Οι δολοφονίες των γυναικών εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της έμφυλης βίας (είτε αυτή είναι σωματική είτε ψυχολογική είτε οικονομική) που περιλαμβάνει βιασμούς και κακοποιήσεις… Δεκάδες γυναίκες δολοφονούνται ή κακοποιούνται κάθε χρόνο επειδή δε συμμορφώθηκαν με το στερεοτυπικό πατριαρχικό μοντέλο συμπεριφοράς που απαιτεί την πλήρη χειραγώγησή τους και την απεμπόληση κάθε έννοιας ελευθερίας και αυτονομίας. Η αυξανόμενη έμφυλη βία φέρνει στην ορατότητα ένα γεγονός που μέχρι τώρα, ότι δηλαδή οι γυναίκες δολοφονούνται λόγω του φύλου τους, επειδή απλά είναι γυναίκες. Η δημοσιοποίηση τέτοιων περιστατικών έθεσε ενώπιον της κοινωνίας μας αυτή την τραγική αλήθεια.
Στη χώρα μας βέβαια φαίνεται τον τελευταίο καιρό να υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση και λιγότερη ανοχή των γυναικών να μιλήσουν για τη βία, σεξουαλική και μη, που έχουν υποστεί. Ως κοινωνία έχουμε αναπτύξει ευαίσθητα αντανακλαστικά σε τέτοιου είδους ειδήσεις καθώς τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα επηρεάζουν θετικά, εστιάζοντας επίμονα και εξακολουθητικά στη συζήτηση στη συζήτηση περί των αιτιών αλλά και της πρόληψης του φαινομένου.
Βέβαια η υπερέκθεσή του μέσα από εκπομπές της τηλεόρασης ή από εφημερίδες που κινούνται στα όρια του εντυπωσιασμού και της εμπορευματοποίησης (που ευτυχώς δεν είναι η πλειονότητα) και οι επιδερμικές αναλύσεις από ανίδεους «ειδικούς» οδηγούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα, στη διαστρέβλωση του προβλήματος και στον αποπροσανατολισμό της συζήτησης. Τότε το θέμα μετατρέπεται σε θέ(α)μα, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης στα χέρια των επιτήδειων και όσων επαγγελματοποιούν το δημόσιο λόγο. Αυτά τα ΜΜΕ, για μερικά νούμερα τηλεθέασης, για μερικά φύλα εφημερίδας παραπάνω δεν περιορίζονται στην καταγραφή του γεγονότος με σεβασμό και ήθος ως οφείλουν, αλλά προβαίνουν σε ανούσιες λεπτομέρειες και ατέρμονες περιγραφές των συμβάντων τα οποία μειώνουν τις γυναίκες ως προσωπικότητες και ενίοτε συμβάλλουν, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, σε αναπαραγωγή βίαιων εγκληματικών συμπεριφορών. Η βία γίνεται παράγωγη και ανακυκλώνει τη βία στην κοινωνική ζωή των ατόμων.
Οι ακραίες παραβατικές συμπεριφορές έχουν γίνει δυστυχώς μέρος του πολιτισμικού μας κεκτημένου. Βέβαια, κάθε ανθρωποκτονία έχει το δικό της ερμηνευτικό κώδικα. Σε αυτό το πλαίσιο έχει ανοίξει τον τελευταίο καιρό ο διάλογος για τη χρήση του όρου «γυναικοκτονία» που στη χώρα μας συναντάται μόνο ως εγκληματολογικός και κοινωνιολογικός όρος. Προφανώς αυτός ο όρος καθορίστηκε για να καταδείξει ότι στο πλαίσιο της έμφυλης βίας και των εντεύθεν διακρίσεων σε βάρος των γυναικών είναι δυνατή η δολοφονία μιας γυναίκας λόγω του φύλου της. Η αφαίρεσης της ζωής όμως μίας γυναίκας από έμφυλα κίνητρα, σε μία κοινωνία που αποκρύπτει τη βία πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών, πρέπει να προβληματίσει σχετικά με την αναγκαιότητα νομικής αναγνώρισης της πράξης.
Δεκαέξι κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη διαχωρίσει την ανθρωποκτονία από τη «γυναικοκτονία» στο πρότυπο των όρων πατροκτονία, αδελφοκτονία κ.λπ. Καθώς οι κοινωνίες και οι ανάγκες τους αλλάζουν και μετασχηματίζονται, οι νόμοι θα πρέπει να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Η αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» από το ποινικό δίκαιο της χώρας μας ευελπιστούμε να βοηθήσει στην ανάδειξη ενός ταχύτατα αυξανόμενου κοινωνικού προβλήματος και να βάλει τέλος στην κοινωνική ανοχή όσων ασκούν έμφυλη βία. Οι γνωρίζοντες τη Νομική επιστήμη, συναινούν στην άποψη πως η ποινική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» (που συνδέεται με τα κίνητρα του δράστη), θα αλλάξει σημαντικά και τη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής.