Μετά το 1940, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Τη δεκαετία 1940 – 1950, η Καστανιά την πλήρωσε με πολύ αίμα: Πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος.
Οι επόμενες δεκαετίες οδήγησαν στην ερήμωσή της. Το χωριό δεν λειτουργεί πλέον ως οικονομική και κοινωνική μονάδα. Τα χωράφια και τα αμπέλια έχουν προ πολλού εγκαταλειφθεί. Το σχολείο έχει κλείσει πριν πολλές δεκαετίες επειδή δεν υπάρχουν παιδιά. Έχει διακοπεί ο φυσικός ρυθμός της ζωής: Η διαδοχή των εποχών δεν συμβαδίζει πλέον με τον ρυθμό της ζωής και του θανάτου, αφού τα χαρούμενα συμβάντα -γάμοι, γεννήσεις, βαφτίσια- δεν υπάρχουν, ώστε να αντισταθμίζουν τη θλίψη των νεκρώσιμων τελετών.
Είχα την τύχη να ζήσω την ειρηνική δεκαετία 1930 ως μαθητής του Δημοτικού Σχολείου το οποίο τότε λειτουργούσε με 150 παιδιά.
Οι εικόνες της τρυφερής παιδικής ηλικίας που έχουν αποτυπωθεί κατά την περίοδο αυτήν παραμένουν ανεξίτηλες. Έσφυζε, τότε, η Καστανιά από ζωή. Βούιζαν οι λαγκαδιές και τα κορφοβούνια από τα τραγούδια των νέων ανδρών και γυναικών στον τρύγο, στον θέρο, στα πανηγύρια, στους γάμους και στις γιορτές. Οι Καστανιώτες δεν άφηναν ευκαιρία χωρίς τραγούδι και γλέντι.
Αποκορύφωμα των εκδηλώσεων αυτών ήταν οι τελετουργικοί χοροί του Πάσχα στην πλατεία του χωριού. Τριπλή σειρά χορευτών: Πρώτη η σειρά των νέων κοριτσιών και γυναικών. Δεύτερη των νέων ανύπαντρων ανδρών. Τρίτη των παντρεμένων και ηλικιωμένων ανδρών. Μουσικά όργανα δεν υπήρχαν. Χόρευαν τραγουδώντας. Άρχιζαν οι άνδρες και επαναλάμβαναν οι γυναίκες. Υπήρχε ένα πλούσιο ρεπερτόριο τραγουδιών. Παιδιά, εμείς διασκεδάζαμε τρέχοντας και παίζοντας ανάμεσα στις σειρές των χορευτών. Οι χοροί αυτοί, εκτός από τη διασκέδαση, απέβλεπαν και σε κάτι άλλο: Στο ζευγάρωμα που προέκυπτε για πολλούς νέους και νέες ως συνέπεια της μεταξύ τους οπτικής και ακουστικής επαφής. Εικόνες νοσταλγικές και αλησμόνητες, που, όμως, χάθηκαν για πάντα.
Οι γάμοι διαρκούσαν πολλές μέρες και περνούσαν από διάφορες φάσεις. Κάθε φάση συνοδευόταν από ειδικό τραγούδι. Οι νύφες ήταν συνήθως πολύ νέες κοπέλες και θλίβονταν επειδή θα εγκατέλειπαν την πατρική στέγη. Στις προκαταρκτικές φάσεις του γάμου (επίδειξη προικιών κ.λπ.) γινόταν αναφορά στο παράπονο αυτό των νέων κοριτσιών με τραγούδια που άρχιζαν όπως:
«Μια Παρασκευή κι ένα Σάββατο βράδυ μάνα μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίοντας, φεύγω παραπονιώντας». Και αφήνει παραγγελιά:
«Μάνα μου τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις»...
Πολύ έντονα έχει αποτυπωθεί στη μνήμη η εικόνα του συμπεθεριού που έρχονταν να παραλάβει τη νύφη από το σπίτι της και να την οδηγήσει στο σπίτι του γαμπρού:
Καβάλα σε άλογα στολισμένα με πολύχρωμα κελίμια, κατέφθαναν περήφανα. Μπροστά ο πιο λεβεντόκορμος κρατώντας το φλάμπουρο. Η όλη τους παρουσία έδινε την αίσθηση αποφασιστικότητας και δύναμης. Όμως, αυτοί οι λεβέντες, προκειμένου να κριθούν ικανοί για να τους παραδώσουν τη νύφη, έπρεπε να υποστούν ειδική δοκιμασία: Να αποδείξουν την ικανότητά τους στη σκοποβολή. Κρεμούσαν, λοιπόν, στην κορυφή ενός υψηλού δέντρου ένα μικρό πήλινο δοχείο, τη «λάινα», στο οποίο έβαζαν και μερικά κέρματα, καρύδια, κάστανα. Έπρεπε να το πετύχουν οι συμπέθεροι με πολεμικό όπλο. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι είχαν όπλα από τους πολέμους του 1912-13 και 1919-22. Κάποιος, βέβαια, πετύχαινε τον στόχο και, τότε, τους δίνονταν η άδεια να παραλάβουν τη νύφη και να την οδηγήσουν μέχρι το σπίτι του γαμπρού.
Μεσολαβούσε ανταλλαγή τραγουδιών. Άρχιζαν οι συμπέθεροι με τους υπέροχους στίχους:
«Ξύπνα μπιρμπιλωμάτα μου
Κι ήρθαν στη γειτονιά σου
Χρυσά πλεξούδια σού ‘φεραν
Να δέσεις τα μαλλιά σου».
Απαντούσαν από το μπαλκόνι της νύφης οι νέες κοπέλες, φίλες και συγγενείς της:
«Κι αν ήρθαν καλώς όρισαν
Και καλώς να κοπιάσουν
Βάλτους να φαν βάλτους να πιουν
Βάλτους και να πλαγιάσουν».
Ανταπαντούσαν οι συμπέθεροι:
«Δεν ήρθαμε για φάει για πιει
Ούτε και για σουμπόσια (συμπόσια)
Μας είπαν είναι όμορφη (η νύφη)
Είναι και μαυρομάτα».
Τότε παρέμβαιναν οι άντρες του κύκλου της νύφης κρατώντας κόφες (ξύλινα δοχεία) γεμάτες κρασί και κερνώντας τους συμπεθέρους. Αυτοί έστηναν χορό μπροστά στο σπίτι της νύφης, περιμένοντάς τη να κατέβει για να την οδηγήσουν στο σπίτι του γαμπρού. Το ξεκίνημα από το σπίτι της νύφης συνοδευόταν από ένα συνταρακτικό τραγούδι. Ήταν μια ιαχή θριάμβου που άρχιζε με το δίστιχο:
«Την πήραμε την πέρδικα
Που περπατεί λεβέντικα...»
Στον πρώτο στίχο, οι μουσικοί φθόγγοι ανέβαιναν στις υψηλότερες βαθμίδες της μουσικής κλίμακας. Το θριαμβευτικό αυτό τραγούδι ηχεί ακόμη στ’ αυτιά μου. Όταν πλησίαζαν στο σπίτι του γαμπρού, καλούσαν τη μάνα του να βγει να υποδεχτεί τη νύφη με ένα τραγούδι, του οποίου οι στίχοι και η μουσική εξέφραζαν στοργή και τρυφερότητα. Άρχιζε με τους στίχους:
«Έβγα μανούλα του γαμπρού
Και πεθερά της νύφης
Να δεις τη νύφη πού ‘ρχεται
Μεσ’ τα φλουριά ντυμένη...
Έβγαινε η μάνα του γαμπρού με ένα βάζο γλυκό και κέρναγε τη νύφη, καθώς εκείνη διάβαινε το κατώφλι μπαίνοντας στο καινούργιο σπιτικό της, αφού πατούσε ένα σιδερένιο αντικείμενο, συνήθως πυροστιά. Ολόκληρη τη νύχτα της Κυριακής προς τη Δευτέρα, οι άνδρες έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν τα «καθιστικά» τραγούδια. Μερικά από αυτά ήταν ιδιαίτερα χιουμοριστικά και σκωπτικά.
Το κορυφαίο τραγούδι, με το οποίο έκλεινε η όλη τελετή, αναφερόταν διακριτικά στην πρώτη νύχτα του γάμου και ανταποκρινόταν στο πανίσχυρο ένστικτο της διαιώνισης του είδους. Έχω τη γνώμη ότι είναι το πιο τρυφερό ερωτικό τραγούδι που ακούστηκε ποτέ, τόσο ως προς τους στίχους όσο και ως προς τη μουσική:
«Τώρα τα πουλιά
Τώρα τα χελιδόνια
Τώρα οι πέρδικες
Γλυκολαλούν και λένε
Ξύπνα ταίρι μου
Ξύπνα γλυκιά μου αγάπη
Ξύπνα αγκάλιασε
Κορμί κυπαρισένιο
Κι άσπρονε λαιμό...»
Δεν γνωρίζω αν κάποιος επαγγελματίας ασχολήθηκε με την καταγραφή της τελετουργίας του γάμου και με τη μαγνητοφώνηση των υπέροχων αυτών τραγουδιών, ώστε να αποθανατιστεί αυτός ο λαογραφικός πλούτος.