Μάλιστα στη συγκυρία που διανύουμε με τις παράλληλες κρίσεις λόγω της κλιματικής αλλαγής και των γεωπολιτικών συγκρούσεων που επηρεάζουν τις παγκόσμιες ισορροπίες με τρομακτικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες οδηγώντας τον πλανήτη σε επισιτιστική ανασφάλεια, οι υποκριτικές φωνές από μέρους των «αρμοδίων» περί της αξίας του ΠΤΓ βρίσκονται σε έξαρση. Έτσι ενώ παντού περισσεύουν τα κροκοδείλια συναισθήματα συμπάθειας προς τον τομέα που εξασφαλίζει την τροφή του ανθρώπου και την επιβίωσή του, την ίδια στιγμή βλέπουμε τους αγρότες στους δρόμους να προσπαθούν να μεταφέρουν την τραγική πραγματικότητα, ότι εάν δεν ληφθούν στοιχειώδη μέτρα υποστήριξης, δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν να καλλιεργούν τη γη τους ή να εκτρέφουν τα ζώα τους. Ας δούμε όμως τη «φροντίδα» που έδειξε η Πολιτεία την περίοδο 2009-2020 μέσα από τους αριθμούς της ΕΛΣΤΑΤ (βλ. αναφορά) που καταγράφουν την πραγματική κατάσταση του ΠΤΓ στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία.
Με βάση λοιπόν την απογραφή που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ στην περίοδο 2009-2020 η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση μειώθηκε περίπου κατά 19% έχοντας φθάσει στα 28.2 εκατ. στρ.. Η πορεία των βασικών στοιχείων του ΠΤΓ στην περίοδο αυτή ήταν η παρακάτω:
Σε επίπεδο επικράτειας ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων μειώθηκε από 723 χιλ. σε 531 χιλ. (ποσοστό 27% περίπου). Αυτό σημαίνει ότι έστω και εάν ένα μόνο άτομο ασχολούνταν αποκλειστικά με τη γεωργία, περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι έφυγαν από τον τομέα αυτό την τελευταία δεκαετία. Στη Θεσσαλία η αντίστοιχη μείωση της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης μειώθηκε κατά 12% περίπου και ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στη φυτική παραγωγή από 63.5 χιλ. μειώθηκε σε 46 χιλ. (28% περίπου), δηλαδή έφυγαν από τον ΠΤΓ τουλάχιστο περίπου 18 χιλ. άτομα στην ίδια περίοδο. Αυτό δίνει μια πρώτη ισχυρή ένδειξη της κοινωνικής επίπτωσης των πολιτικών που ακολουθούνται διαχρονικά απέναντι στον ΠΤΓ.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι η εξέλιξη που αφορά τον αριθμό των εκμεταλλεύσεων με εκτάσεις που αρδεύθηκαν, οι οποίες με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μειώθηκαν κατά 28% περίπου. Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 1/3 των καλλιεργούμενων εκτάσεων αναγκάσθηκαν να μειώσουν την άρδευση των εκμεταλλεύσεών τους σε μία έκταση που αντιστοιχεί σε 780 χιλ. στρ. περίπου. Σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλία ο αντίστοιχος αριθμός εκμεταλλεύσεων που δεν αρδεύθηκαν ήταν περίπου 30%, αν και ο αριθμός των στρεμμάτων που αρδεύθηκαν αυξήθηκε ελαφρά (από 1,68 εκατ. στρ. σε 1,69 εκατ. στρ. περίπου). Αυτό σημαίνει ότι λόγω προφανώς της έλλειψης αρδευτικού νερού σε κάποιες περιοχές οι παραγωγοί αναγκάζονται να μη αρδεύουν ή να εγκαταλείπουν την καλλιέργεια της γης.
Στον τομέα της κτηνοτροφίας η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Σε επίπεδο χώρας ο αριθμός των κτηνοτροφικών μονάδων μειώθηκε κατά 18% και ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε κατά 31% περίπου. Η μεγαλύτερη μείωση σε αριθμό κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων παρατηρήθηκε στη χοιροτροφία (69% περίπου) ακολουθώντας η αιγοτροφία (μείωση 48%), η προβατοτροφία (-28%) και η βοοτροφία (-35%). Στη μελισσοκομία η μείωση των εκμεταλλεύσεων ήταν επίσης σημαντική (περί το 18%) αν και ο αριθμός των κυψελών αυξήθηκε ελαφρά (περί το 1%). Στη Θεσσαλία η μείωση των κτηνοτροφικών μονάδων ήταν μικρότερη σε σχέση με την επικράτεια (περί το 19%), αλλά το ποσοστό των απασχολούμενων ήταν μεγαλύτερο (περί το 37%). Η μεγαλύτερη μείωση στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων ήταν και πάλι στη χοιροτροφία (-80%), ακολουθώντας η πτηνοτροφία (-70%), η αιγοτροφία (περί το 49%), η αιγοτροφία, η προβατοτροφία (-41%) και η βοοτροφία (-15%). Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των ζώων, εκτός από τα βοοειδή που αυξήθηκαν (περί το 9%), όλα τα άλλα είδη ζώων μειώθηκαν σημαντικά από 165 στα προβατοειδή μέχρι 70% στα πουλερικά. Και στον τομέα λοιπόν της κτηνοτροφίας, τα αποτελέσματα στη δεκαετία που πέρασε η μείωση ήταν πολύ μεγάλη.
Σε ό,τι αφορά τη βιολογική γεωργία η κατάσταση ήταν η παρακάτω: σε επίπεδο επικράτειας ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων με βιολογική καλλιέργεια μειώθηκε κατά 24%, αν και ο αριθμός των στρεμμάτων που καλλιεργήθηκαν βιολογικά αυξήθηκε σε ποσοστό περίπου 19%. Στη Θεσσαλία δυστυχώς η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη αφού ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων με βιολογική καλλιέργεια μειώθηκε κατά 40% περίπου (από 1811 μειώθηκαν σε 1089), αλλά και η συνολική καλλιεργούμενη βιολογικά έκταση μειώθηκε κατά 18% (από 164 χιλ. στρ. σε 134 χιλ. στρ.).
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν γίνεται απόλυτα σαφές ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές οδηγούν σταθερά στην υποβάθμιση και σμίκρυνση του ΠΤΓ. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες όχι μόνο οικονομικές, αλλά και κοινωνικές, αφού συνεχώς αυξάνεται η ανεργία, ενώ παράλληλα ερημώνει η ύπαιθρος και υποβαθμίζεται το περιβάλλον, όπως προκύπτει από την εγκατάλειψη εκτάσεων λόγω έλλειψης αρδευτικού νερού. Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι η μείωση του ΠΤΓ είναι νομοτελειακή εξέλιξη στην πορεία της ανάπτυξης της οικονομίας μιας χώρας και στηρίζουν την άποψη αυτή στο γεγονός ότι σε πολλές χώρες (και στην Ελλάδα) η ποσοστιαία συμμετοχή του ΠΤΓ στο ΑΕΠ των χωρών συνεχώς μειώνεται. Η αυταξία όμως της παραγωγής τροφίμων και η σημασία του ΠΤΓ στην προστασία του περιβάλλοντος (κλίμα, έδαφος, νερό) υποβαθμίζει τη σπουδαιότητα της ποσοστιαίας συμμετοχής του στον ΠΤΓ σε ό,τι αφορά την αναγνώριση της σημασίας του. Αυτό όμως είναι άλλο ζήτημα που θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο.
Μπορεί λοιπόν να βγει αβίαστα το συμπέρασμα ότι διαχρονικά ο πρωτογενής τομέας συνεχώς απαξιώνεται, αν και τόσο υποκριτικά τονίζεται από τους «αρμόδιους» η μεγάλη σημασία του. Και αυτό συνεχίζει να συμβαίνει ακόμα και σε μια χρονική περίοδο που ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται κάτω από τον κίνδυνο της επισιτιστικής ανασφάλειας. Προκειμένου λοιπόν να αναστραφεί αυτή κατάσταση, δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη διέξοδος από το να συνειδητοποιήσει η κοινωνία την ανάγκη υποστήριξης του ΠΤΓ και να ενεργοποιηθεί το αγροτικό κίνημα. Στην επίτευξη του στόχου αυτού η επιστημονική κοινότητα έχει να προσφέρει πολλά ενημερώνοντας αντικειμενικά και υπεύθυνα για το ρόλο και τη σημασία του ΠΤΓ στην επιβίωση των ανθρώπων και την προστασία του περιβάλλοντος
Αναφορά: ΕΛΣΤΑΤ, 2022. Αποτελέσματα Απογραφής Γεωργίας-Κτηνοτροφίας, 2021. Έτος αναφοράς 2020.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, ερευνητής, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ (e-mail: christotsadilas@gmail.com).