Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
«...Τώρα εδώ που τα λέμε τι θέλω εδώ εγώ;
Πού πάω και μπλέκομαι στα καλά καθούμενα; Και ποιοι είναι όλοι αυτοί και γιατί φωνάζουν; Και τι είναι αυτά που κρατάνε στα χέρια; Να πάρει! Τα βλέπω και όλα ασπρόμαυρα και δεν μπορώ να καταλάβω «ποιοι» είναι «ποιοι». Και φωνάζουν. Πολύ φωνάζουν. Και έχω και ευαίσθητη ακοή και με ενοχλούν. Άσε που άμα γαβγίζω δεν ακούγομαι όπως θα έπρεπε και ξελαρυγγιάζομαι. Νάτο, βράχνιασα! Τι θέλω και ανακατεύομαι; Να πεις ότι μου ρίχνουν κανένα κόκαλο; Μπα τίποτα! Έχω προ πολλού πάψει να περιμένω. Τούτοι δω όταν μαζεύονται δεν πετάνε κόκαλα. Το πολύ-πολύ να πετάξουν τίποτα πέτρες, αλλά οι πέτρες δεν τρώγονται. Και δεν τρώγονται και οι απέναντι, αυτοί που φοράνε κάτι περίεργα πράγματα, τι είναι αυτά; Και συναντιούνται οι από εδώ με τους απέναντι και αρχίζει να πέφτει ξύλο και βρίσκομαι εγώ στη μέση. Καλά, η αλήθεια είναι ότι όταν γίνεται έτσι η φάση, έχει πλάκα. Τα λέω και στη σκυλοπαρέα. Τους λέω «ελάτε μάγκες να κάνουμε χαβά» αλλά βαριούνται. Όταν πλακώνονται όλοι μεταξύ τους και γίνεται σαματάς, τη βρίσκω, τι να λέμε; Γυρίζω δεξιά κι αριστερά, γαβγίζω, τρέχω και άμα λάχει κυνηγάω και την ουρά μου, γιατί δεν μου δίνει και κανείς σημασία μέσα στον χαμό, αλλά έχει πλάκα.
Εκείνα που δεν αντέχω είναι τα δακρυγόνα. Πω, πω! Χάλια γίνομαι. Τρέχουν τα μάτια μου, και δεν ξέρω τι να κάνω. Γλείφω βέβαια την πατούσα μου και την περνάω πάνω από τα μάτια, αλλά τι να σου κάνει; Δεν φθάνει.
Μέχρι να βρω καμιά γούβα με νερό, κάνα σιντριβάνι, να χώσω μέσω την κεφάλα μου κλαίω με μαύρο δάκρυ. Βέβαια τώρα από τα πολλά που έχω φάει τα έχω συνηθίσει και μόλις πάρω χαμπάρι ότι πέφτει δακρυγόνο, εξαφανίζομαι. Αλλά, καμιά φορά, και πάλι, δεν προλαβαίνω.
Τέλος πάντων, τι να κάνεις; Μέσα στο παιχνίδι είναι και αυτό.
Το έχω συνηθίσει.
Τι θέλω εγώ εδώ;
Ε τι να θέλω; Πρέπει να το ομολογήσω. Μου αρέσει! Μου αρέσει όλη αυτή η φασαρία, όλος αυτός ο κόσμος. Πολλοί σκύβουν και με χαϊδεύουν. Με πειράζει μόνον που έχουν μία μανία να μου τραβάνε τα αυτιά ή να μου τα... τσαλακώνουν όταν με χαϊδεύουν, αλλά τι να πεις; Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι στα καλά τους, το έχω πλέον συνηθίσει. Εκεί που σε χαϊδεύουν, εκεί μπορεί να σου ρίξουν και καμιά κλωτσιά στα καλά καθούμενα. Είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι, πάει και τελείωσε. Και όλο αυτό το κυνηγητό στου δρόμους, να τρέχουν αυτοί να τους κυνηγάνε οι άλλοι και να τρέχω κι εγώ από πίσω γαβγίζοντας... Α, είναι τέλεια! Καλύτερα και από όταν θυμάμαι που έχω θάψει το κόκαλό μου και πάω να το ξεθάψω. Άσε που, όπως περνάω μπροστά από περίπτερα- την άλλη μέρα- με βλέπω μπροστά-μπροστά στις φωτογραφίες! Πρώτος εγώ και μετά όλοι οι άλλοι! Την πρώτη φορά που με είδα δεν με γνώρισα. Δεν βλέπω και καλά, δεν ήμουν σίγουρος. Αλλά μετά ήρθε ένα τύπος και μου κόλλησε την εφημερίδα στη μουσούδα και μου είπε: «Είδες «Λουκάνικε» πρώτη μούρη στην εφημερίδα είσαι. Ούτε διαδηλωτές, ούτε αστυνομικοί. Εσύ είσαι πρώτη μούρη». Καλά ε; Φούσκωσα από περηφάνια! Ουρά και αυτιά σηκώθηκαν στον ουρανό. Όλη τη μέρα έτσι γύριζα στους δρόμους, καμαρωτός-καμαρωτός, λες και έκανα παρέλαση. Αλήθεια τώρα που το σκέφτηκα... πώς και δεν έχω παρελάσει ακόμη;
Αυτό πάλι; Γιατί με φωνάζουν «Λουκάνικο»;
Τι είδους όνομα είναι αυτό; Εγώ ξέρω ότι τα λουκάνικα είναι η αγαπημένη μου λιχουδιά. Και αφού από ότι φαίνεται το ξέρουν και οι άλλοι, γιατί αντί να με φωνάζουν «Λουκάνικο», δεν μου δίνουν κανένα λουκάνικο, να το βάλω κάτω να του αλλάξω τα φώτα; Ακούς εκεί «Λουκάνικος»! Χάθηκαν τόσα ωραία ονόματα; Έκτωρ, Βίκτωρ, άντε και Αζόρ! Άντε και Παντελής που λέει ο λόγος. Όχι «Λουκάνικος»! Αλλά δεν φταίει κανείς, φταίω εγώ που όταν με φωνάζουν έτσι, γυρίζω. Από δω και πέρα δεν πρέπει να γυρίζω, πάει και τελείωσε! Για να καταλάβουν ότι δεν μου αρέσει και να μου δώσουν ένα καθώς πρέπει όνομα. Στο κάτω-κάτω είμαι και μία φίρμα πια, έχω το δικαίωμα να έχω ένα όνομα πιο καλλιτεχνικό.
Πω, πω, βαρέθηκα!
Κουράστηκα. Πολύ περπάτημα. Πολύ γάβγισμα. Τέλειωσε η πορεία και σήμερα, με πήρανε και κάτι δακρυγόνα ξώφαλτσα, έπεσα και πάνω στη σκυλοπαρέα μετά μέχρι να τα πούμε... Έχω κυαλάρει και εκείνη την ωραία γκομενίτσα με τη φουντωτή ουρά κι εκείνη την κανελί χωρίστρα ανάμεσα στα μάτια που με τρελαίνει, αλλά δεν λέει να μου κάτσει με τίποτα το μωρό. Τι τσαλίμια της κάνω, τι φίρμα το παίζω, με κοιτάζει αδιάφορα, και φεύγει κουνώντας με καμάρι την ουρά της. Με στέλνει αυτό το θηλυκό. Πού θα πάει όμως; Θα μου κάτσει! Προς το παρόν πάω να την πέσω, να ξεραθώ, να μου ρίξω και ένα γλείψιμο να είμαι φρέσκος γιατί αύριο, πάλι διαδήλωση έχω. Αμάν πια και αυτοί οι άνθρωποι συνέχεια διαδηλώσεις! Δεν προλαβαίνω»!
...Και κάπως έτσι ο Λουκάνικος μία μέρα δεν σηκώθηκε και ανελήφθη στους ουρανούς.
Ο σκύλος, «σήμα κατατεθέν» των διαδηλώσεων που πέθανε την άνοιξη αλλά ο θάνατός του έγινε ευρέως γνωστός πριν κάνα μήνα και έγινε «είδηση» ανά τον κόσμο. Και την εβδομάδα που πέρασε έγινε και «γκράφιτι» σε τοίχο στου Ψυρρή που το ακολουθούν οι φράσεις: «Τα δακρυγόνα μαζί τα φάγαμε» και «All Dogs Go to Heaven» («Όλοι οι σκύλοι πάνε στον παράδεισο»).
...Τώρα γιατί ένας σκύλος πρωτοστατούσε στις διαδηλώσεις και έγινε «σύμβολο» εγχωρίως με διεθνείς προεκτάσεις; Ίσως γιατί η αθωότητα που λείπει από τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις, τους βανδαλισμούς, η αθωότητα που λείπει από την καθημερινότητα βρήκε την έκφρασή της στη μουσούδα του. Και ίσως γιατί, τελικά αυτό είναι που έχουμε ανάγκη.