Ο Ιούνιος του 1985 στη Λάρισα, ήταν καυτός. Και ποιος Ιούνιος δεν ήταν; Η πόλη είχε πάντα τη φήμη «φούρνου» προς αποφυγήν, το καλοκαίρι. Για μας τους τελειόφοιτους του Λυκείου, η ζέστη ήταν το μικρότερο κακό. Οι Πανελλαδικές ήταν το ζόρι μας, και το μάθημα της έκθεσης, μάς ζόρισε ακόμη περισσότερο. Το θέμα που έπρεπε να αναπτύξουμε ήταν ένα απόσπασμα από βιβλίο του Ι. Μ Παναγιωτόπουλου με τις λέξεις «αρωγή» και «ευδοκίμηση». Στη βαθμολόγηση των γραπτών, έγινε σφαγή: δεν γράψαμε καλά. Για μέρες πολλές, οι εφημερίδες, πανίσχυρες τότε, -δεν υπήρχε ούτε ιδιωτική τηλεόραση, πόσο μάλλον Διαδίκτυο- μας λοιδορούσαν ανηλεώς: «αγράμματα», «αστοιχείωτα» παιδιά, που σιγά μην προκόψουν, αφού δεν γνώριζαν τη σημασία των δύο επίμαχων λέξεων.
Ήμουν ένα από αυτά τα παιδιά. Είχα φοιτήσει στα δημόσια σχολεία της πόλης στο 1ο Γυμνάσιο, στο 4ο και στο 6ο Λύκειο.
Τριάντα οκτώ χρόνια αργότερα, δεν ξέρω αν πρόκοψα. Είχα όμως την τύχη να δω ένα κείμενό μου για τις γυναίκες και τον φεμινισμό, δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, όπου εργάζομαι ως δημοσιογράφος, να αποτελεί ένα από τα θέματα στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας στις φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις, μαζί με άλλα δύο κείμενα, του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, Σταύρου Τσακυράκη, ενός από τα φωτεινότερα μυαλά που πέρασαν ποτέ από τον τόπο, και του Χρήστου Οικονόμου, βραβευμένου συγγραφέα, μακράν, του καλύτερου της γενιάς του.
Το 1985, γνώριζα τη σημαίνει «αρωγή» χάρη στον πατέρα μου τον δικηγόρο Πέτρο Παπαθανασίου. Γνώριζα τι σημαίνει φεμινισμός, χάρη στη μητέρα μου, τη φιλόλογο Λέλα Σκένδρου. Γνώριζα επίσης τι σημαίνει ευδοκίμηση, από το βιβλίο της Γεωγραφίας της Γ’ Δημοτικού, από τη φράση «στην Κρήτη ευδοκιμούν τα πορτοκάλια».
Για εκείνη την παλιά έκθεση αλλά και για την «τωρινή», ευχαριστώ από καρδιάς, τους γονείς μου, τον Πέτρο και τη Λέλα, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου, τον Γιώργο και τη Μαρίκα Σκένδρου, τον Άθα και την Έντζη Παπαθανασίου, τους θείους και τις θείες μου, -ανάμεσά τους την Πόπη και τον Θανάση Βαλακώστα-. Τους φίλους των γονιών μου, τον Διονύση και τη Μαριέττα Λιβέρη, τον Παύλο και την Τζένη Κοτρώνη, τον Γιώργο και τη Φανή Σδούγκα, τον Πάνο και την Τίτα Ανεστοπούλου, τον Βίκτωρα και τη Ζωή Ευσταθίου. Τους νονούς μου, τον Γιάννη και την Ελευθερία Διαμαντή.
Ευχαριστώ τους Λαρισαίους καθηγητές μου, ανάμεσά τους, τη Βούλα Καραμήτσου, την Έφη Καρακίτσου, τον Ανδρέα Γιαννούτσο, τον Δημήτρη Γουμενόπουλο, τον Σωτήρη Τιτή, την Αρετή Μπάνταλη, τον Χρήστο Αλμυρούλη, τη Μαριάνθη Κάρπου, τον Τώνη Σακελλάριο. Αλλά και τους δασκάλους μου στο 4ο Δημοτικό Σχολείο, τον κ. Καρπέτη, τον κ. Ζάχο, τον κ. Παπαχατζή, την κυρία Κούνα, την κυρία Παπαευθυμίου.
Ευχαριστώ λοιπόν τη Λάρισα και τα δημόσια σχολεία της, που εκτός από θαυμάσιους δασκάλους, μου χάρισαν και σπουδαίους φίλους -τη Βάσω, τον Γρηγόρη, τη Γιάννα, την Κατερίνα και άλλους πολλούς- ξέρουν ποιοι είναι. Και φίλους που δεν είναι πια μαζί μας, τον Βασίλη, τη Βικτώρια.
Ευχαριστώ ακόμη τον διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας που διαβάζετε, της «Ελευθερίας», τον Μπάμπη Λαμπαδιάρη, που με γνωρίζει από τότε που ο πατέρας μας μάθαινε σε μένα και την αδελφή μου, τη Βίλυ, να παίζουμε ρακέτες στην αμμουδιά του Πλατανιά.