Ύστερα από τον χρυσό αφρό ακούγεται αγαπημένος αντίλαλος. «Εδώ είμαι και σ΄ αγαπώ». Η όμορφη φωνή σου αγγίζει την επιφάνεια της θάλασσας κι η επιφάνεια σγουραίνει λες και δακτυλιδάκια αφρού κυλούν στο λαμπερό γαλανό σε μια θάλασσα που συγκινήθηκε. Ίδια δακτυλιδάκια με τα μαλλάκια της Εύας. Ίδια με τα μαλλάκια του Αχιλλέα, όταν ήταν σαν την Εύα.
Τα ματάκια της μικρής Εύας, που είναι ακριβώς ίδια με τα μάτια του Αχιλλέα – «φουντουκί μάτια, έχω μαμά», μου έλεγε ο Αχιλλέας – έψαχνε να τον δει. Τα μικρά φουντουκί μάτια της μικρής Εύας που έχουν μια σπίθα πράσινο από τα μάτια της γιαγιάς, δεν βλέπουν τον Αχιλλέα και λες κι έχουν ένα παράπονο.
- Πού ’ναι; ρωτάει. Κρατάω την πορτοκαλί μπλούζα του Αχιλλέα που φόραγε στη θάλασσα. Αναρωτιέμαι γιατί μου ‘ρχεται να της πω ότι περιμένω να ‘ρθεί να τη φορέσει. Η μικρή Εύα με κοιτάει. Δεν πρέπει να με δει να κλαίω, αφού δεν θέλει ο Αχιλλέας να στεναχωρώ την κόρη του.
- Ο μπαμπάς θα ‘ρχεται στα όνειρά σου, θέλω να της πω.
- Αλλά ο Αχιλλέας δεν ζει μόνο στα όνειρα, θα ‘θελα να της πω μετά. Είναι συνέχεια δίπλα σου. Δε λέω τίποτε. Την αγκαλιάζω μόνο και νιώθω την καρδούλα του Αχιλλέα να χτυπά στην αγκαλιά μου. Κοιτώ μια κόκκινη μηχανή που περνά. Είναι σαν τη μηχανή του Αχιλλέα. Μ’ αυτήν πήγαινε στην εργασία του στα Δικαστήρια. Την ακούει ο Έκτορας, το αγαπημένο σκυλάκι του Αχιλλέα κι αρχίζει να γαυγίζει. Περιμένει κι αυτό τον Αχιλλέα.
Αν έπαιρνα από το χεράκι την Εύα θα την πήγαινα στα Δικαστήρια της Λάρισας, όπου δούλευε ο Αχιλλέας. Θα κοιτούσα και πάλι στον τρίτο όροφο να δω τον Αχιλλέα, να τον χαιρετήσω και να μου χαμογελάσει. Θα της έλεγα:
- Από εδώ σε κοιτάει ο Μπαμπάς. Κοίτα σε χαιρετάει. Πάλι δεν είπα τίποτε. Μια πεταλούδα πλησιάζει την Εύα και σχεδόν της αγγίζει το μάγουλο. Είναι ο Αχιλλέας, που της στέλνει φιλιά. Η Εύα κάνει ν’ αγγίξει την πεταλούδα. Κι η πεταλούδα κάθεται λες και περιμένει το χεράκι της Εύας να τη χαϊδέψει. Ναι, ο Αχιλλέας φόρεσε την πορτοκαλί μπλούζα, που είχα στα χέρια μου και τα καινούργια γυαλιά του με τους μπλε καθρέφτες κι άνοιξε την αγκαλιά του.
- Εδώ είμαι, σα να λέει της Εύας κι η μικρή βάζει σε σειρά τις καρέκλες και λέει: «Εδώ ο μπαμπάς». Ακούγεται το σύρσιμο της καρέκλας. Ο Αχιλλέας πήγε να παίξει με την κόρη του.