίτι που ήταν παλιό και «σάρισε», σαν νά ‘φταιγαν οι συγγενείς που πήραν άλλον δρόμο στη ζωή. Που εγκαταστάθηκαν αλλού, παντρεύτηκαν αλλού, ζουν αλλού εδώ και χρόνια, κι ούτε που νοιάστηκαν ποτέ μα για τον γέρο, μα για το σπίτι. Θυμός; Ή μήπως πόνος; Πόνος για τα ωραία χρόνια που πέρασαν και την τωρινή παρακμή; Ε, ρε και να τό ‘βλεπες καμιά φορά το σπίτι αυτό... Τι αυλές ασβεστωμένες, τι λουλούδια και βασιλικοί, έπιανε άνοιξη, μοσχοβόλαγε ο τόπος... Είχε σειρές η κυρά Νίκη. Είχε και μια γάστρα. Τώρα τι θες; Να κάθομαι να σου λέω για τη μυρουδιά του ψωμιού; Να, κάτι κομμάτες! Ψωμί, τυρί, ντομάτα, αλλά που μύριζε ντομάτα ρε παιδί μου, κόλαση! Κι όλα τα σπίτια έτσι ήταν, παντού κάπνιζαν γάστρες, παντού παιδιά, παντού φωνές και παιχνίδι, πέντε καφενεία είχε η πλατεία, Γιάννο, πιάσε δυο πενηντάρια ακόμη... «Μα πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν άλλοι καιροί....». Φύγαμε. Ακούσαμε τους μεγάλους που μας προέτρεπαν να φύγουμε, να σπουδάσουμε, λέει, να γλιτώσουμε απ’ την «τυράγνια». Πάδοβα ο Θανάσης, ακολούθησε κείνο το μεγάλο κύμα των Ελλήνων φοιτητών στα Ιταλικά Πανεπιστήμια της δεκαετίας του ‘70. Μια φορά, θυμάται, ήρθα χωριό για Πάσχα. Είχα αγοράσει από Ιταλία ένα κοτλέ κοστούμι κυπαρισσί χρώμα, σακάκι με μεγάλα πέτα, παντελόνι καμπάνα, πολύ «προχώ» για την εποχή, πήγα Επιτάφιο κι όλο το χωριό με συζητούσε. Τσσς... Τι νομίζεις; Αλάνι ο Θανάσης, μη με βλέπεις τώρα...
Το τέλος της γενιάς του Θανάση σηματοδοτεί ήδη το τέλος των χωριών αυτών, αφού η διάδοχη γενιά είναι ήδη αλλού. Τα σπίτια «σάριζαν» πριν ακόμη έρθουν οι πλημμύρες. Σκιές οι λιγοστοί ηλικιωμένοι κάτοικοι περιφέρονται σε έρμους δρόμους, λασπωμένους ακόμη από τα νερά που αποτραβήχτηκαν. Την ίδια στιγμή η χώρα είναι στα κάγκελα, σπαταλάει δυνάμεις και πολιτικό κεφάλαιο για περιθωριακά ζητήματα, όπως οι γάμοι των ομόφυλων. Η μάχη μοιάζει χαμένη. Κανείς δεν γυρίζει πίσω στο χωριό του από νοσταλγία. Γυρίζεις σ’ έναν τόπο όταν νογάς δουλειά και εισόδημα. Στην Ελλάδα, τη γεωργία την έχουμε απωθήσει στη σφαίρα της παλιάς οικονομίας που δεν έχει μέλλον. Αποθεώνουμε τη νέα οικονομία, πληροφορική, νέες τεχνολογίες, εστίαση, τουρισμό. Τα παιδιά και τα εγγόνια των παλιών αγροτών είναι η νέα εργατική μάζα των πόλεων -δηλαδή της Αθήνας-, είναι η νέα γενιά του κατώτατου μισθού που έφτασε το... τρομερό ποσό των 780 ευρώ εν μέσω κυβερνητικών πανηγυρισμών.
Είπαμε «Καληνύχτα» με τον Θανάση, του ευχήθηκα «όνειρα γλυκά», γιατί άλλα όνειρα δεν έχει πια, νά ‘χει υγεία, δύναμη και αντοχές. Κι άμα βολέψει, ας φέρει και κανένα φρέσκο μαρουλάκι, από αυτά τα χωρίς λιπάσματα. Κι αν δεν έχει πια τουαλέτα, ε, σιγά, τόσος μεριάς ανοίγεται δίπλα στο σπίτι, θα βολευτεί. Γέλασε κι αυτός, γέλασα κι εγώ, μ’ ένα γέλιο που πιο πολύ έμοιαζε με σαρκασμό, παρά χαρούμενο ήταν...
Δεν ξέρω τι όνειρο έχει γι’ αυτήν τη χώρα ο κ. Στέφανος Κασσελάκης, αλλά εγώ έχω πάψει προ πολλού να ονειρεύομαι. Μπορεί να φταίνε οι δίσεκτοι καιροί, ο Ερμής που είναι ανάδρομος, μπορεί ο... «χιονιάς που τ’ αρνάκια παγώνει», από όνειρα, πάντως, όχι πολλά πράματα. Μπορεί να φταίει και ο Θανάσης που είναι εκ φύσεως μουρτζούφλης και «γκρίνιας». Του τηλεφώνησα για ευχές τις προάλλες, Αθανασίου του Μεγάλου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας και ως συνήθως άρχισε να μου «ξερνάει» δράματα. Πλημμυροπαθής. Πώς ρε Θανάση; Είχε ένα σπίτι... Σε καμποχώρι της Λάρισας, κατά Καρδίτσα μεριά. Σ’ ένα από τα χιλιάδες αυτά χωριά με τα σφαλισμένα σπίτια. Πατρικό. Εκεί μεγάλωσε ο Θανάσης, εκεί πέθανε ο γέρος πριν κάνα δυο χρόνια, ενενήντα φεύγα – τα χρόνια του να πάρουμε, εκεί και η γριά. Αδέρφια φευγάτα, παιδιά στο εξωτερικό διωγμένα από την κρίση, ανίψια «πέρα βρέχει» κι έτσι ο δικός μου κληρονόμησε το «βάσανο» να πηγαίνει πού και πού να ανοίγει το σπίτι και να το αερίζει. Ξέρω πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Παιδιά από χωριά, παιδιά της αστυφιλίας, μα από χρόνια πολλά εγκατεστημένα στη Λάρισα, σε δικά τους σπίτια. Κάποιοι το διασκεδάζουν. Είναι συνταξιούχοι, σου λένε πάω στο χωριό (των παιδικών αναμνήσεων), παίρνω αέρα, βάζω και κανένα μαρουλάκι τον χειμώνα, ντοματούλες το καλοκαίρι νά ‘χουν να τρώνε και τα εγγόνια φρέσκα λαχανικά, χωρίς λιπάσματα. Κάποιοι, πάλι, το βαριούνται αφόρητα. Γνωστά «ρεμάλια» του καφενείου, τη βρίσκουν κάθε μέρα με παρέα και μασλάτι, να αναλύουν τα πράγματα, να σπάνε πλάκα με τους «Κασσελάκηδες», τους Ιερώνυμους ή τον τρελο-Τραμπ, ν’ ανταλλάσσουν πληροφορίες για φάρμακα, ποιο σούπερ μάρκετ έχει τη φέτα σε προσφορά κι όλοι μαζί να υποστηρίζουν, στα μουλωχτά, τον Μητσοτάκη, τουλάχιστον μ’ αυτόν αδερφέ μου έχουμε εξασφαλισμένη τη σύνταξη.
Ναι, έγινα και... πλημμυροπαθής (Θανάσης και πάλι). Έσπασε το φράγμα στον Πηνειό, μπήκε το ποτάμι στο χωριό, ένα μέτρο το νερό μέσα στο σπίτι, δεν έμεινε τίποτε. Παλιά πράματα θα μου πεις, αλλά τη δουλειά τους την έκαναν. Μα το πιο αστείο είναι πως τα νερά παρέσυραν και την εξωτερική... τουαλέτα του Θανάση, ένα... αποχωρητήριο χτισμένο στην αυλή με τσιμεντόλιθους. «Τι λες μωρέ Θανάση; Και το αποχωρητήριο;». «Ναι, ναι, άστα, ψάχναμε να βρούμε τη λεκάνη, θάφτηκε στη λάσπη, ούτε προς νερού μας πια...». Κι αρχίσαμε ένα μπίρι μπίρι, με πολλές θύμησες, πολλή νοσταλγία, μα και πολύ γέλιο. Κι ο Θανάσης θυμήθηκε που μια φορά, σ’ αυτό το ίδιο αποχωρητήριο, κόντεψαν να χάσουν από... λαχτάρα τη θεια τη Μήτραινα, όταν την ώρα που... καταλαβαίνεις... της πέταξαν πάνω από τα τσίγκια κάτι που έμοιαζε με... φίδι ή μάλλον με νεροφίδα. Αλλόφρων έτρεχε η θεια με τα βρακιά κατεβασμένα...
Μου το ξέκοψε από εξαρχής πάντως. Τι θα κάνω; «Βρε, δεν πάει στον διάβολο»... Ευκαιρία έψαχνα, να ησυχάσει το κεφάλι μου. ...Βρήκαν εμένα βολικό και μου το φόρτωσαν, να το συντηρώ και να βάζω από την τσέπη μου, κι όλοι τράβηξαν την ουρά τους. Άλλα άμα μας δώσουν καμιά αποζημίωση και τη μυριστούν, εκεί να δεις πώς θα κοπιάσουν...
Μιλούσε σχεδόν με θυμό για το σπίτι ο Θανάσης. Σαν νά ‘φταιγε το σπίτι που ήταν παλιό και «σάρισε», σαν νά ‘φταιγαν οι συγγενείς που πήραν άλλον δρόμο στη ζωή. Που εγκαταστάθηκαν αλλού, παντρεύτηκαν αλλού, ζουν αλλού εδώ και χρόνια, κι ούτε που νοιάστηκαν ποτέ μα για τον γέρο, μα για το σπίτι. Θυμός; Ή μήπως πόνος; Πόνος για τα ωραία χρόνια που πέρασαν και την τωρινή παρακμή; Ε, ρε και να τό ‘βλεπες καμιά φορά το σπίτι αυτό... Τι αυλές ασβεστωμένες, τι λουλούδια και βασιλικοί, έπιανε άνοιξη, μοσχοβόλαγε ο τόπος... Είχε σειρές η κυρά Νίκη. Είχε και μια γάστρα. Τώρα τι θες; Να κάθομαι να σου λέω για τη μυρουδιά του ψωμιού; Να, κάτι κομμάτες! Ψωμί, τυρί, ντομάτα, αλλά που μύριζε ντομάτα ρε παιδί μου, κόλαση! Κι όλα τα σπίτια έτσι ήταν, παντού κάπνιζαν γάστρες, παντού παιδιά, παντού φωνές και παιχνίδι, πέντε καφενεία είχε η πλατεία, Γιάννο, πιάσε δυο πενηντάρια ακόμη... «Μα πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν άλλοι καιροί....». Φύγαμε. Ακούσαμε τους μεγάλους που μας προέτρεπαν να φύγουμε, να σπουδάσουμε, λέει, να γλιτώσουμε απ’ την «τυράγνια». Πάδοβα ο Θανάσης, ακολούθησε κείνο το μεγάλο κύμα των Ελλήνων φοιτητών στα Ιταλικά Πανεπιστήμια της δεκαετίας του ‘70. Μια φορά, θυμάται, ήρθα χωριό για Πάσχα. Είχα αγοράσει από Ιταλία ένα κοτλέ κοστούμι κυπαρισσί χρώμα, σακάκι με μεγάλα πέτα, παντελόνι καμπάνα, πολύ «προχώ» για την εποχή, πήγα Επιτάφιο κι όλο το χωριό με συζητούσε. Τσσς... Τι νομίζεις; Αλάνι ο Θανάσης, μη με βλέπεις τώρα...
Το τέλος της γενιάς του Θανάση σηματοδοτεί ήδη το τέλος των χωριών αυτών, αφού η διάδοχη γενιά είναι ήδη αλλού. Τα σπίτια «σάριζαν» πριν ακόμη έρθουν οι πλημμύρες. Σκιές οι λιγοστοί ηλικιωμένοι κάτοικοι περιφέρονται σε έρμους δρόμους, λασπωμένους ακόμη από τα νερά που αποτραβήχτηκαν. Την ίδια στιγμή η χώρα είναι στα κάγκελα, σπαταλάει δυνάμεις και πολιτικό κεφάλαιο για περιθωριακά ζητήματα, όπως οι γάμοι των ομόφυλων. Η μάχη μοιάζει χαμένη. Κανείς δεν γυρίζει πίσω στο χωριό του από νοσταλγία. Γυρίζεις σ’ έναν τόπο όταν νογάς δουλειά και εισόδημα. Στην Ελλάδα, τη γεωργία την έχουμε απωθήσει στη σφαίρα της παλιάς οικονομίας που δεν έχει μέλλον. Αποθεώνουμε τη νέα οικονομία, πληροφορική, νέες τεχνολογίες, εστίαση, τουρισμό. Τα παιδιά και τα εγγόνια των παλιών αγροτών είναι η νέα εργατική μάζα των πόλεων -δηλαδή της Αθήνας-, είναι η νέα γενιά του κατώτατου μισθού που έφτασε το... τρομερό ποσό των 780 ευρώ εν μέσω κυβερνητικών πανηγυρισμών.
Είπαμε «Καληνύχτα» με τον Θανάση, του ευχήθηκα «όνειρα γλυκά», γιατί άλλα όνειρα δεν έχει πια, νά ‘χει υγεία, δύναμη και αντοχές. Κι άμα βολέψει, ας φέρει και κανένα φρέσκο μαρουλάκι, από αυτά τα χωρίς λιπάσματα. Κι αν δεν έχει πια τουαλέτα, ε, σιγά, τόσος μεριάς ανοίγεται δίπλα στο σπίτι, θα βολευτεί. Γέλασε κι αυτός, γέλασα κι εγώ, μ’ ένα γέλιο που πιο πολύ έμοιαζε με σαρκασμό, παρά χαρούμενο ήταν...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr