Έτσι λοιπόν η μικρή ιστορία μου παίρνει σάρκα και οστά σε βαρυποινίτικες φυλακές της περιοχής, όπου διδάσκω κρατούμενους, στα πλαίσια του σχολείου που υπάρχει στον χώρο αυτόν.
Μέσα σ’ ένα μωσαϊκό εικόνων και συναισθημάτων, όπου τα δευτερόλεπτα έχουν άλλη υπόσταση, οι σπίθες που σκάνε από τα μάτια άλλη φλόγα, ο καταπιεσμένος τσαμπουκάς άλλη δύναμη και η βαλσαμωμένη τεστοστερόνη άλλη τρέλα, για ώρα το μάτι μου περιπλανιέται στα πόδια των κρατουμένων μέσα στην τάξη, που είναι στοιχισμένα μπροστά μου μη μπορώντας να κάνουν και τίποτα άλλο. Το μυαλό μας λέγεται ότι είναι ισχυρότερο απ’ τη γροθιά μας. Έλα ντε που έχω πιάσει προς στιγμή τη δική μου γροθιά σφιγμένη και το βλέμμα μου κολλημένο σε καμιά εικοσαριά αστραφτερά ζευγάρια παπούτσια των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτό το τόσο άσχημο μέρος.
Οξύμωρο αλλά αληθινό που πρέπει κανείς να το δει ή να του συμβεί το παρακάτω.
Χρόνια μετά και μόλις χθες, βγαίνω απ’ το σταθμό των τραίνων στη Λάρισα. Ένας τύπος στο μπόι μου με χαιρετάει σε σπαστά Ελληνικά. Είναι ένας από του κρατούμενους της φυλακής που έχει αποφυλακιστεί πρόσφατα και γράφει χιλιόμετρα έξω στην πόλη ψάχνοντας για δουλειά όπως μου είπε, αφού δεν θέλει να ξαναμπλέξει σε ιστορίες. Η στιχομυθία μεταξύ μας, παραμένει μεταξύ μας.
Σου εύχομαι τα παπούτσια σου πάντα βρώμικα, του λέω στο τέλος. Τα μάτια του δείχνουν να μην καταλαβαίνουν. Μπορεί και να κάνω λάθος.