Με σημάδεψε αυτός ο νεανίας, το μεσημέρι της 15 Ιουλίου 1965, όταν στον χώρο μελέτης μου άκουσα από το ραδιόφωνο -που την ευθύνη του είχε μέχρι εκείνες τις ώρες ο Αναστάσιος Πεπονής- τις τρεις καράπτυστες σε ύφος και περιεχόμενο επιστολές, που έστειλε ο 25ετής βασιλιάς στον εκλεγμένο τον Φεβρουάριο του ‘64 με 53% γηραλέο Πρωθυπουργό της χώρας. Αφού αρνήθηκε να του αναθέσει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, που ζήτησε, δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Το έπραξε με πρωτοφανή κείμενα, που πρόδιδαν ελέω Θεού εξουσιαστική αντίληψη του ανακτορικού ρόλου του. Άκουσα και τις απαντητικές επιστολές του Γεωργίου Παπανδρέου, που οδηγήθηκε από το τρίο Φρεδερίκης-Χοϊδά-Κωνσταντίνου σε μια κενοφανή για δημοκρατία «παραίτηση» με την εξής φράση του... άνακτος: «Θεωρώ την επιμονή σας στην ανάληψη του Υπουργείου Αμύνης ως παραίτησή σας από τη θέση του Πρωθυπουργού...».
Ήταν η αρχή του τέλους μιας περιτετμημένης δημοκρατίας, που είχε εξόριστους μέχρι το 1964. Τότε που οι μη δεξιές εφημερίδες κυκλοφορούσαν στην επαρχία διπλωμένες, για να μη φαίνονται. Και που δεν μπορούσε κάποιος να διοριστεί στο Δημόσιο, στους Δήμους, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε τράπεζες και κρατικές επιχειρήσεις χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Ίσχυε και για τις καθαρίστριες. Εθνικοφροσύνη της ημετερότητας και των ομοτράπεζων στο όνομα του αντικομμουνισμού. Αφόρητος κομματικός κυνισμός. Πολιτεία της δίκης των αεροπόρων, της εκλογικής βίας του ‘61, των εξόριστων, των ημετέρων, των φακέλων, της δολοφονίας Λαμπράκη... Σ’ αυτήν τη μετεμφυλιακή «δημοκρατία» οι νίκες της Ένωσης Κέντρου που ήρθαν τον Νοέμβριο του ‘63 και τον Φεβρουάριο του ‘64 -μετά τη νοθεία του ‘61- ήταν βάλσαμο για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Όμως, το πολιτικό και ανώτατο στρατιωτικό κατεστημένο ανακτορικής επιρροής δεν την άντεξε. Και όχι μόνον αυτό, όπως αργότερα αποκαλύφθηκε. Κάπως έτσι κατασκευάστηκε το φάντασμα «ΑΣΠΙΔΑ» με φερόμενη εμπλοκή Ανδρέα Παπανδρέου. Πρόκειται για άθλια ιστορία, που εκφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου. Αυτός ήταν πάντως ο λόγος άρνησης του Κωνσταντίνου να αναθέσει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας τον Ιούλιο του ‘65 στον εκλεγμένο Πρωθυπουργό, με πρόφαση τη δήθεν συγκάλυψη της συμμετοχής του γιου του στην ηγεσία της ανύπαρκτης αντιπολιτειακής οργάνωσης. Συνωμότες εναντίον του πολιτεύματος και του εκλεγμένου Πρωθυπουργού υπήρξαν και ήταν εκεί που γνώριζαν τα ανάκτορα, καθώς προετοίμαζαν την εξέγερση των στρατηγών.
Μόνο που τους πρόλαβαν τα πρακτοράκια της CIA στις 21.4.67 με τον Παπαδόπουλο, που μόλις δυο χρόνια πριν είχε ρίξει ζάχαρη στα ντεπόζιτα οχημάτων του στρατού στον Έβρο, στην προσπάθεια απόδοσης κομμουνιστικής σκευωρίας. Αντί απόταξης, τον μετέθεσαν στην Αθήνα, όπου απτόητος παρασκεύασε το χουντικό πραξικόπημα, που ευλόγισε και η ηγεσία του Αρείου Πάγου (για να μην ξεχνιόμαστε). Πρωθυπουργός της χουντικής κυβέρνησης διορίστηκε ο εισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κ. Κόλιας. Αυτή ήταν η δημοκρατία που καταλύθηκε και σ’ αυτό (και με αυτό) το θεσμικό υβρίδιο γαλουγήθηκε ο Κωνσταντίνος. Έτσι και λειτούργησε. Χειρότερα δεινά προέκυψαν αργότερα, με κορύφωση την άλωση της μισής Κύπρου. «Ενός κακού (όμως) αρχομένου μύρια έπονται» κατά τη σοφόκλεια ρήση.
Η μνήμη είναι οδηγός γνώσης. Η εκτροπή δεν ήταν μόνον ανακτορική. Συναυτουργοί ήσαν οι αποστάτες της ένωσης κέντρου, προεξάρχοντος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, για λόγους που ο ίδιος ουδέποτε εξήγησε με πειστικότητα. Κατέληξε επιφανής υπουργός ο πατήρ Μητσοτάκης μιας ανύπαρκτης στην ουσία Κυβέρνησης, αφού το κράτος μετά τον Ιούλιο του ‘65 (που βιώσαμε οι μη φίλοι και οπαδοί ενός αμοραλιστικού καθεστώτος) είχε περιέλθει αυτούσιο στο ακροδεξιό και ανακτορικό κατεστημένο. Μην αποδίδουμε στον εκλιπόντα τέως βασιλιά την εκτροπή των Ιουλιανών. Δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχαν έτοιμοι να αποστατήσουν πρωτοκλασάτοι βουλευτές της ένωσης κέντρου. Ηλίθιοι, εξαγορασμένοι, κενόδοξοι; Ό,τι θέλετε, καθ’ ο Έλληνες. Αυτό ήταν το πλαίσιο. Όμοιο της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Δεν θα την είχαμε και αυτήν υποστεί, αν δεν είχαμε κούφους ανακτολάτρεις πολιτικούς, που παρά τις διακοινώσεις των συμμάχων χωρών Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας, πως η επάνοδος του φιλογερμανού Κωνσταντίνου αυτομάτως καταργούσε τη συμφωνία αμοιβαίας συνεργασίας, εκείνοι τον επανέφεραν τον Νοέμβριο του ‘20 με δημοψήφισμα υπό τις λαϊκές ιαχές «τον θέλομεν και θα τον φέρομεν». Το αποτέλεσμα της επαναφοράς του Κωνσταντίνου Α’ το πλήρωσε το Έθνος:
α) Με την εγκατάλειψη του ελληνικού στρατού μόνου από συμμάχους στη Μικρά Ασία.
β) Την προώθηση ανίκανης φιλοβασιλικής αρχηστραγηγίας υπό τον ανακτορικό και ανεκδιήγητο Χατζηανέστη και
γ) την εγκληματική στο μέτωπο διαγωγή του πρίγκιπα Ανδρέα, που άφησε ακάλυπτη ολόκληρη στρατιά στο νότιο μέτωπο, καθώς αγνόησε αντίθετη διαταγή του γενικού επιτελείου.
Αναζητώντας αλήθειες για την εκτροπή μετά τις 15.7.65, που οδήγησε στη φασιστική χούντα και την τραγική (δεύτερη μετά το ‘22) εθνική καταστροφή, δεν θα τη βρούμε μόνο στον εκλιπόντα Κωνσταντίνο Β’ και το περιβάλλον του, αλλά και στο επιεικώς ελεεινό, κατά μεγάλο μέρος, του πολιτικό προσωπικό της χώρας. Εικόνα άλλωστε και ομοίωση του ενστικτώδους, αμνήμονος και ανιστόρητου στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Εάν δεν υπήρχαν εξωνημένοι, κενόδοξοι ή αλλοτριωμένοι κυβερνητικοί βουλευτές στην Ε.Κ. το ‘65, το βασιλικό πραξικόπημα θα αποτύγχανε. Χούντα δεν θα είχαμε το ‘67, ούτε απόσυρση της ελληνικής αποτρεπτικής μεραρχίας από την Κύπρο με τη συμφωνία της Κεσάνης το ‘68. Χουντοπραξικόπημα στην Κύπρο και επέμβαση της Τουρκίας δεν θα είχε υπάρξει (7.74). Αυτά συνέβησαν από Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Όπως συνέβη και στην καταστροφή του ‘22, για την οποία ο Κεμάλ είχε πει πως «δεν νικήθηκε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία, αλλά οι διεφθαρμένοι Έλληνες πολιτικοί». «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι...», λοιπόν.
Δεν υπάρχουν δικαιολογίες της στάσης στα ιουλιανά του νεαρού Κωνσταντίνου, ο οποίος διεκδικεί και την πατρότητα των κατάπτυστων επιστολών προς έναν εκλεγμένο με 53% Πρωθυπουργό τον Φεβρουάριο του ‘64. Ο βασιλικός οίκος των Γλύξμπουρκ είχε ανέκαθεν ως προμετωπίδα του οικοσήμου του τη φράση: «Ισχύς μου η αγάπη του λαού». Ποιου λαού -αείμνηστε για πολλούς λόγους- Κωνσταντίνε; Ποιον ελληνικό λαό εκφράσατε εξαναγκάζοντας σε παραίτηση εκλεγμένο Πρωθυπουργό και στο όνομα τίνος ορκίσατε τρεις αποστατικές κυβερνήσεις; Διάβασα προ 6ετίας την καλογραμμένη από τον κ. Μαλούχο αυτοβιογραφία σας. Δεν πείστηκα στα καίρια σημεία της. Σέβομαι, ωστόσο, μιαν οπτική, αν και δεν την κατανοώ. Υποκειμενικά εκφραστήκατε στο σκέλος της τριετούς ενεργού βασιλείας σας [64-67] αείμνηστε. Όμως, εξομολογούμαι. Κι εγώ που γράφω εδώ, υποκειμενικά εκφράζομαι, όπως πραγματώνεται και νοείται η εξιστόρηση για πρόσωπα και συμβάντα στο πραγματολογικό και ερμηνευτικό πλαίσιο της ιστορίας.
Στο ερώτημα τώρα εάν έπρεπε να γίνει κηδεία με τιμές αρχηγού κράτους (διότι με δημόσια δαπάνη σε μεγάλο μέρος έγινε), αρμόζει θετική απάντηση. Η ιστορία θέλει τον τέως βασιλέα σύμβολο του Συνταγματικού Βασιλείου της Ελλάδος σύμφωνα με το Σύνταγμα του ‘52. Αρέσει, δεν αρέσει, αδιάφορο. Η Κυβέρνηση -ενόψει μάλιστα εκλογών- δεν το τόλμησε, αν και ο πατέρας του σημερινού Πρωθυπουργού υπήρξε συμπρωταγωνιστής των ιουλιανών του ‘65, για τα οποία βάλλεται κυρίως ο τέως βασιλιάς. Υποτίθεται πως κατά το αφήγημα της κυβερνώσας παράταξης ορθά απέταξε τον Παπανδρέου ο Κωνσταντίνος το ‘65. Ορθά συνεργάστηκε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα ανάκτορα και ορθότατα η τότε ΕΡΕ υπερψήφισε τους αποστάτες, που παρέδωσαν την εξουσία στην ίδια. Ο Κυριάκος θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τη θλιβερή εκείνη περίοδο, με την οποία θα ταύτιζε την οικογένεια Μητσοτάκη η αντιπολίτευση. Εκλογές έρχονται και κεντρώες ψήφοι χρειάζονται. Μην τον αδικούμε, λοιπόν, πολιτικά και μην αξιώνουμε την πολιτική ορθότητα στην Ελλάδα να τίθεται υπεράνω του κομματικού συμφέροντος. Αυτού που παίδευε και θα παιδεύει μάλλον ισοβίως τον τόπο.