Του Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, Θεολόγου
Καθώς γιορτάζουμε το έπος του ΄40, αναλογιζόμαστε το παράτολμο θάρρος της χώρας μας να προβάλει σθεναρή αντίσταση στις δυνάμεις του Άξονα. Της Ιταλίας αρχικά και κατόπιν της Γερμανίας, που ήλθε συνεπίκουρός της. Δυνάμεις, στις οποίες υπέκυπταν ευρωπαϊκά κράτη-κολοσσοί! Κράτη, πολυανθρωπότερα της Ελλάδος και με οικονομικοστρατιωτική δύναμη και υπεροχή. Άνοιγαν αμέσως τις πύλες τους και άφηναν να περάσουν μέσα τους τα εχθρικά στρατεύματα.
Αναθυμόμαστε και τιμούμε τον απαράμιλλο ηρωισμό των στρατιωτών μας, που κινούσαν για τη μάχη «με το χαμόγελο στα χείλη» και εθνικά πυρωμένη την καρδιά τους. Και πολεμούσαν, παρά την πείνα, τις στερήσεις, τις κακουχίες πάνω στα βορειοηπειρωτικά βουνά. Απέσπασαν τις ευχαριστίες των συμμάχων και τον θαυμασμό των εχθρών, που ομολόγησαν πως απ' όλους τους αντιπάλους ο Έλληνας στρατιώτης υπήρξε ο πιο δύσκολος.
Τις μέρες αυτές έρχονται στο νου μνήμες των παιδικών μας χρόνων και των μετέπειτα, που σχετίζονται με τον εορτασμό τότε του έπους του ΄40. Ήταν νωπά τότε τα γεγονότα και οι ειδήσεις για τον ηρωισμό των στρατιωτών μας, που άφησαν τα κόκκαλα τους στα βορειοηπειρωτικά βουνά. Πολλοί δε ήταν οι τραυματίες του μετώπου, που είχαν επιζήσει και τιμούσαν το έπος με τη συμμετοχή τους στα τελούμενα μνημόσυνα και στις παρελάσεις. Αναριγούσαν στο άκουσμα του εθνικού μας ύμνου και στη θέα της γαλανόλευκης, που κυμάτιζε στις πόλεις και στην ύπαιθρο, σε οικίες και καταστήματα, στις εκκλησίες, παντού. Ιδιαίτερης τιμής αντικείμενο ήταν οι πολεμικές σημαίες Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας. Οι παρελάσεις δεν ματαιώνονταν ό,τι καιρός κι αν ήταν, όσο κι αν έβρεχε. Και η έπαρση και υποστολή της σημαίας ήταν, θα λέγαμε, μια τελετουργία.
Όλα αυτά συνέχισαν και συνεχίζουν να τελούνται ως τις μέρες μας παραδοσιακά. Αλλά τότε είχαν ένα ιδιαίτερο χρώμα και νόημα. Αναριγούσε κανείς στη θέα της γαλανόλευκης και της ανάκρουσης του εθνικού μας ύμνου. Ήταν αδιανόητο και εθεωρείτο μεγάλη ασέβεια, κολάσιμη από όλους, να κάθεται ή να συνομιλεί κανείς την ώρα έπαρσης και υποστολής της σημαίας. Έπρεπε να παραμένει όρθιος, σε στάση προσοχής και αμίλητος.
Ποια ευαισθησία διακατείχε τότε τους ανθρώπους, δηλώνει εύγλωττα το ακόλουθο γεγονός. Μαρτυρείται από ναύαρχο σε αποστρατεία σήμερα, τότε όμως νεαρό αξιωματικό, και από τους πρωτεργάτες του γεγονότος. Το περιστατικό δημοσίευσε ο Θ.Ι.Δ. στο περιοδικό της Καλαμάτας «Σύνδεσμος»
«Ήταν, γράφει, τέλη Μαΐου του 1958. Ηλιοβασίλεμα στην πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα. Η γαλανόλευκη κυματίζει στο κτίριο που εστεγάζετο τότε το Υπουργείο Ναυτικών, στο οποίο και σήμερα ακόμη στεγάζονται Υπηρεσίες του Πολεμικού μας Ναυτικού. Μικρό άγημα ναυτών πάνω στο δώμα του κτιρίου έτοιμο να αποδώσει τιμές. Ο σαλπιγκτής δίνει το σύνθημα. Η καθιερωμένη υποστολή της Σημαίας λόγω της επερχόμενης νύχτας. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στην πλατείας και οι περαστικοί από αυτή, στέκονται σε στάση προσοχής. Αποδίδουν την πρέπουσα τιμή στο ιερό μας σύμβολο, την γαλανόλευκη Σημαία μας με τον Σταυρό. Εκεί και ο νεαρός ανθυποπλοίαρχος. Χαιρετά στρατιωτικά, αλλά καθώς η ματιά του λοξεύει, η ψυχή του ταράσσεται για ό,τι βλέπει. Τελειώνει η τελετή της υποστολής και οι διαβάτες συνεχίζουν ο καθένας για τον προορισμό του. Ο νεαρός αξιωματικός έξαλλος κατευθύνεται προς το μέρος ενός γεροδεμένου πλανόδιου «στιλβωτού υποδημάτων», ενός «λούστρου», αλλά μόνον κατά το επάγγελμα, όπως αποδείχθηκε. «Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος να τιμήσεις τη Σημαία μας; Δεν ντρέπεσαι;». Ο άνθρωπος μας γίνεται κατακόκκινος στο πρόσωπο. Τρέμει. Του 'ρχεται να φωνάξει. Τελικά όμως συγκρατείται. Σκύβει το κεφάλι, γεμίζουν τα μάτια του δάκρυα και στη συνέχεια ξεσπάει σε λυγμούς. Ηρεμεί όμως, σφουγγίζει τα δάκρυά του και με όλη την δύναμη των δυνατών χεριών του –αυτά ήταν γερά- σπρώχνει μακριά το κασελάκι της δουλειάς του που υπήρχε μπροστά του και φωνάζει δυνατά: «Πώς να σηκωθώ κύριε; Της τα χάρισα και τα δύο στη μάχη». Φάνηκαν τα δύο του πόδια κομμένα πάνω από γόνατα. Ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσμος γύρω κλαίει και χειροκροτεί. Περισσότερο όμως από όλους κλαίει ο νεαρός ανθυποπλοίαρχος. Σκύβει, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί και στην συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα, φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλικίου και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει «τας κεκανονισμένας τιμάς», που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στην Σημαία μας, γιατί της τα χάρισε και τα δύο στα Βορειοηπειρωτικά βουνά, για να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές αποσχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από ένα ήρωα του Αλβανικού Μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή».
Το παραπάνω περιστατικό –αληθινή ιστορία, που μαρτυρείται από έναν από τους πρωτεργάτες του, φανερώνει, σε σχετισμό με όσα συμβαίνουν σήμερα, σε ποιο σημείο έκπτωσης των αξιών φτάσαμε σήμερα. Γιατί υπάρχουν, δυστυχώς, Έλληνες, που δεν είναι φιλέλληνες και νέοι, ευτυχώς λίγοι, που δηλώνουν ανερυθρίαστα: «Δεν καμαρώνω για την ελληνική μου ταυτότητα. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να παρακολουθήσω την παρέλαση;»!
Δεν ευθύνονται βέβαια τα παιδιά γι' αυτές τις αθλιότητες. Εμείς οι μεγάλοι ευθυνόμαστε γι' αυτό το κατάντημά τους. Εμείς με τις τάχα προοδευτικές ιδέες, τα διεθνιστικά συνθήματα, την υποβάθμιση των εθνικών και ηθικοθρησκευτικών αξιών και την απαξίωση της έννοιας της πατρίδος. Εμείς, που φτάσαμε να θεωρούμε ρατσιστή όποιον ζητάει να ελέγχει το κράτος πότε και ποιος μπαίνει στη χώρα μας και τι κάνει κατά το διάστημα παραμονής του σ' αυτή. Εύστοχα παρατηρήθηκε ότι, όπως πάμε, σε λίγο θα φτάσουμε να ντρεπόμαστε να δηλώνουμε μέσα στη χώρα μας ότι είμαστε Έλληνες. Ο Θεός να φυλάξει να μην φτάσουμε ποτέ σ' αυτό το κατάντημα.