Κατοχικές ικαριώτικες μαρτυρίες

Δημοσίευση: 01 Ιαν 2024 10:21

Από τον Δημήτρη Τσικούρα

Την καταχνιά της κατοχής, την αποτελούσε το τρίπτυχο: τρόμος, πείνα, θάνατος, στοιχεία ασύλληπτα, από την νεολαία της εποχής μας, και πιστεύουμε πως πρέπει να διδάσκονται – όσο υπάρχουν τουλάχιστον ακόμα εκείνοι που έζησαν την σκλαβωμένη Ελλάδα. Η Ικαρία, έζησε κι αυτή, τη δική της κατοχική φρίκη, από τους καραμπινιέρους Ιταλούς καταχτητές, όπου από τη φοβερή πείνα, ξεκληρίστηκαν ολόκληρες οικογένειες, ιδιαίτερα οι φτωχότερες. Τρόφιμα – από κάποια στιγμή και στο εξής – δεν υπήρχαν πια, τα πήρανε οι καταχτητές.

Δεν υπήρχε ούτε ψωμί ούτε φαγητό, ημέρες και μήνες στα σπίτια του νησιού και συγκεκριμένα του Εύδηλο, απ’ όπου και οι μαρτυρίες μας. Ο θάνατος παραμόνευε παντού, σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρόμο, σε κάθε σπίτι της ιστορικής κωμόπολης. Οι συνθήκες της ζωής ήταν τρομαχτικές. Η ατμόσφαιρα και το κλίμα πνιγερό και πένθιμο φαινόμενο, καθημερινά στο νησί, όπως και στα περισσότερα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Δεκαοχτώ χιλιάδες νησιώτες τότε ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους, μέχρι το 1942 και πέρασαν απέναντι στη Μικρασία.
Η δεκαμελής οικογένεια του Λευτέρη και της Αριάδνης Καραμπάση, οι γονείς δηλαδή και τα οχτώ ανήλικα παιδιά τους, από ηλικίας έντεκα χρονών το μεγαλύτερο, μέχρι ενός έτους στη ρόγα, το μικρότερο, δοκιμάζεται σκληρά από την πείνα. Εξαντλήθηκαν όλες οι ελπίδες τους, σε λογιών, λογιών δοκιμασίες, βλέποντας το θάνατο να πλησιάζει τώρα και το σπιτικό τους. Όπως μας διηγείται ο εννιάχρονος τότε και δευτερότοκος κατά σειρά από τ’ αδέρφια του, Βασίλης Καραμπάσης, από τον Εύδηλο της Ικαρίας.
- «Δεν είχαμε τίποτα (διηγείται) από κάποια στιγμή και στο εξής να φάμε, κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο στα μάτια, και φεύγανε τα δάκρυα βροχή, και η καημένη η μάνα μας, έστρεφε το πρόσωπο, να μη την δούμε, κι έκλεγε απαρηγόρητη, τα βράδια που μαζευόμαστε στο σπίτι, με τυμπανισμένες τις κοιλιές μας. Αφού την ημέρα περπατούσαμε στους δρόμους, μήπως και βρούμε κάτι να ξεγελάσουμε το αδειανό στομάχι μας, που μόνο νερό είχε, και κανένα τρυφερό βλαστάρι φυτών ή δένδρων, αν βρίσκαμε, μασούσαμε. Ακόμη και τη ρετσίνι των δένδρων γλείφαμε, για να ξεγελάσουμε τη φριχτή πείνα. Άρχισαν οι κοιλιές μας να πρήζονται, ενώ ήταν αδειανές. Κάποια μέρα έπεσε στα μάτια μου, μια παρέα που ξέθαβε έναν ψόφιο γάιδαρο να τον μαγειρέψει, που, όσοι φάγανε απ’ αυτόν, όλοι πεθάνανε, όπως πληροφορηθήκαμε.
Ένα βράδυ σκέφτηκα κάτι τρομερό για μένα να κάνω. Να πάω το γάτο μας στον Ιταλό φούρναρη, μήπως μου δώσει καμιά μπανιότα ψωμί. Οι Ιταλοί τρώγανε τις γάτες όπως εμείς τους λαγούς, θυμάμαι. Παίρνω λοιπόν μια μαξιλαροθήκη και βάζω το γάτο μέσα. Κρατώντας καλά και σφιχτά τη μαξιλαροθήκη από τη μία άκρη, με το γάτο μας μέσα σ’ αυτή, τραβάω κατευθείαν να τον παραδώσω στο Μάριο. Μόλις έφτασα σε απόσταση αναπνοής, τον παραδίνω στα χέρια του. Με το που κατάλαβε, ο γάτος πως πήγε σε ξένα χέρια τινάχτηκε σαν ελατήριο και απόκτησε την ελευθερία του. Έτσι ο Ιταλός φούρναρης μ’ έδιωξε χωρίς λύπηση και χωρίς ψωμί – παρόλα, που από τα χέρια του έφυγε ο γάτος. Γύρισα στο σπίτι μου άτυχος… και κλαμένος. Τι έχεις; με ρωτάει καλοσυνάτα η μάνα μου, και της απαντάω: έφυγε ο γάτος μάνα… «όχου! του στριψε του παιδιού μου από την πείνα», λέει η μάνα μου, και την πήρε το παράπονο… Αφού την εξήγησα τη σκαρφίστηκα με το γάτο μας, γελούσαμε και κλαίγαμε γλυκόπικρα μαζί, με το συμβάν.
Την άλλη μέρα, μαζί με τον πατέρα μου, κατεβήκαμε το λιμάνι. Σε απόσταση λίγα μέτρα από το σπίτι μας, βλέπουμε μια κοπέλα, γύρω στα δεκαπέντε με δεκάξι χρονών, μ’ απλωμένο το χέρι, εκλιπαρώντας τους περαστικούς να τη δώσουνε ένα συκαλάκι (ξηρό σύκο), κι όταν την προσπεράσαμε πέντε, έξι περίπου βήματα, τη βλέπουμε να της φεύγουν τα κάτουρα και μ’ ορθάνοιχτα τα βαθουλωμένα μάτια της, να παραδίνει το πνεύμα της. Έμεινε εκείνη εικόνα στη μνήμη μου καρφωμένη και την κουβαλάω στο μυαλό μου ανεξίτηλη.
Στις 17 του Μάρτη, την ίδια χρονιά, 1942, ακολουθώντας τον πατέρα μου, αφού, άλλη δουλειά δεν κάναμε, κάθε μέρα, ούτε σκολειό, ούτε άλλη απασχόληση πιο μεγάλη από το που θα βρούμε κάτι να βάλουμε στο αδειανό στομάχι μας. Στο δρόμο συναντήσαμε τον καπετάν Χρήστο, π’ αγνάντευε το Ικάριο Πέλαγος με περισυλλογή. Τον πλησιάζει ο πατέρας μου, και τον ακούω να λέει: «καπετάν Χρήστο, απόψε αποφάσισα να πνίξω την οικογένειά μου… δεν αντέχω άλλο αυτή τη φριχτή κατάσταση. Να μην έχω μάτια να αντικρίσω τα παιδιά μου. Να μην έχουμε μια οκά αλεύρι, να φτιάξει η γυναίκα μου λίγο κουρκούτη, να βάλουν στα στομαχάκια τους, για να κουρνιάσουν, να περάσουν τη βραδιά… δεν υποφέρεται άλλο αυτό που ζούμε…»
-Τι είν’ αυτά που λες ορέ Λευτέρη;… τι ειν’ αυτά π’ ακούω;… μη σάλεψε το μυαλό σου;…
- Όπως τ’ άκουσες καπετάν Χρήστο. Απόψε θα κάνω απόπειρα να περάσω απέναντι στη Μικρασία .
- Αν σοβαρά μιλάς συγχωριανέ Λευτέρη, σου εύχομαι καλή τύχη. Απόψε η θάλασσα θα είναι γαλήνια. Με οδηγό το άστρο της τραμουντάνας και με βοηθό την θεά τύχη, θα βγεις απέναντι στο Τσεσμέ. Τα κουπιά λοιπόν στα χέρια σου και τ’ άστρο της τραμουντάνας στα μάτια σου».
- Έφτιαξε το σχέδιο της «απόδρασης» στο μυαλό του καλά ο πατέρας μου και άρχισε την εφαρμογή του. Όλοι, η μάνα μου με τ’ άλλα τα αδέρφια μου ήταν στο σπίτι έλειπε μονάχα ο Στεφανής, ο πρωτότοκος. Αυτός πήγαινε κάθε μέρα στο μαραγκούδικο του μπάρμπα μας να μάθει την τέχνη του. Γυρίσαμε λοιπόν, κι εμείς κι ακούω τον πατέρα μου να λέει: «καλά το αποφασίσαμε να περάσουμε απέναντι, ποια βάρκα όμως θα κλέψουμε ;…» Εκείνη την ώρα μπαίνουνε στο σπίτι μας, ένα παλικάρι γύρω στα είκοσι, ο Μιχάλης, με την εγκυμονούσα αδερφή του την Ευαγγελία, γύρω στα δεκαοχτώ, κι έχουν μαζί τους και τον Χαράλαμπο το κουρέα του χωριού μας. «Καλώς ήρθατε, λέει η μάνα μου», «καθίστε συμπληρώνει ο πατέρας μου. Πάνω στην ώρα μας βρίσκετε, με την απόφαση βγαλμένη. Ακούστε συγχωριανοί, στο νησί δεν υπάρχει ζωή όπως δείχνουν τα πράγματα, ή θα πεθάνουμε από την πείνα ή θα μας καθαρίσουνε οι καραμπινιέρηδες, γι’ αυτό εμείς απόψε, όλοι οι οικογένεια, εκτός από το Στεφανή θα περάσουμε απέναντι στην Τουρκία. Εγώ βέβαια χασάπης είμαι, κι όχι καπετάνιος θαλασσινός, για να κατέχω από κουπί, αν όμως κάνατε κι εσείς καμιά τέτοια σκέψη, να σας ακούσω». - «Μα κι εμείς αυτό σκεφτήκαμε και ήρθαμε στο σπιτικό σας». «Πολύ καλά λοιπόν , λέει ο πατέρας μου. Αριάδνη ετοίμασε τη φαμίλια μας όσο είναι καιρός. Ο Μιχάλης, η αδερφή του, ο κουρέας κι εγώ θα πάμε στο λιμάνι και με το σούρουπο, θα προσπαθήσουμε να κλέψουμε μια καλή βάρκα για να σαλπάρουμε». - »Αυτό και έγινε. Η Ευαγγελία, πλησίασε τον Ιταλό, που έκανε τη βάρδια του στο λιμάνι, και άρχισε να ερωτοτροπεί κουβεντιαστά μαζί του για να τον αποσπάσει την προσοχή και ο πατέρας μου με τους άλλους δύο, εντοπίζουν τη βάρκα που τους κάθεται καλύτερα στο μάτι. Βάζουνε λίγο λίπα στα φαλάγγια, για να μην γρυλίζει και τη ρίχνουνε στη θάλασσα. Αμέσως μας κάνουνε σινιάλο - όπως είχαμε συνεννοηθεί νωρίτερα - και φτάσαμε όλοι η φαμίλια του Λευτέρη και της Αριάδνης Καραμπάση, με τα εφτά από τα οχτώ παιδιά: ο Βασίλη, η Μαρία, η Γραμματική, η Δέσποινα, ο Γιάννης, ο Φώτης και ο Νίκος, εκτός από το Στεφανή, που έμεινε στο νησί για να μη χαθεί ο «σπόρος» από το σόι μας, αν εμείς ναυαγήσουμε. Έτσι, στη βάρκα είμαστε όλοι μαζί δώδεκα νοματαίοι, εννιά οι Καραμπασαίοι και τρεις οι άλλοι, ο Μιχάλης, η Ευαγγελία και ο Χαράλαμπος, σύνολο δώδεκα, πάνω σε μια βάρκα τέσσερις πήχες περίπου.
Το ταξίδι της «Οδύσσειας» ξεκίνησε. Στα κουπιά ο πατέρας μου με τον εικοσάχρονο Μιχάλη Σαμιάκο. Μάρτης μήνας, και γύρω στις έντεκα τη νύχτα, μ’ έναν ουρανό έναστρο και πάντα με τ’ άστρο της τραμουντάνας οδηγό μας πορευόμασταν, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, παρά μόνο με τα ψειριασμένα, λιωμένα ρούχα που φορούσαμε, σαλπάραμε από το ερημονήσι μας. Η βάρκα μας, από το πολύ φορτίο, βυθισμένη ως τα μπούνια. Το κρύο, η πείνα και η δίψα μας ταλάνιζαν. Μέσα στο Ικάριο Πέλαγος κουπιλατώντας, αντικρίζοντας το υγρό στοιχείο της θάλασσας από τη μια και τον έναστρο ουρανό από την άλλη νιώθαμε σα νάμαστε στο χάος και στην απεραντοσύνη  τ’ ουρανού. Τα μικρότερα τ΄ αδέρφια μου κρυώνανε, πεινούσανε κι αδημονούσανε συνεχώς, γκρινιάζανε και κλαίγανε πολύ. Είδα τη μάνα κάποια στιγμή να βγάζει από τον κόρφο της ένα κομποδεμένο χειρομάντηλο που είχε λίγα δράμια αλεύρι μέσα, βουτούσε τα δύο δάχτυλα της στη θάλασσα και επάλειφε ύστερα τα χείλη μας, ώστε να ξεγελάσει και να καλμάρει κάπως την πείνα και τη δίψα μας. Αυτό γινότανε συχνά, κατά το φοβερό εκείνο εικοσιτετράωρο ταξίδι μας. Όμως αντί για το Τσεσμέ, μια πόλη της Τουρκίας, που στοχεύαμε να βγούμε, βγήκαμε στο εγγλεζοκρατούμενο Κουσάντασι. Ένα μικρό κι ασήμαντο ψαροχώρι, με τα είκοσι τέσσερα σπίτια που είχε τότε.
Σταθήκαμε τυχεροί, στην ατυχία μας, αφού δεν πέσαμε σε κακοκαιρία, να μας τουμπάρει τη βάρκα και να δώσουμε άφθονη τροφή στα σκυλόψαρα. Όπως και με την άφιξή μας στο Κουσάντασι, μας παρέλαβε η εγγλέζικη αρμοστεία και μας οδήγησε σε κάποιο κλίβανο για απολύμανση πρώτα, μας δώσανε άλλα ρούχα να φορέσουμε και στη συνέχεια μας πήγανε σε κάποιο σπίτι να μείνουμε, όπου μας φέρανε και αρκετά τρόφιμα για να καλμάρουμε την τρομερή πείνα μας.
Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι λογοτέχνης ποιητής και ιστορικός μελετητής. Σημείωση: Μέλη της οικογένειας που αναφέρουμε, στο κάπως μεγάλο αυτό κείμενο, είναι συμπολίτες μας εδώ στη Λάρισα.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass