Ο γεωγραφικός προσδιορισμός του ελληνικού κράτους, φανερά περιορισμένος σε σύγκριση με τον μεγαλοϊδεατισμό που κυριάρχησε στο εσωτερικό του νεοσύστατου βασιλείου τον προηγούμενο αιώνα, συνοδεύτηκε από μία σημαντική, «ποιοτική», θα έλεγε κανείς, διαφορά στον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Αυτήν τη φορά, υπό το βάρος της ιστορικής συγκυρίας που επέβαλε την εγκατάσταση ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων σε μια χώρα, όπου διαβιούσαν μόλις πεντέμισι εκατομμύρια, η στροφή προς τον ρεαλισμό και τη δημιουργία οργανωσιακών κρατικών δομών υπήρξε μονόδρομος.
Οι βενιζελικές κυβερνήσεις που ανέλαβαν νομοτελειακά τις πρωτοβουλίες της «ανοικοδόμησης» του κράτους μετά την Καταστροφή ακολούθησαν «συνετή» εξωτερική πολιτική, τείνοντας χείρα φιλίας και προς αυτήν ακόμα την Τουρκία των έως τότε σκληρών αντιπάλων στο πεδίο της μάχης, Ισμέτ πασά και Μουσταφά Κεμάλ. Η στροφή αυτή δυσαρέστησε, εύλογα, τους πρόσφυγες, αλλά εξυπηρέτησε απόλυτα τις στοχεύσεις της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου που επιχείρησε να θωρακίσει τη χώρα από τον Βορρά.
Είναι αλήθεια ότι το πλήθος των εκδηλώσεων και δράσεων που έλαβαν χώρα στη διάρκεια της χρονιάς που απέρχεται δικαιολόγησαν τον χαρακτηρισμό του 1922 ως έτους-ορόσημου. Πληθώρα αξιόλογων εκδόσεων και συνεδρίων, παραγωγή ντοκιμαντέρ, αναδίφηση σε νέες πηγές ή αναψηλάφηση με κριτική ματιά παλαιότερων, εξοικείωση του μέσου πολίτη με τα τεκταινόμενα της εποχής ήταν μερικές από τις πτυχές της επετείου.
Καλύφτηκαν επαρκώς σχεδόν όλα τα πεδία της ιστορικής έρευνας που συνδέθηκαν με το πολυσήμαντο γεγονός: το πριν και το μετά, τα γεγονότα, οι πρωταγωνιστές, ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων, η εσωτερική πολιτική σκηνή, τα οικονομικά της Εκστρατείας, τα μίση και τα πάθη των ανθρώπων, οι αγωνίες και τα εμπόδια στον δρόμο για μια καινούργια ζωή και πολλά άλλα. Η προσέγγιση της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν διεπιστημονική και πολυσχιδής, καθώς το γεγονός αυτό καθαυτό για ξεχωριστούς λόγους, σε αρκετές περιπτώσεις βιωματικούς, κέντρισε το ενδιαφέρον όχι μόνο των ακαδημαϊκών και ιστοριοδιφών, αλλά και της κοινής γνώμης.
Βέβαια, σε ορισμένα ερωτήματα η έρευνα δεν κατέληξε σε σαφείς απαντήσεις, καθώς έχουν υποστηριχθεί αντικρουόμενες απόψεις. Σταχυολογούμε κάποια από αυτά: Έπραξε σωστά ο Βενιζέλος που ανέλαβε την ευθύνη να στείλει τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία ενεργώντας ως εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων; Η έκβαση του πολέμου θα ήταν διαφορετική εάν στο τιμόνι της χώρας δεν βρίσκονταν οι αντιβενιζελικοί μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, δεδομένου ότι οι τελευταίοι επανέφεραν τον βασιλιά Κωνσταντίνο, δυσαρεστώντας με αυτόν τον τρόπο τους Συμμάχους; Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η «Δίκη των Έξι» που οδήγησε στον θάνατο τους επικεφαλής της αντιβενιζελικής παράταξης με την έωλη κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας»;
Από την άλλη πλευρά, η μελέτη της περιόδου ανέδειξε αρκετές «βεβαιότητες»: Πρώτον, η έκρηξη του «Εθνικού Διχασμού» διαίρεσε τη χώρα σε δύο παρατάξεις, για κάποια περίοδο μάλιστα, μεταξύ 1916-1917, και σε δύο «χώρες», προκάλεσε μίση και πάθη, άνοιξε πληγές που χρειάστηκε δεκαετίες να επουλωθούν. Η πολιτική της Ελλάδας πρέπει να είναι κατά το δυνατόν αυτόνομη και να μη στηρίζεται αποκλειστικά στις προτεραιότητες και τις διαθέσεις των ισχυρών χωρών-συμμάχων που είναι ευμετάβλητες και κατευθύνονται από τα δικά τους συμφέροντα. Οι αποφάσεις των ισχυρών, πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών, διαμορφώνουν σε πολλές περιπτώσεις με βάναυσο τρόπο τη ζωή των απλών ανθρώπων που από τη μια στιγμή στην άλλη μετεωρίζονται μεταξύ ζωής και θανάτου, ευημερίας και εξαθλίωσης.
Είναι γεγονός ότι η επέτειος της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή αφορούσε στη διαχείριση μιας τραυματικής μνήμης για τον ελληνικό λαό, της απώλειας των μικρασιατικών εδαφών και κυρίως του άδικου ξεριζωμού τόσο μεγάλου αριθμού Ελλήνων που ήταν ριζωμένοι στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Το προσφυγικό στοιχείο, αφού αντιμετώπισε τις αντιξοότητες του πρώτου διαστήματος της εγκατάστασης, αναδείχτηκε στο πιο σφριγηλό ίσως και παραγωγικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας οικοδομώντας καινούργια ζωή από το μηδέν. Πολλοί από τους πρόσφυγες τρίτης ή τέταρτης γενιάς ζουν σήμερα με τις αναμνήσεις και τις μαρτυρίες των προγόνων τους για τις πατρίδες που χάθηκαν...
Από τον Βασίλη Πλατή,
φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.