Μια αστραπή, μια λάμψη φωτίζει το μυαλό, περιφέρεται για λίγο, αλλού τρέχει κι ύστερα να την έρχεται να σταθεί στο μέρος της καρδιάς, σ’ αυτό που είναι αφημένο, ό,τι πιο αληθινό, ό,τι πιο όμορφο.
Νιώθω να με τυλίγει μια ζεστασιά, μια γοητεία ξεχωριστή, έχει για μένα να επιστρέφω στο χθες. Επαναλαμβάνομαι, το ξέρω, όμως ειλικρινά με συγκινεί ιδιαίτερα, και με στεναχωρεί, σαν ξέρω πως ποτέ δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω σ’ εκείνα τα χρόνια. Αυτά διάβηκαν γρήγορα και σιγά-σιγά αρχίζει να φαίνεται αχνά η αρχή του τούνελ που θα με οδηγήσει ως την άκρη της διαδρομής, στο τέλος της πορείας μου αυτής της ζωής.
Είναι σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό, που το πίνεις, ξεδιψάς και μετά όλα τελειώνουν. Και εφόσον αναφέρομαι σ’ εκείνη τη στερνή μας ώρα τώρα τελευταία αφήνω τη σκέψη μου τακτικά σ’ αυτή. Κάπου έχω διαβάσει ή ακούσει, δεν θυμάμαι ακριβώς, να λένε πως καθώς ο άνθρωπος φεύγει για το μακρύ ταξίδι του, σ’ άλλους τόπους άγνωστους για πάντα, αστραπιαία βλέπει να περνά μπρος απ’ τα μάτια του όλη του η ζωή. Απ’ την αρχή ως το τέλος.
Από τότε που αρχίζει να καταλαβαίνει τον εαυτό του απ’ τα παιδικά του και στη συνέχεια όλη την υπόλοιπη ζωή του. Σκηνές αυτής διάφορες, να κινούνται γρήγορα κι ύστερα να σταματούν εκεί που τους προστάζει, τους ορίζει η μοίρα, εκείνη γνωρίζει, ξέρει το τέλος μας. Έτσι, σαν φιλμ κινηματογραφικής ταινίας, ξετυλίγοντάς το, περνούν απ’ τα μάτια μας όλα όσα ζήσαμε. Χαρές, λύπες, πολλές της ζωής μας στιγμές, που διάβηκαν μέσα σ’ αυτή.
Απ’ της νιότης τη φρεσκάδα, το σφρίγος, ως των γηρατειών των ώριμων τώρα της πληρότητος. Κι αφού σβήσουν, ξεθωριάσουν, παρέλθουν όλα όσα στον δρόμο μας συνέβηκαν, έρχεται το τέλος, αφήνοντας την τελευταία πνοή μας. Οι χτύποι της καρδιάς μας παύουν και η ματιά σφάλει.
Ξέρω πως όλοι επιθυμούμε να φύγουμε, ήρεμα, απλά, ευχαριστημένα, καθώς τα βήματά μας μας οδηγούν να πάμε να συναντήσουμε τον Θεό.
Ας μη μας φοβίζει τίποτα, όταν θα ‘ρθει εκείνη η ώρα. Σαν η ζωή μας κύλησε όμορφα μ’ αγάπη, μη θέλοντας το κακό κανενός, τότε η ψυχή μας καθαρή, το πνεύμα θα πετάξει ψηλά άυλο, άσπιλο, αμόλυντο.
Το δε σώμα η σάρκα γίνεται χώμα, σκορπίζει και χάνεται μέσα σ’ αυτό. Σίγουρα διαβάζοντας θα σκεφτείτε πως και αναφέρομαι σ’ όλα αυτά, τα ολίγον, δυσάρεστα και στενάχωρα. Συμφωνώ. Όμως, δεν φταίω εγώ, η ροή της σκέψης μου με πάει όπου αυτή θελήσει, και διάλεξε, πήγε και στάθηκε αυτή τη φορά σ’ ένα λυπηρό συμβάν της ανθρώπινης ύπαρξης του θανάτου. Όμως είναι αναπόφευκτος, θα έρθει αργά ή γρήγορα, αρκεί να ‘ναι φυσιολογικός και ανώδυνος. Και συνεχίζω σκεπτόμενη δεν μπορώ να μην αναφέρω πόσο τραγικό είναι όσο πλούσια και ανέφελα πέρασαν τα χρόνια την νιότης, όταν θα ‘ρθουν των γηρατειών να ‘ναι γεμάτα από φτώχεια, στέρηση, θλίψη.
Του μυαλού μας σοφία να μεριμνήσουμε για κείνα πριν έρθουν, γιατί σαν φανούν τα σημάδια τους ανήμποροι τι μπορούμε να κάνουμε.
Θα περάσουν δύσκολα, καταφρονημένα. Έτσι βλέποντας την πλουσιοπάροχη πορεία της ζωής ενός ανθρώπου της νεότητος ας μην τον μακαρίζουμε αν δεν δούμε το αίσιο τέλος των γηρατειών του. Συμπέρασμα, λοιπόν, όλων αυτών έχουμε. «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.