Κι άλλες πάλι που γκρεμοτσακιζόμαστε κατακόρυφα με το κεφάλι προς τα κάτω, καρφωνόμαστε στη γη και δεν έχουμε διάθεση να το κουνήσουμε από κει.
Όμως περιμαζεύουμε τα σκόρπια κομμάτια της ψυχής μας και σηκωνόμαστε, γιατί αν μείνουμε περισσότερο απ’ ό,τι λένε οι… κανόνες του παιχνιδιού, τότε νικηθήκαμε. Θριαμβεύει η ζωή και μας κοιτάζει με περιφρόνηση, ψιθυρίζοντάς μας πως δεν αξίζουμε τίποτα.
Πώς όμως ν’ αντέξουμε συνάνθρωποι τα τόσα χτυπήματα; Πώς να σταθούμε όρθιοι και να συνεχίσουμε τον αγώνα, σ’ αυτόν το σκληρό στίβο που λέγεται «καθημερινότητα»; Πώς να χαμογελάσουμε, από πού ν’ αντλήσουμε δύναμη, από πού να κρατηθούμε, όταν τα πάντα γύρω μας είναι ρευστά; «Τα πάντα ρει» είπε ο Ηράκλειτος. Όλα κυλούν και φεύγουν και χάνονται!
Ένα ολόκληρο δάσος που κάηκε, μια πηγή που στέρεψε, ένα χωριό που πλημμύρισε, μια φιλία που χάθηκε, μια απογοήτευση που ήρθε και θρονιάστηκε στην ψυχή σου, από κάποια άτομα που πίστευες σωστά κι ακέραια και πρόδωσαν αυτήν την εικόνα που είχες, ένα όραμα για ένα καλύτερο «αύριο» που εξαφανίστηκε, ένας φίλος που έσβησε, έτσι στα ξαφνικά, μέχρι χθες γερός σα σίδερο που δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος!
«Και να ένα… καρκινάκι», όπως έλεγε πάντα αστειευόμενος, που τρύπωσε μυστικά και ύπουλα στα σωθικά του και δούλεψε με τέχνη κι… αποτελεσματικότητα…
Την ίδια ώρα ένα κοριτσάκι γεννιόταν και, τι σύμπτωση, ήταν το εγγονάκι του. Βλέπετε η ζωή κι ο θάνατος συμβαδίζουν πιασμένοι χέρι-χέρι.
Σαν είδε το φως, έκλαψε γοερά, ίσως θαμπώθηκε, ίσως κατάλαβε πως πίσω του κρύβεται ένας κόσμος γεμάτος πόνο και φοβόταν να τον αντικρίσει… Ίσως κατάλαβε απ’ τα πρώτα λεπτά της ζωής του, πως όλοι εμείς οι πριν απ’ αυτό είμαστε παγιδευμένοι.
Ζούμε και κινούμαστε, δημιουργούμε, καταστρέφουμε, χαμογελάμε, κλαίμε, αγαπάμε, μισούμε, κάτω απ’ τα πελώρια, πυκνά δίχτυα του θανάτου.
Ένας ξαφνικός πονοκέφαλος, μια άσχημη διάθεση, λίγη πίεση παραπάνω, ένα όχι και τόσο καλό αποτέλεσμα κάποιων εξετάσεων και ταυτιζόμαστε αμέσως με την περίπτωση του φίλου, του γνωστού, του γείτονα, του συγγενή που τον βρήκε το κακό.
Τρέμουμε σαν τα φύλλα του δέντρου στο ελαφρύ αεράκι και φοβόμαστε τον δυνατό βοριά, που μπορεί ν’ ακολουθήσει. Καημένα ανθρωπάκια ανυπεράσπιστα κι αδύναμα, τι μένει από μας, όταν φθάσουμε στο τέρμα! Τα μίση, οι κακίες, οι διαφορές, η απληστία, για… χρήμα, δόξα, εξουσία.
Ξεχνάμε πως είμαστε μια ανάσα, μια γραφή στην άμμο, λίγο νερό στη φούχτα, χιονάνθρωποι, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Ένα μεγάλο «τίποτα» υπογραμμισμένο με τις καλές ή τις κακές μας πράξεις και σφραγισμένο με τα καλά ή τα κακά στοιχεία του τόσο εφήμερου «είναι» μας.
Όμως, όπως προαναφέραμε, ο αγώνας είναι μέσα στη ζωή και στη φύση του ανθρώπου. Ο καλός αγώνας βεβαίως.
Ένας σύγχρονος φιλόσοφος ο Λέο Μπουσκάλια κάπου λέει: «Να ζεις την κάθε μέρα σα να είναι η τελευταία της ζωής σου και να αγωνίζεσαι σα να πρόκειται να ζήσεις αιώνια».