«Είναι ο παππούς και η γιαγιά», μου είπε κάποτε η μητέρα
κι από τα μάτια της τρέχανε δάκρυα καυτά όλη μέρα.
Την αγκάλιασα και μού είπε ένα παραμύθι
όχι με δράκους, μάγισσες και ζώα μυθικά,
μα με θηρία φοβερά, πού χαν ανθρώπων τη μορφή
και συμφορά, καταστροφή σκορπίσανε πάνω στη γη.
« Ένα πρωί του Μάρτη» μού ‘πε «ορμήσανε στα σπίτια μας
και βάναυσα μας πήρανε την ίδια τη ζωή.
Πιάσανε νέους, παιδιά και γέρους μ’ άσπρα μαλλιά,
που της ζωής τους κόπους χαίρονταν
με τα παιδιά και τα εγγόνια, Θεού χαρά!
Τους οδηγήσανε με τρόπο απάνθρωπο στης γης την άκρη
σε τόπους εχθρικούς που δεν τους βλέπεις καν σ’ εφιάλτη
και δεν τους είδαμε, δεν ξανακούσαμε γι’ αυτούς ποτέ».
Αχ! ας ήταν μόνο παραμύθι,
σκεφτόμουν, σαν μεγάλωσα, πολλές φορές
και σαν κι εμένα πολλοί ακόμα παιδιά του χτες,
όπου μαζί πασχίσαμε στα «πώς» και στα «γιατί» να δώσουμε εξηγήσεις
σ’ αμείλικτα ερωτήματα να βρούμε απαντήσεις:
-«Άραγε εμείς δεν είμαστε σαν όλα τα παιδιά;
Γιατί τα χείλη μας ποτέ δεν πρόφεραν «Παππού, γιαγιά»;
Γιατί να μας στερήσουνε την πιο ζεστή αγκαλιά;
Γιατί να μη γευτούμε εμείς ένα φιλί, ένα χάδι,
Να μη μας νανουρίσει με τραγούδια η γιαγιά το βράδυ;
Στο γιορτινό τραπέζι μας οι θέσεις τους πάντα αδειανές
Κι από το χέρι τους ποτέ δεν πήραμε ευχές
Γιατί να μας τις πάρουνε ετούτες τις χαρές;
«Γιατί, Γιατί» ατέλειωτα, μα απάντηση καμία,
μόνο κενό, πίκρα βουνό, παράπονο, αδικία
για μας που δεν γνωρίσαμε παππού, μήτε γιαγιά,
μα πιότερο για κείνους πού φυγαν για πάντα μακριά.
Φύγαν πριν δώσουν λίγη απ’ την αγάπη αυτή,
που μόνο δίνει, δεν ζητά, κι ολόκληρη ζωή κρατά.
-Ολόκληρη ζωή! Τι ειρωνεία τραγική!!
Μα θα μπορούσε έτσι να’ταν, αν δεν υπήρχαν οι Ναζί.
Κι έτσι ο παππούς και η γιαγιά γίνανε ένα παραμύθι
Σαν «μια φορά κι έναν καιρό»... έμειναν ένα άψυχο χαρτί,
ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
κιτρινισμένη απ’ τον καιρό.
Από τη Ρίτα Μωυσή
αφιερωμένο στο Ολοκαύτωμα
του Εβραϊκού λαού