Παραθέτω παρακάτω την απολογία ενός επιφανούς δικαστικού, του Αναστάσιου Πολυζωίδη, που βρήκε τη δύναμη να αντιταχθεί στα συμφέροντα της εποχής. Αυτός με κίνδυνο τον διασυρμό, όχι μόνο της προσωπικής και επαγγελματικής του καριέρας, αλλά και της ίδιας του της ζωής, σύρθηκε στα δικαστήρια, για να υπερασπιστεί το αυτονόητο. Την αθωότητα του Κολοκοτρώνη! Εναντιώθηκε απέναντι στο κακό, αυτό που δυστυχώς είναι ριζωμένο μέσα στο «dna» μας και αποτελεί τροχοπέδη για την εξέλιξή μας σαν πολίτες, ανθρώπους και σαν έθνος.
Πολυζωίδης: «Επίτροπε Θέλεις να δικάσεις τους Έλληνες με τον πατριωτισμόν του Εγγλέζου. Αυτό δεν γίνεται. Ο εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα 800.000 Ελλήνων που θυσιάστηκαν εις τον Αγώνα.
Είστε υποκριταί, γιατί λέτε ότι αγαπάτε την Ελλάδα, αλλά ζητάτε να αποκεφαλίσετε τους Έλληνες. Και τι Ελλάδα θα απομείνει χωρίς τους Έλληνες; Μήπως θέλετε να σφάξετε εμάς, για να κατοικηθεί από σας, ω Φιλέλληνες; Ζητήσαμε την βοήθειάν σας. Ζητήσαμε τον πολιτισμό σας κι εσείς μας φέρατε κρεμάλες και ξιφολόγχες. Φως ζητήσαμε, σκοτάδι μας φέρατε. Κατηγορείς τον Κολοκοτρώνη, γιατί ελευθέρωσε την Ελλάδα.
Επιβουλεύεσαι τον Κολοκοτρώνη, που επικεφαλής ενός έθνους σας υποχρέωσε να του παραχωρήσετε την ελευθερία του, γιατί εσύ και οι προϊστάμενοί σου δεν θέλατε να ελευθερωθούμε. Και αφού δεν μπορείτε να αφανίσετε όλους τους Έλληνες και καλυπτόμενοι απ’ την ανάγκη που σας έχουμε, δολοφονείτε τους πρώτους αυτού του τόπου, γιατί έχετε μίσος εναντίον του γένους μας, που πάντα μέσα σε ολόκληρη την Ιστορία του στάθηκε απέναντι στους τυράννους και την τυραννία.
Γιατί, όντας τούτος ο τόπος πέρασμα γι’ άλλες θάλασσες, για μεγάλα κέρδη και συμφέροντα, έχει το κακό ιδίωμα να κατοικείται από έναν δύσκολο, ατίθασο και υπερήφανο λαό». Τη συνέχεια με το κακό ή το καλό τέλος πρέπει να τη γράψουμε εμείς!