Η φωτογραφία αυτή ήταν η αφορμή να βγουν από τα πηγάδια της μνήμης οι νοσταλγικές στιγμές της εφηβείας μας.
Τη δεκαετία του 1960 σχεδόν όλα τα παιδιά που τελειώναμε το Δημοτικό Σχολείο της Ανατολής συνεχίζαμε τις σπουδές μας στο Γυμνάσιο της Αγιάς.
Υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Το δωμάτιο που νοικιάζαμε στην Αγιά, τις περισσότερες φορές ήταν ανήλιο και παγωμένο. Συγκατοικούσα με τον Κώστα Κακαβάκη. Για να νικήσουμε το κρύο, ενώναμε τα κρεβάτια μας και τρυπώναμε κάτω από τις βελέντζες που μας έδιναν οι μάνες μας. Το φτωχικό μας σπίτι διέθετε το κρεβάτι μας, το φανάρι όπου τοποθετούσαμε το φαγητό μας, ένα τραπέζι, ένα κουτάλι και ένα πιρούνι. Το ψυγείο ήταν άγνωστη πολυτέλεια την εποχή εκείνη. Η γκαζιέρα πετρελαίου μας έδινε την απαραίτητη φωτιά για να μαγειρεύουμε. Κυρίαρχο καθημερινό φαγητό οι τηγανητές πατάτες. Ευτυχώς πατάτες λίγο- πολύ διέθεταν όλες οι οικογένειες στο χωριό. Δευτέρα- Τετάρτη και Παρασκευή οι γονείς μας έρχονταν από την Ανατολή με τα ζώα με τη σειρά, και μας έφερναν τρόφιμα. Ακόμα έχω στη μνήμη μου τους μαθητές με τον τροβά στον ώμο, να διασχίζουν τους δρόμους της Αγιάς. Ωραία εικόνα. Έτσι περάσαμε τα γυμνασιακά μας χρόνια. Έξι χρόνια στο Γυμνάσιο, ομολογεί η Νίκη η συμμαθήτρια και συγχωριανή μου, δεν περίσσεψε μια δραχμή για να αγοράσουμε μια πάστα από το ζαχαροπλαστείο, για εμένα και τα δύο αδέλφια μου.
Έναν αιώνα ακριβώς πριν τα δικά μας γυμνασιακά χρόνια, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έγραφε στον ιερέα πατέρα του:
Εν Πειραιεί 9 Νοεμβρίου 1869
Σεβαστέ μου πάτερ!
Έλαβον την επιστολή υμών. Είχον λάβει 50 δραχμάς και τα ενδύματα. Πέμψατέ μοι παρακαλώ χρήματα.
Σας ασπάζομαι συν τη μητρί και πάσιν.
Ο υιός σας
ΑλέξανδροςΥ.Γ. Κατήλθον εις Πειραιά, μαθών ότι είχον επιστολήν και καλάθιον τι διά του Μαυρογιαλή, αλλά εσφαλμένως ο αυτός.Ο Γιάννης Βλαχογιάννης είναι ο ιστοριοδίφης και ο συγγραφέας στον οποίο οφείλουμε τη μνήμη του 1821. Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει τσαρουχά, όμως αυτός μπήκε στη μεγάλη περιπέτεια της γνώσης. Είχε, παρά την ακραία φτώχεια του, το κουσούρι να ψάχνει σαν λαγωνικό. Βρίσκει σ’ ένα μισογκρεμισμένο σπίτι κάτω από την Ακρόπολη τα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη. Ήταν πολύ φτωχός. Έγραφε στους γονείς του στην Ναύπακτο:
«Σας παρακαλώ αν είναι δυνατόν, να μου στείλετε μιαν κάλτσαν παλαιάν, διότι μου εχάθη εις το πλύσιμον μιά και αν είναι εύκολον, ολίγην σταφίδα». Παρότι πέρασε ένας αιώνας περίπου από τη ζωή των δύο μεγάλων συγγραφέων, η ζωή των έχει αρκετές ομοιότητες με την δική μας μαθητική ζωή.
Η τάξη μας είχε την τύχη στα Φιλολογικά μαθήματα να έχει καθηγήτρια την Έφη Καραμανλή. Σπουδαία δασκάλα. Την μνημονεύω πάντα με αγάπη. Σε εκείνη οφείλω την αγάπη μου για το βιβλίο, τους τραγικούς ποιητές και τους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς.
Η εφηβεία μας! Τα ωραία χρόνια της φτώχειας αλλά και της απέραντης ευτυχίας. Λατρεύαμε την ελευθερία μας την οποία μας παρείχε η φύση αφειδώς. Την άνοιξη όλες οι κερασιές ήταν δικές μας. Τις γνωρίζαμε μια μια. Σκαρφαλώναμε να γευτούμε τα κεράσια. Ακολουθούσε το μισητό σφύριγμα του αγροφύλακα. Το κυνηγητό στα χωράφια. Τα παράπονα στον Γυμνασιάρχη. Εμείς όμως συνεχίζαμε να κλέβουμε κεράσια.
Κάποτε ήρθε ο έρωτας. Έφταναν λίγα λουλούδια γιασεμιού στις χούφτες.
– Ξέρεις τι σημαίνει γιασεμί, μου είπε:
– Για σε ειμί.
Ακολούθησαν τα τραγούδια και οι καντάδες στις γειτονιές των κοριτσιών. Τα πάρτυ όπου κυριαρχούσε η Κομπαρσίτα. Ακόμα και τώρα όταν βρίσκω στον δρόμο πλανόδιο μουσικό, του παραγγέλνω να μου παίζει την Κομπαρσίτα. Ωραίο ταγκό! Ακούγεται βέβαια πιο ωραίο γιατί ξυπνά τις τρυφερές αναμνήσεις της νιότης μας. Ξυπνά στη μνήμη την ακμή των αισθήσεων:
Τι ωραία που μοσχοβολούσαν τότε τα κορίτσια!
Από τον Στέλιο Τσιανίκα