Πήρε το κεφάλι στα χέρια της. Χίλιες σκέψεις όρμησαν να την… κατασπαράξουν. Μέσα της ένιωθε μια βαθιά θλίψη που της έλειπε ο άντρας της ο καπετάν Νικολής.
Πριν από δύο χρόνια, το μπάρκο που κυβερνούσε, έπαθε μια βλάβη και βυθίστηκε στα ανοιχτά του Αιγαίου. Το πλήρωμα σώθηκε, με τη βοήθεια των λιμενικών, αλλά ο καπετάνιος δεν βρέθηκε πουθενά. Ούτε ζωντανός ούτε νεκρός.
Είχαν μια απορία όλοι οι νησιώτες…!
Τι μπορεί να έγινε με τον καπετάνιο…! Η καπετάνισσα μαυροφορέθηκε απ’ την πρώτη ημέρα που έγινε το κακό, αν και είχε μια ελπίδα πως ο καπετάν-Νικολής ζούσε… Κάποια περιπέτεια του επιφύλαξε η ζωή…, σκεφτόταν.
Μέσα της… κονταροχτυπιούνταν δύο συναισθήματα. Η θλίψη για τον… χαμό του αγαπημένου της και η χαρά, που τη δεύτερη ημέρα της Πασχαλιάς, θα πάντρευε τον μοναχογιό της. Ήταν αρραβωνιασμένος εδώ και τρία χρόνια με μια όμορφη νησιωτοπούλα και δεν ήταν δυνατόν να περιμένουν άλλο, έπρεπε να στεφανωθούν.
Εκεί που ήταν βυθισμένη στις παραπάνω σκέψεις φάνηκε στη σκάλα η ψυχοκόρη η Βαγγελιώ. Την καλημέρισε και κάθισε δίπλα της σε ένα καρεκλάκι. Η καπετάνισσα, σαν να ξυπνούσε από… βαθύ ύπνο, συγκεντρώθηκε.
«Καλημέρα κορίτσι μου. Ξύπνησες; Εγώ σε λίγο θα φύγω, θα πάω στην εκκλησιά, θέλω να μεταλάβω κιόλας. Εσύ φτιάξε το σπίτι, να το έχουμε έτοιμο και για τον γάμο και τη φασολάδα μας την αλάδωτη, όπως κάθε χρόνο το Μ. Σάββατο».
Η Βαγγελιώ κατέβηκε στην κουζίνα και η καπετάνισσα σηκώθηκε μαυροφορέθηκε όπως πάντα αυτά τα δύο χρόνια και ξεκίνησε για την εκκλησία.
Στον δρόμο σκεφτόταν… μήπως έπρεπε να βγάλει τα μαύρα την ημέρα του γάμου;
Μήπως δεν έπρεπε να φοράει το μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι;
Αυτό την απασχολούσε καιρό τώρα, όταν τα παιδιά όρισαν την ημέρα του γάμου και αγόρασε και μια άσπρη μαντήλα. Σκόπευε στον γυρισμό να περάσει κι απ’ το σπίτι της γεροντότερης και… σοφότερης γυναίκας του νησιού, της καπετάνισσας της Λενιώς, να ζητήσει τη συμβουλή της.
Έτσι και έγινε. Πήγε στην εκκλησιά, έπεσε στα γόνατα, προσευχήθηκε, σε όλη τη Θεία Λειτουργία, στο Μετά Φόβου… μετάλαβε και γυρνώντας στο σπίτι, πέρασε κι απ’ την καπετάνισσα τη Λενιώ να πιει τον καφέ της και να κουβεντιάσουν το θέμα που την απασχολούσε. «Θα το βγάλεις το μαύρο τσεμπέρι κόρη μου και θα χτενίσεις όμορφα τα μαλλιά σου και την άσπρη μαντήλα θα τη ρίξεις στους ώμους σου…».
Αυτά και άλλα της είπε η Λενιώ και η καπετάνισσα η Μαριώ έφυγε ξαλαφρωμένη και τράβηξε για το σπίτι της…
Βέβαια, πριν κάποιες ημέρες είχε εξομολογηθεί και στον αξιαγάπητο και αξιοσέβαστο ιερέα του νησιού, στον παπα-Δημήτρη, και της είχε πει κι εκείνος σχεδόν τα ίδια. Να βγάλει τα μαύρα στη χαρά του παιδιού της και κυρίως της Αναστάσεως του Κυρίου.
Όταν έφθασε στο σπίτι, η Βαγγελιώ τα είχε όλα έτοιμα. Έμεινε η αστακόσουπα κατά το έθιμο του νησιού, που θα έτρωγαν μετά την Ανάσταση. Αυτήν την έφτιαχνε η καπετάνισσα.
Νύχτα, έντεκα η ώρα, μια καμπάνα ακούστηκε, που καλούσε όλους τους νησιώτες στην εκκλησιά. Η καπετάνισσα και η ψυχοκόρη ντύθηκαν και κατευθύνθηκαν προς τον Ναό της Παναγιάς. Ο γιος της θα ερχόταν αργότερα, λίγο πριν το… «Χριστός Ανέστη», όπως συνήθιζαν κι άλλοι νέοι.
Όμως, καθόταν με τη μάνα του ως το τέλος της Θείας Λειτουργίας της Αναστάσεως που τελείωνε στις δύο μετά τα μεσάνυχτα.
Λίγοι νησιώτες είχαν αυτές τις αρχές. Οι πιο πολλοί έφευγαν μετά το «Χριστός Ανέστη».
Έτσι έγινε κι εκείνη τη βραδιά. Η εκκλησιά άδειασε μετά τις δώδεκα και έμειναν λίγοι, γύρω στα είκοσι άτομα.
Κόντευε να τελειώσει η λειτουργία και… η Μαριώ πρόσεξε έναν άντρα, με πλούσια γενειάδα σε μια γωνιά της εκκλησίας… Κάτι της θύμισε… Ακόμη και ο τρόπος που έκανε τον σταυρό του…
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά… γύρισε και αυτός προς το μέρος της… Ναι, ήταν εκείνος, ο αγαπημένος της. Έτρεξε κοντά του, τον αγκάλιασε μαζί και ο γιος, η κοπελιά του και η Βαγγελιώ…
Σε λίγο τελείωσε και ο παπα-Δημήτρης κατέβηκε απ’ το Ιερό Βήμα, έκλαψε μαζί τους, τους αγκάλιασε και τους έδωσε την ευχή του και την ευλογία του…