Η λέξη όλο και περισσότερο ακούγεται στα κέντρα λήψης των παγκόσμιων αποφάσεων τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Από τον Λευκό Οίκο, το βρετανικό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τους διεθνείς επενδυτικούς οίκους. Μάλιστα, η έκθεση του ΔΝΤ για την Ευρωζώνη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τα μέσα του 2022 μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2023, τα κέρδη των επιχειρήσεων ήταν αυξημένα κατά 2% σε σχέση με την περίοδο πριν από την αύξηση του πληθωρισμού, ενώ οι μισθοί ήταν περίπου 1,5% χαμηλότεροι από ό,τι πριν την κρίση. Τούτο ενώ η γενική τάση, σύμφωνα με το Ταμείο, είναι ότι σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού συμπιέζονται και οι μισθοί, αλλά και τα επιχειρηματικά κέρδη.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής των Ελλήνων. Μολονότι η εκτίμησή του για το 2024 είναι αρκετά αισιόδοξη (προβλέπει μείωση του πληθωρισμού στο 2,3%, ήτοι στο ήμισυ της αντίστοιχης πρόβλεψης για το 2023) «δείχνει» ως υπαίτιες της ακρίβειας τις επιχειρήσεις. Όχι δεν μιλάμε για ανακοίνωση του ΚΚΕ ή ισχυρισμούς αριστερών οικονομολόγων, αλλά για επίσημες θέσεις είτε κρατικών οργάνων είτε φορέων του παγκόσμιου καπιταλισμού. Όλοι θυμήθηκαν ότι ο πληθωρισμός έχει αναδιανεμητικές επιπτώσεις δηλαδή, βελτιώνει τη θέση κάποιων, επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων άλλων. Εν προκειμένω, επιδεινώνει τη θέση των εργαζομένων και δη των χαμηλόμισθων και βελτιώνει τη θέση των επιχειρήσεων που, αντί να περιορίσουν τα περιθώρια κέρδους τους, τα αυξάνουν εν μέσω ανατιμήσεων. Περίπου το ίδιο λένε και τα στοιχεία της Eurostat, που έδειξαν ότι στην τριετία 2019-2022 στην Ελλάδα τα κέρδη αυξήθηκαν κατά 17% και οι μισθοί μόλις κατά 2%.
Εφόσον το λένε όλοι, έτσι θα πρέπει να είναι… Μήπως, όμως, αυτή η παράδοξη σύμπτωση απόψεων κρύβει κάτι διαφορετικό; Μήπως οι συμμετέχοντας στα κέντρα λήψης των αποφάσεων αντιλαμβάνονται τη λάθος πολιτική που χάραξαν τα τελευταία χρόνια, στον τομέα της οικονομίας; Μήπως κατανοούν ότι η διαρκής αύξηση των επιτοκίων όχι μόνον δεν «τιθάσευσε» τον πληθωρισμό -όπως διαβεβαίωνε η διεθνής «οικονομική ιντελιγκέντσια»-, αλλά αντιθέτως υπονομεύει την οικονομία μέσω της αύξησης του χρηματοδοτικού κόστους, επιβαρύνοντας ταυτόχρονα υπέρμετρα νοικοκυριά και επιχειρήσεις; Πόσο δύσκολο ήταν να αντιληφθούν ότι το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης θα ενσωματώνονταν στις τελικές τιμές καταναλωτή; Για ποιον λόγο οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να περιορίσουν το ποσοστό κερδοφορίας τους; Υπάρχει κάποιο υπόδειγμα, όπου μπορεί μια κρατική αρχή, σε παγκόσμιο επίπεδο να ορίσει το ποσοστό κερδοφορίας μιας επιχείρησης; Προφανώς και δεν υπάρχει. Αντιθέτως, υπάρχει ένας βασικός κανόνας. Αυτός της προσφοράς και της ζήτησης. Κατ’ επανάληψη έχουμε υποστηρίξει στην αρθρογραφία μας ότι «o πληθωρισμός που αντιμετωπίζουμε -σε παγκόσμια κλίμακα- ουδεμία σχέση έχει με τη «ζήτηση». Τούτη παραμένει σταθερή. Αντιθέτως, η «προσφορά» είναι το πρόβλημα, καθώς τόσο λόγω της πανδημικής κρίσης όσο και του ρωσοοουκρανικού πολέμου δεν έχει αποκατασταθεί η ομαλότητα στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ούτε πρόκειται να ομαλοποιηθεί με την αύξηση του κόστους του χρήματος. Αντιθέτως, οι επιλογές των κεντρικών τραπεζών θα οδηγήσουν σε νέα γενιά κόκκινων δανείων - τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική- καθώς εκτροχιάζονται οι προϋπολογισμοί επιχειρήσεων και νοικοκυριών».
Οι επαΐοντες ας κοιταχθούν στον καθρέφτη. Δεν φταίνε όσοι επιθυμούν να διατηρούν τα εύλογα περιθώρια κέρδους τους. Αντιθέτως, ευθύνονται εκείνοι που αντί να διοχετεύσουν όλη τη δημιουργική τους ορμή στην ομαλοποίηση της «προσφοράς» αρκέστηκαν στην εύκολη λύση της αύξησης των επιτοκίων. Το σύνηθες «κυνήγι μαγισσών» δεν θα τους σώσει…