Συνέβη στις αρχές του 1940, δηλαδή πριν 83 χρόνια. Η διαφορά με την πρόσφατη καταστροφική πλημμύρα στη Θεσσαλία έγκειται στο γεγονός ότι αυτή έπληξε τα χωριά του κάμπου, αφήνοντας αλώβητη την πόλη της Καρδίτσας. Αντιθέτως, εκείνη του 1940 έπληξε κυρίως την περιοχή της Καρδίτσας.
Η πλημμύρα του 1940 ήταν το αποτέλεσμα των εξαιρετικά υψηλών χιονοπτώσεων στα ορεινά του Νομού Καρδίτσας. Εκείνη τη χρονιά του ασυνήθιστου αυτού χιονιά υπήρξα θύμα ο ίδιος. Δεν είχα ακόμη κλείσει τα δώδεκα και φοιτούσα στο Γυμνάσιο Καρδίτσας. Ανέβηκα στη γενέτειρα Καστανιά Αγράφων για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Άρχισε να χιονίζει εντατικά λίγο πριν από τα Χριστούγεννα και γρήγορα το χιόνι έφτασε στο ύψος των δύο μέτρων. Άρχισαν τα μαθήματα κι εγώ βρέθηκα αποκλεισμένος επειδή ο δρόμος δεν ήταν βατός ούτε με τα μουλάρια.
Έτσι, πέρασαν δύο εβδομάδες υποχρεωτικής αποχής από τα μαθήματα. Τότε μόνο η οικογένειά μου επέτρεψε να επιχειρήσω την ηρωική μου έξοδο. Είχαμε πληροφορίες ότι ο δρόμος ήταν βατός για τα μουλάρια από το Ζωγλόπι (σημερινή Ραχούλα) προς την Καρδίτσα. Έπρεπε, λοιπόν, να φθάσω με τα πόδια στο Ζωγλόπι, απόσταση καθόλου αμελητέα, σε δύσβατο τοπίο. Με συνόδευσε ο υπάλληλος του μαγαζιού μας Ζαχαρίας Χαβδούλας. Για να μη βυθιζόμαστε στο χιόνι, φορέσαμε κάτω από τα παπούτσια «κλάπες». Ήταν ένα ξύλινο πλέγμα που εμπόδιζε αρκετά το βύθισμα στο χιόνι.
Φθάσαμε κατάκοποι στο Ζωγλόπι και φιλοξενηθήκαμε για κάμποση ώρα στο σπίτι της Αρετής Γριμπογιάννη που ήταν η δασκάλα μου στο Δημοτικό. Αφού ξεκουραστήκαμε και γευτήκαμε το νοστιμότατο λουκάνικο που μας προσέφερε η Αρετή, ξεκίνησα για Καρδίτσα καβάλα σ’ ένα γερό μουλάρι. Ο Ζαχαρίας επέστρεψε στην Καστανιά.
Όταν άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια, συνέβη η καταστροφική πλημμύρα, διότι έσπασαν τα αναχώματα στο ποτάμι Καράμπελη. Ήμουν φιλοξενούμενος στην οικογένεια του Γιάννη Γιοβάννη, που ήταν παντρεμένος με τη μικρότερη αδερφή της μητέρας μου Φωτεινή. Είχαν δύο μικρά παιδιά, την Πατρούλα και τον Τόμη. Το σπίτι τους, όπως τα περισσότερα σπίτια της Καρδίτσας τότε, ήταν κτισμένο με «πλιθιά» (πλίνθους). Μέχρι κάποιο ύψος, πάνω από το έδαφος είχε λιθοδομή. Όταν το ύψος του νερού ξεπέρασε τη λιθοδομή, υπήρχε κίνδυνος να «μουλιάσουν» τα πλιθιά και να επηρεαστεί άμεσα η στατική του σπιτιού. Αποφασίστηκε, λοιπόν, η εγκατάλειψη του σπιτιού. Απέναντι, υπήρχαν δημόσια κτίρια στέρεα και ασφαλή. Μας μετέφερε εκεί ο θείος Γιάννης στους ώμους του, διασχίζοντας έναν φαρδύ δρόμο που είχε μεταβληθεί σε ορμητικό ποτάμι. Από το κτίριο αυτό παρατηρούσαμε τα πλινθόκτιστα σπίτια που γκρεμίζονταν και τα έπιπλά τους να ταξιδεύουν πάνω στους δρόμους που είχαν μεταβληθεί σε ποτάμια.
Δεν θυμάμαι πόσο μείναμε στο καταφύγιό μας. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι η πενταμελής οικογένειά μας βολεύτηκε στο ασφαλές διώροφο σπίτι του Αριστείδη Λέμα, μαζί με την επταμελή οικογένειά του. Ο Αριστείδης Λέμας ήταν ο σύζυγος της άλλης αδερφής της μητέρας μου, της αλησμόνητης Χρυσούλας. Εκεί παραμείναμε μέχρι τον Μάιο του 1941, όταν επιστρέψαμε στο πλημμυροπαθές σπίτι, αφού είχαν γίνει οι απαραίτητες επισκευές.
Από τον Άγγελο Ζαχαρόπουλο,
επίτιμο διευθυντή Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επίτιμο διδάκτορα Γεωπονικού Πανεπιστημίου,
πρ. γενικό διευθυντή Υπουργείου
Γεωργίας – μέλος της Κεντρικής
Επιτροπής Διαπραγματεύσεων για
την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ.