κατάλευκο φόρεμα που σερνόταν στην άμμο και στο ελαφρό φύσημα του ανέμου άφηνε να φαίνονται δύο υπέροχα πόδια και τα χρυσά κεντημένα σανδάλια.
Εκείνος ψηλός αρρενωπός, με γκρίζους κροτάφους και μυωπικά γυαλιά. Ένα ζευγάρι πολύ… ταιριαστό, που έκανε τους γύρω θαμώνες να παρακολουθούν διακριτικά την κάθε τους κίνηση.
Ο σερβιτόρος τους πλησίασε ευγενικά.
«Παρακαλώ…»;
Σε λίγο τους έφερνε δύο ποτά με μπόλικα παγάκια. Τα άφησε αθόρυβα, κι απομακρύνθηκε, αφήνοντας ένα τρίξιμο πάνω στα βότσαλα. Πήραν ασυναίσθητα το ποτό και η ματιά τους πλανήθηκε στα σκούρα νερά.
Είχε περάσει περίπου μισή ώρα και μια θορυβώδης συντροφιά έκανε την εμφάνισή της στο κέντρο. Κάθισαν ακριβώς δίπλα τους και χάλασαν τον κόσμο από τα τρανταχτά γέλια. Μια όμορφη κοπέλα, αρκετά ζωηρή… και σχεδόν γυμνή πλησίασε το ζευγάρι.
«Συγγνώμη» είπε απευθυνόμενη στον άντρα. «Μήπως σε ξέρω; Μήπως είσαι ο …;».
«Ο Νίκος … κι εσείς; Α, μα βέβαια είσαι η Βάνα. Πώς να σε γνωρίσω βρε κοπέλα μου, εσύ μεγάλωσες, εσύ ομόρφυνες».
«Έτσι μπράβο, άσε τους πληθυντικούς και τα σάπια …».
Η ματιά του γλίστρησε απ’ την κορυφή ως τα νύχια και της … αφήρεσε και εκείνο το κομματάκι από διαφανές ύφασμα που χρησίμευε για μαγιό.
«Α, Βάνα, να σου συστήσω τη γυναίκα μου».
«Μαριάννα» είπε η υπέροχη ξανθιά, δίνοντας ανόρεχτα το χέρι της.
«Πω, πω … Και πολύ γκόμενα η δικιά σου… Πού τη χτύπησες μωρέ αδερφέ μου; Που λέτε κυρία, εμείς με τον σύζυγό σας …». Άρχισε να μιλάει πάλι η παρείσακτη και να έχει κολλήσει το γυμνό κορμί της στο χέρι του Νίκου.
Ο Νίκος κομματάκι ευαίσθητος στο γυναικείο φύλο ένιωσε ένα τρέμουλο και προδίδονταν απ’ το χέρι του, που μάταια προσπαθούσε να κρατήσει σταθερό. Η Μαριάννα για να κρύψει την ταραχή της και την αμηχανία της άπλωσε το χέρι κα πήρε τα τσιγάρα του. Η Βάνα παρατήρησε.
«Τι χέρια είναι αυτά κυρία, απ’ το τόρνο σε βγάλανε; Πώς την κουμαντάρεις αυτή ρε φίλε; Έτσι και την αγγίξεις, ράγισε, λέκιασε …».
«Πολύ ωραία Ελληνικά μιλάει η δεσποινίδα», είπε η Μαριάννα πειραγμένη και σηκώθηκε.
«Θα κάνω μια βόλτα παραλιακά, όταν τελειώσετε έλα να με βρεις».
Θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της.
«Μη συνεχίσεις μαζί του Μαριάννα, δεν ακούγονται καλά πράγματα γι’ αυτόν. Είναι μικρή η πόλη μας και μαθαίνονται».
«Μα είναι ένας νέος κι ωραίος άντρας, έχει τις περιπέτειές του», είχε απαντήσει τότε και το πίστευε. «Είναι πολύ ερωτευμένος μαζί μου πατέρα, άφησέ με να κάνω αυτό που αισθάνομαι, κι αν αργότερα μετανιώσω, δεν θα έχεις εσύ καμία ευθύνη».
«Δεν πρόκειται για την ευθύνη κορίτσι μου, εδώ πρόκειται για την ευτυχία σου, που θα έδινα και τη ζωή μου γι’ αυτήν κι αυτός ο άνθρωπος δεν σου την εξασφαλίζει».
Και δεν ξαναμίλησε, έμεινε στη σκιά της.
Εκείνη παντρεύτηκε, έκανε δικό της σπιτικό και προσπαθούσε να δείχνει ένα ευτυχισμένο πρόσωπο στους άλλους, ιδίως στον γέρο πατέρα της. Όμως εκείνος είχε μάθει να διαβάζει τα μάτια της. Αυτά πρόδιδαν το μυστικό της καρδιάς της.
Εκείνα τα σκούρα πράσινα μάτια, που σαν ήταν θλιμμένα έπαιρναν το χρώμα του βάλτου.
Καθισμένη τώρα σ’ εκείνο το βραχάκι αναπολεί τα περασμένα. Ήταν μοναχοκόρη κι απ’ τα πιο ευτυχισμένα παιδιά ώσπου πέθανε η μητέρα της, από καρκίνο του μαστού.
Όταν αποφάσισε να παντρευτεί τον Νίκο, στάθηκε ώρες μπροστά στο πορτραίτο της.
«Τον αγαπώ μητέρα, ίσως και να μη γίνω ευτυχισμένη, ίσως έχει δίκιο ο μπαμπάς», της ψιθύρισε.
Και ήρθε ένα βράδυ σ’ ένα φιλικό σπίτι. Είχε κάτι το ξεχωριστό εκείνος, την τράβηξε η ωριμότητά του, οι γκρίζοι του κρόταφοι, η γοητεία του γενικά ….
Κάποια μέρα της έκανε πρόταση γάμου μέσα στο αυτοκίνητο καθώς τη συνόδευε στο σπίτι και τη δέχτηκε. Είχε πολύ εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
Δεν υστερούσε σε τίποτα σαν γυναίκα και είχε έναν υπέροχο χαρακτήρα.
Αλλά ο Νίκος παρέμεινε ο ίδιος και μετά τον γάμο τους. Δεν υπήρχε κάποια άλλη, συγκεκριμένη γυναίκα στη ζωή του… Υπήρχαν όλες οι «πρώην» φίλες, γνωστές, θαυμάστριες της γοητείας του και υπονομεύτριες του κύρους του.
Συχνά παραπονιόταν η Μαριάννα.
«Κράτα μια στάση πιο αξιοπρεπή Νίκο μου με όλες τις «πρώην», με προσβάλλει αυτό, δεν το καταλαβαίνεις»;
«Θέλεις να πάψω να χαιρετώ τον γνωστό μου κόσμο; Αυτό θέλεις;».
«Όχι Νίκο μου, να πάψεις να χαριεντίζεσαι θέλω και να με αγνοείς όταν συναντάς κάποια απ’ την παλιά σου ζωή».
Το υποσχέθηκε χίλιες φορές κι άλλες τόσες ξέχασε την υπόσχεσή του.
Και νάτην τώρα, ξανά ταπεινωμένη, με αρκετά μειωμένη την αυτοπεποίθησή της, προσπαθεί να σκεφτεί κάποια λύση για το πρόβλημα. Δεν πήγαινε άλλο.
Ένα ελαφρό τρίξιμο στην άμμο την απέσπασε από τις σκέψεις της. Ήταν εκείνος. Ήρθε και κάθισε δίπλα της σαν δαρμένο σκυλί. Έμειναν έτσι αρκετή ώρα και σαν είδε πως η Μαριάννα δεν είχε σκοπό να του κάνει σκηνή – είχε βαρεθεί πλέον – μίλησε πρώτος. «Το ξέρω, πάλι θυμωμένη είσαι. Μα δεν έκανα τίποτα, γνωστή μου ήταν, να μην τη χαιρετίσω; Ε, τα νέα παιδιά τώρα είναι ελεύθερα, μην κοιτάζεις εμείς …».
«Ποιοι εμείς Νίκο, εγώ έχω σχεδόν την ηλικία της, άλλο αν το ξεχνάς… Αν ήθελες να συνεχίσεις έτσι, δεν υπήρχε λόγος να παντρευτούμε».
Προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Τραβήχτηκε, ένιωθε αποστροφή και αηδία. Ετούτα τα κόλπα δεν έπιαναν πια. Τον έβλεπε «ένα» μ’ εκείνα τα θηλυκά τα ξεδιάντροπα που συναντούσαν κατά καιρούς και σαλιάριζε μαζί τους, μέχρι αγανακτήσεως.
Σηκώθηκε.
«Πάμε σε παρακαλώ». Μπήκαν αμίλητοι στη μαύρη μερσεντές. Ήταν περασμένη η ώρα, η κίνηση λιγοστή. Οι ρόδες κυλούσαν αργά πάνω στην άσφαλτο κι ο θόρυβος που τον άκουγαν και οι δύο, ήταν η μοναδική τους επικοινωνία. Κάποια στιγμή η Μαριάννα μίλησε.
«Στρίψε από ’δω, θα μ’ αφήσεις στο πατρικό μου».
«Μα τρελάθηκες, τι θα πει ο πατέρας σου; Τέτοια ώρα, θα τον ανησυχήσεις άδικα …».
«Όχι και τόσο άδικα. Στρίψε σε παρακαλώ και μη νοιάζεσαι για τον πατέρα μου. Κι αν δε μάθεις τι είναι γάμος, αγάπη, αλληλοσεβασμός, αξιοπρέπεια θα σε παρακαλούσα να με ξεχάσεις …».