Ξεκίνα να χτίζεις απ’ τα θεμέλια και το υπόγειο και μετά κριτίκαρε το ρετιρέ που δεν έχει αλεξικέραυνο. Η συλλογική ευθύνη ορίζεται από το δυναμικό άθροισμα της ατομικής, το κράτος είμαστε εμείς ή καλύτερα, αυτό που προκύπτει από την εκδήλωση του κοινωνικού ρόλου του καθενός μας. Πώς το είπε ο σοφός Καζαντζάκης: «Ν' αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω». Ακριβώς έτσι!
Ν’ αγαπάς την ευθύνη, λοιπόν, αυτήν την ευθύνη που γεννηθήκαμε για να μισούμε σε μια πολιτεία που μας έγλειφε με τη σειρά της για να μην αλλάξει τίποτα, αφού αυτό συνέφερε τους πάντες, αυτήν την ευθύνη ψάχνουμε στο σκοτάδι. Την ίδια, που σαν τον Άγγελο-Εξάγγελο του Σαββόπουλου αποστομώσαμε όταν καταλάβαμε ότι αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει απαιτήσαμε να μην πει κανένα. Αυτή που σήμερα κραυγάζει σαν ενοχή στους εφιάλτες μας.
Μια σιωπηρή συνενοχή έσπρωχνε για χρόνια αυτήν τη χώρα πάνω στην συνθλιπτική αλήθεια του νόμου των πιθανοτήτων. Απλά μαθηματικά, κάποτε θα συνέβαινε! Και τώρα, ενώ για δεκαετίες κατουρούσαμε τα πόδια μας (με το συμπάθιο) βλαστημάμε κοιτάζοντας προς τα πάνω ποιος μας βρέχει. Αν η νοοτροπία παραμείνει αυτή, όχι τρεις ούτε δεκατρείς σταθμάρχες δεν αρκούν για να σταματήσουν το κακό. Αφού η κουτοπονηριά στρογγυλοκάθεται στη θέση της υπευθυνότητας και τα blanco τα αγοράζουμε για χρόνια ολόκληρα σε συσκευασίες του κιλού, αν δεν αλλάξουμε ράγες (ωχ, τι είπα τώρα) το χαρακίρι θα συνεχιστεί. Αφού η αηδιαστική χωριατίλα, η αντρίλα του χαμαιτυπείου και η ψευτομαγκιά του πεζοδρομίου συνυπάρχουν με τη δημόσια διοίκηση και την ασφάλεια των μετακινούμενων πολιτών το πηγάδι που θα μας ρουφήξει όλους χάσκει ανοιχτό ακριβώς παρακάτω.
Πάνε δεκαετίες που η ασθένεια στην Ελλάδα ήταν ανημποριά, αδυναμία. Τώρα είναι τρικλοποδιά στην αλήθεια και την ευθύνη. Βαθιά ομίχλη και παραπέτασμα καπνού, που βοηθά στη διαφυγή των λωποδυτών. Πριν κάποια χρόνια, για παράδειγμα, συνένοχοι γιατροί, εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές εξέδιδαν και χρησιμοποιούσαν ψευδή πιστοποιητικά ασθένειας για να λείπουν δικαιολογημένα οι τελευταίοι απ’ τα σχολεία. Μια ενορχηστρωμένη συμπαιγνία, με τη σιωπηρή ανοχή του Υπουργείου ώστε να μη μαθαίνει ο μαθητής γράμματα στο σχολείο, αλλά αντιθέτως να ξυπνάει στις 12 για να πάει στο φροντιστήριο. Οι άλλοι που έστελναν τα παιδιά τους για μάθημα ήταν τα κορόιδα και εμείς οι εξυπνάκηδες περπατούσαμε στο μονοπάτι της ηθικής κατρακύλας πιασμένοι χεράκι-χεράκι, φωνάζοντας «Πού είναι το Κράτος;». Ξεφτιλισμένοι, αλλά χαρούμενοι, αφού η δουλειά μας γινόταν. Τώρα ακόμη και μετά τη συντριβή, την απίστευτη τραγωδία των 57 νεκρών στα Τέμπη, το θράσος των ανευθυνο-υπεύθυνων οδηγεί τους γιατρούς σε τηλε-διαγνώσεις και τους διευθυντές κλινικών σε χορηγίες ψεύτικων μηνιαίων αναρρωτικών αδειών.
Ακόμη κι έτσι όμως δεν μαθαίνουμε. Ακόμη κι έτσι δεν αλλάζουμε. Η θρασύτητα δε φαίνεται μόνο στα λόγια, αλλά και στα πανό. Τολμούν οι Σύλλογοι Σιδηροδρομικών Υπαλλήλων και συμμετέχουν σε πορείες υπογράφοντας συνθήματα δεκαπεντάχρονων μαθητών. «Το κεφάλαιο σκοτώνει», σημείωση: κρατική ήταν η εταιρεία, «Τα κέρδη τους, οι νεκροί μας» ξανά σημείωση: ο αχαρακτήριστος σταθμάρχης ήταν δημόσιος υπάλληλος και το μόνο που κέρδισε είναι η δημόσια χλεύη! Η ντροπή που κάποτε χαμήλωνε τα μάτια, αφού στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάμε για σχοινί, αγνοείται, ενώ η αναίδεια βγαίνει ξετσίπωτη σα την ψείρα στο κεφάλι. Όλη η Ελλάδα έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό από τους διαλόγους που ακούσαμε, οι συνάδελφοί τους αντί να ψάχνουν να βρουν τρύπα να κρυφτούν σηκώνουν το δάχτυλο και κατηγορούν. Γύρνα το δάχτυλο προς εσένα αδερφέ, κάνε τη δουλειά σου πρώτα μπάρμπα, μη πας για σουβλάκια πριν σχολάσεις, πάρε τα χέρια σου λίγο από τα αχαμνά σου και βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου, πριν μιλήσεις στο υπηρεσιακό τηλέφωνο. Κάνε πρώτα αυτό και μετά πάρε το φραγγέλιο του Ιησού και κατάστρεψε τους πραματευτάδες του ναού του Σολομώντα. Θα έχεις κάθε δικαίωμα τότε. Τώρα δεν έχεις το παραμικρό.
Με μισόλογα (φταίνε, αυτοί, φταίνε οι άλλοι) δεν γλιτώνουμε τους νεκρούς και με τη ζυγαριά του πολιτικού κόστους δεν εγγυούμαστε καμιά ασφάλεια. Με συνθήματα δεν λύνονται τα προβλήματα και με τα μαύρα κορδελάκια δε γλιτώνουμε ούτε από τον θρήνο, ούτε από τη διαχείριση της απώλειας. Οι σκελετοί στην ντουλάπα βρίσκονται εκεί ακόμη κι αν αποστρέψουμε από αυτή το βλέμμα. Η σκληρή αλήθεια παραμένει ακόμη κι αν είναι κλεισμένη στο σκοτάδι. Οι μαξιμαλιστές συνδικαλιστές πέφτουν μέσα ως προς τις ανάγκες της κοινωνίας και τις υποχρεώσεις της πολιτείας, γιατί απλώς ζητούν τα πάντα. Ένα τροχονόμο σε κάθε σταυροδρόμι, μια νοσοκόμα για κάθε μαθητή, που έχει πονοκέφαλο. Ο συνειδητοποιημένος πολίτης, όμως, έχει τον τροχονόμο στο κεφάλι του και τη νοσοκόμα κρυμμένη στο γνήσιο ενδιαφέρον του για τα παιδιά. Τη δε ευθύνη τη φέρει στον ώμο του γαλόνι και την περηφάνια, που απορρέει απ’ αυτή, παράσημο στο στήθος του.
Ας αφήσουμε τον διαγωνισμό ευαισθησίας στην άκρη. Όλοι είμαστε συγκλονισμένοι. Δεν πρέπει όμως να υπάρξει λόγος να ξανα-συγκλονιστούμε στο μέλλον. Πώς θα γίνει αυτό; Ξεκινώντας από μας. Σκοτώνοντας τους «μπαρμπάδες» και κάνοντας τη δουλειά μας! Τα υπόλοιπα έπονται.