Βλέπουμε, ακούμε και διαβάζουμε καθημερινά τις φοβερές και τρομαχτικές ανθρώπινες ιστορίες, που μας κάνουν να δακρύζουμε ή και να νιώθουμε οργή για όλα όσα συμβαίνουν κυριολεκτικά έξω από την πόρτα των σπιτιών μας.
Κάθε ιστορία μπορεί συχνά να φαίνεται πως μοιάζει με όλες τις άλλες... Ίδιες χώρες προέλευσης, ίδιοι φόβοι, ανάλογες αγωνίες και κίνδυνοι. Και φυσικά ίδια, λίγο-πολύ όνειρα. Κι όμως, το κάθε ταξίδι και ο κάθε ταξιδιώτης είναι μια διαφορετική περίπτωση. Μια άλλη ζωή, μια άλλη περιπέτεια.
Μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση, εκτός από τα παιδιά και τους ηλικιωμένους που κερδίζουν τα βλέμματα και τη συμπάθεια, είναι τα άτομα με αναπηρίες που δεν μπορεί παρά τα θαυμάσει κανείς για το θάρρος και το σθένος, το πείσμα και την αγάπη τους για τη ζωή. Πρωταγωνιστές σε αυτήν την περιπέτεια ζωής είναι κι ο Alan Mohammad, 30 ετών, και η 28χρονη αδελφή του Gyan, που θέλοντας να ξεφύγουν από το Ισλαμικό Κράτος εγκατέλειψαν τη Συρία και κατάφεραν, μέσα από δυσκολίες που συχνά φάνταζαν ανυπέρβλητες, να φθάσουν σε έναν καταυλισμό προσφύγων στην Ελλάδα.
Τελικά επέλεξαν να διασχίσουν τα σύνορα Συρίας – Ιράκ και όταν οι «διώχτες» τους κυνήγησαν στα ιρακινά εδάφη, διέσχισαν τα βουνά και πέρασαν στην Τουρκία δεμένοι πάνω σε άλογα. Η μητέρα και τα άλλα δύο αδέρφια τους, τους ακολουθούσαν, σπρώχνοντας τα αναπηρικά καροτσάκια τους.
Στην Τουρκία πλήρωσαν διακινητές για να εξασφαλίσουν θέσεις σε μια βάρκα που είχαν επιβιβαστεί πολλοί περισσότεροι επιβάτες από το επιτρεπτό για την ασφάλειά τους όριο. Μετά από ένα τρομακτικό ταξίδι κατάφεραν να φθάσουν στη Χίο και από εκεί μεταφέρθηκαν στη Ριτσώνα και στον καταυλισμό προσφύγων, όπου και παραμένουν υπό «άθλιες», όπως τονίζεται, συνθήκες.
Τις τελευταίες ημέρες στις ελληνικές θάλασσες (Πύλος) γίναμε όλοι αυτήκοοι και αυτόπτες σχεδόν μάρτυρες ενός σαπιοκάραβου που έγινε η νεκροφόρα για εκατοντάδες δύσμοιρους απελπισμένους ξεριζωμένους, καταδιωγμένους πρόσφυγες από τις εστίες τους, τις ανομολόγητες πατρίδες τους.
Τούτες τις μέρες η καρδιά μου ντουφεκίζεται κι αιμορραγεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όπου κι αν ρίξω τη ματιά, όπου ο νους με πάει, καταστροφές και χαλασμοί απλώνονται στα μάτια. Η γη ανάστατη παντού και ο πλανήτης πάσχει, οι ποδηγέτες προσπαθούν τους πάντες να τρομάξουν και με απάνθρωπα δεσμά τον κόσμο να υποτάξουν. Το ψέμα ανεξάντλητα και οι απάτες κλέβουν ό,τι καλό απέμεινε παντού το δυναστεύουν.
Σκέφτομαι πολλές φορές και λογαριάζω, αν έχω το δικαίωμα να λέγομαι άνθρωπος, μ’ εκείνα τα γνωρίσματα που να με κάνουν να ξεχωρίζω, από τα συμπαθέστατα κατά τα άλλα τετράποδα της γης. Όπως, επίσης, πολλές φορές αναλογίζομαι μέχρι ποιο σημείο να έφτασε ο εκφυλισμός του ανθρώπινου γένους και η παρακμή στις κοινωνίες των λαών. Ένα ζήτημα που μεγαλώνει, μεγαλώνει ασταμάτητα και με ταλανίζει συθέμελα, και παρασέρνει στον διάβα του ήθη, έθιμα, παραδόσεις και όλους τους ανθρώπινους αξιακούς κώδικες, που κατόρθωσαν οι κοινωνίες, μετά πολλών βασάνων και κακουργημάτων, μέσα στους αιώνες των αιώνων να ωριμάσουν και να θεσμοθετήσουν σε κάθε τόπο, σε κάθε χώρα, των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών, να καταχτήσουν στον πλανήτη.
Μα θα μου πείτε πως είναι η εξέλιξη των πραγμάτων, που, τον κάθε πολιτισμό τον δίνει κάποια χρονικά όρια, για να κάνει τον κύκλο της ζωής του, μέχρι να γεννηθεί ένας καινούργιος να τον αντικαταστήσει, αυτή είναι μια περίτρανη αλήθεια. Αν ρίξουμε μια ματιά στο απώτερο και μακρινό μας παρελθόν, αυτό θα διαπιστώσουμε, ότι δηλαδή τίποτα δεν μένει πάντα ίδιο, όλα αλλάζουν με τον καιρό, όπως φυσικά και η ζωή μας. Ξεκινάμε από μία σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μια άλλη σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή, που μας λέει και ο σοφολογιότατος ο Νίκος Καζαντζάκης.
Τώρα μπορείτε να μου πείτε πως και τα αδέρφια μας οι πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονται τρομαχτικά είναι μέσα στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης των πραγμάτων, όχι. Οι δουλέμποροι και οι νεκροθάφτες ανθρώπινων ζωών δεν παίρνουν συγχωροχάρτι, όποιες δικαιολογίες και αν επικαλούνται. Και ποτέ ο κάθε άνθρωπος που κάνει τον θάνατο του συνανθρώπου του ζωή του, δεν πρέπει να λέγεται άνθρωπος. Οι νόμοι της ζούγκλας θα πρέπει να απομακρύνονται από τις ανθρώπινες κοινωνίες, με όποιο κόστος.
Από τον Δημήτρη Τσικούρα,
λογοτέχνη