Νησιώτικο Αφήγημα

Χριστούγεννα στο Ποντικονήσι

Δημοσίευση: 24 Δεκ 2023 16:25

Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα

Ο ήλιος είχε βασιλέψει από ώρα. Ένα παγωμένο αεράκι σηκώθηκε κι έκανε τα πεύκα να θροΐζουν και τη θάλασσα να κατσαρώνει σαν αγριεμένη γάτα. Μικρά κυματάκια πλατάγιζαν στον κάβο, που ολοένα μεγάλωναν και σκαρφάλωναν όλο και ψηλότερα, για να φθάσουν το φανάρι.

Εκείνο το φανάρι που έστεκε χρόνια εκεί, έτοιμο να φέξει τα σκούρα νερά σαν έπεφτε η νύχτα. Απ’ το πέτρινο το μουντό σπιτάκι του φάρου βγήκε μια νέα γυναίκα. Έκανε ένα γύρω στο λιμανάκι κι έπειτα κάθισε σ’ ένα βραχάκι και έστειλε τη ματιά της στο βάθος του ορίζοντα.
Ένα καΐκι φάνηκε στ’ ανοιχτά, κι ένα άλλο απ’ την αντικρινή μεριά. Ο ήχος της μπουρούς έφτασε ως τ’ αυτιά της απόμακρος. Εκείνος ο χαιρετισμός που αντάλλαζαν οι ναυτικοί στο συναπάντημά τους της έφερνε μια ανατριχίλα. Μια νοσταλγία ξυπνούσε μέσα της, για αλαργινά ταξίδια, για ξένους τόπους, για λιμάνια εξωτικά. Είχε ακούσει χίλιες ιστορίες απ’ τον πεθερό της τον καπετάν – Φώτο, που όργωσε όλες τις θάλασσες σαν ήταν νέος. Ιστορίες για άλλους ανθρώπους διαφορετικούς, με άλλα ήθη, έθιμα, δοξασίες.
Η Αγγελική μάζεψε το μυαλό της και τη ματιά της και σηκώθηκε. Με σβέλτο βήμα μπήκε στο φάρο. Έριξε ξύλα στη φωτιά, άναψε τη λάμπα γιατί είχαν αρχίσει να κλαψουρίζουν τα τέσσερα μικρότερα παιδιά της για το σκοτάδι που είχε πέσει στα σκούρα ντουβάρια και ύστερα ανέβηκε τη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στο φανάρι. Ήθελε να τρομπάρει λίγο να δυναμώσει η φλόγα και ν’ αγναντέψει από ψηλά τη θάλασσα.
Από ώρα είχε τρυπώσει μέσα της μια ανησυχία για τον άντρα της και το μεγάλο της γιο το Φώτη. Αχάραγο είχαν ξεκινήσει απ’ το φάρο, για τον κάβο – ρέπι, σ’ ένα φανάρι κάμποσα μίλια μακριά. Εκεί ήταν φαροφύλακας ένας καλός φίλος του Παντελή του άντρα της και συχνά αντάλλαζαν επισκέψεις, για να σπάει η μονοτονία της δουλειάς τους. Είχαν φύγει με μπουνάτσα μα το απομεσήμερο ο καιρός άλλαξε. Η θάλασσα είχε φουσκώσει, κι ένα βογκητό έβγαινε απ’ τα κατάμαυρα σπλάχνα της καθώς ξερνούσε αφρούς στα βράχια.
Η Αγγελική κατέβηκε απ’ το φανάρι, άναψε τα καντήλια και γονάτισε μπροστά στα εικονίσματα.
«Βοήθα τους Αϊ – Νικόλα. Χριστούγεννα αύριο, ας γιορτάσουμε όλοι μαζί …».
Τα κούτσουρα έτριζαν στο τζάκι, οι φλόγες χόρευαν τρελά, ο αέρας ούρλιαζε στην καμινάδα, τα παιδιά μαζεύτηκαν σε μια γωνιά, ψιθυρίζοντας Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, κι η Αγγελική για να γλιτώσει απ’ την τρέλα, έβαλε τον τέντζερη στη φωτιά, να ζεστάνει το νερό για να μαδήσει δύο κοτόπουλα, που είχε φέρει ο Παντελής την προηγούμενη απ’ το νησάκι, την Πρασού. Εκείνο το νησάκι που απείχε περίπου μισό μίλι απ’ το φάρο, ο φαροφύλακας το είχε κάνει να μοιάζει με την Κιβωτό του Νώε. Ήταν δεν ήταν ένα στρέμμα τόπος και φιλοξενούσε κότες, περιστέρια, κατσίκες, ένα μικρό γαϊδουράκι και γλάρους που γεννούσαν τ’ αυγά τους στα βράχια και φώκιες που λιάζονταν ολημερίς.
Εκεί έπαιζαν και ξεφάντωναν τα παιδιά. Έμπαιναν στο μικρό βαρκάκι όταν είχε κάλμα και μπουνάτσα κι όσο να τους αντιληφθεί η μάνα τους και να βάλει τις φωνές – γιατί φοβόταν κομματάκι που κωπηλατούσαν μόνα τους – εκείνα πηδούσαν κι όλα έξω απ’ τη βάρκα και σκορπούσαν στην Πρασού. Το είχαν ονομάσει έτσι το νησάκι γιατί ήταν κατάφυτο από κάτι αγριόχορτα που έμοιαζαν με πράσα.
Ο αέρας τώρα είχε κοπάσει, το μουγκρητό της θάλασσας μέρωσε.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Η Αγγελική τινάχτηκε κι αναθάρρησε, αυτό το χτύπημα ήταν του Παντελή. Έτρεξε στο χαγιάτι, έβγαλε το μεγάλο σίδερο που ασφάλιζε τη βαριά πόρτα του φάρου και…
«Παντελή μου, Φώτη μου… Δόξα σοι ο Θεός». Μα, ξοπίσω τους βρεγμένος και ταλαιπωρημένος έμπαινε ο παπα-Γιώργης. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.
«Παπα-Γιώργη, τι θέλεις εσύ νύχτα μέσα στα πέλαγα …! Αλλά τι ρωτάω τώρα, περάστε να στεγνώσετε και τα λέμε αργότερα».
Το ξημέρωμα τους βρήκε όλους καθισμένους στο τζάκι. Ξύπνησαν και τα παιδιά, φόρεσαν τα καλά τους και με πολύ κατάνυξη έψαλαν όλοι μαζί κάτω απ’ τα εικονίσματα. «Η γέννησή Σου Χριστέ…». Ύστερα κάθισαν γύρω απ’ το τραπέζι. Η Αγγελική σερβίρισε τη ζεστή κοτόσουπα, μα τα παιδιά κάτι άλλο περίμεναν. Σε λίγο δύο μεγάλοι αστακοί μοσχομυριστοί… βγήκαν απ’ το μεγάλο τέντζερη.
«Έκαναν καλή δουλειά τα αστακόδιχτα», είπε ο φαροφύλακας και κοίταξε τα παιδιά που έτριβαν τα χέρια από ευχαρίστηση.
Ο παπα-Γιώργης ευλόγησε τα αγαθά του Θεού και πρόσθεσε.
«Δόξα να ’χει ο Κύριος που δε με κατάπιαν τα κύματα, για τη βάρκα δε νοιάζομαι. Είπα φέτος να πάω απέναντι στο ψαροχώρι να λειτουργήσω, με παρακάλεσαν μιας και στο χωριό μας είμαστε δύο. Όμως, δεν τα κατάφερα ο ανάξιος, μ’ έπιασε θάλασσα… Πάλι καλά που βρέθηκε ο Παντελής στα νερά μου…».
Αναστέναξε βαθιά κι έστειλε τη σκέψη του στις ψαροκαλύβες. Νοερά ίσως λειτουργούσε στο πρόχειρο εκκλησάκι των ψαράδων.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass