Οι τραγικοί αυτοί γονείς δεν έχασαν μόνο τα παιδιά τους. Έχασαν και το δικαίωμα του αποχαιρετισμού. Στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ικέτιδες», οι χαροκαμένες μανούλες από το Άργος, πνιγμένες στα δάκρυα, πέφτουν στα πόδια του βασιλιά των Αθηνών Θησέα και τον θερμοπαρακαλούν να τους δώσει τα νεκρά παιδιά τους. Ικετεύουν να τους δοθεί το αιώνιο δικαίωμα του γονιού που πενθεί να κηδεύσει μοιρολογώντας το παιδί του. Η φροντίδα για το νεκρό σώμα καταπραΰνει και κατευνάζει την αγριότητα του θανάτου.
Από τα βάθη των αιώνων έρχεται η τραγική περιπέτεια της Νιόβης. Όταν ο Απόλλων και η Άρτεμις σκοτώνουν τα δώδεκα παιδιά της Νιόβης, η Νιόβη μεταμορφώνεται σε πέτρα στη Σίπυλο για να θρηνεί για πάντα. Ο μύθος λέει ότι όταν η Νιόβη αντίκρισε τα παιδιά της νεκρά «εκ της φρίκης, έμεινε άλαλος και ακίνητος ως να απελιθωθεί. Μια θύελλα την ανήρπασε και την εναπόθεσε στο όρος Σίπυλο της Φρυγίας, όπου εκεί θρηνεί χύνουσα τα δάκρυά της αιωνίως». Ο περιηγητής Παυσανίας γράφει: «Όταν ανέβηκα στο όρος Σίπυλο της Φρυγίας αντίκρισα βράχον όστις εκ τινός αποστάσεως ορώμενος, παρέχει σχήμα γυναικός δεδακρυμένης και κατηφούς». Η σοφία των αρχαίων Ελλήνων μεταμόρφωσε την τραγική μητέρα σε πέτρα, για να αντέξει τη μεγάλη οδύνη της απώλειας των παιδιών της.
Ο θάνατος στα Τέμπη είναι ένα ανεπούλωτο συλλογικό τραύμα, το οποίο διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Το τραύμα αυτό δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Είναι βέβαιο ότι το πένθος για τη χαμένη ομορφιά της Άνοιξης των 57 παιδιών των Τεμπών θα μας συντροφεύει. Ο επιτάφιος θρήνος αποκτά άλλη διάσταση.
«Ω γλυκύ μου Έαρ
γλυκύτατόν μου Τέκνον
πού έδυ σου το κάλλος».