Ακόμα και αλλόθρησκοι λαοί υιοθετώντας τη γέννηση του Χριστού ως βάση της χρονολογίας τους, δέχονται τη μοναδικότητα του Ιησού και τη γέννησή του ως μέγα ιστορικό γεγονός. Από τη νύχτα της άγιας αυτής ημέρας και μετά, μετρούμε τα χρόνια της ιστορίας. Τοποθετήθηκε στον μεσάζοντα χρόνο, από τον χειμωνιάτικο στον ανοιξιάτικο ήλιο, σύμβολο ενός νέου φωτός, μιας νέας ελπίδας, από την ταπεινή θεία βρεφική φάτνη. Ο ερχομός του Κυρίου για τη λύτρωση του κόσμου προαναγγέλθηκε νωρίς από τους προφήτες της Π. Διαθήκης. Η προσδοκία του Χριστού δεν ήταν μόνο αποκλειστικότητα των Ιουδαίων, αλλά και η προχριστιανική ανθρωπότητα περίμενε την έλευση του Λυτρωτή.
Η κοινή προσδοκία για τον ερχομό του λυτρωτή, ανάγεται στην αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, όταν μπήκε στη ζωή η κακοδαιμονία και ο θεός έδωσε υπόσχεση ότι την κακοδαιμονία αυτή θα άρει ο Γιος μιας Γυναίκας (Γεν. γ’ 14). Έτσι, στην Κίνα υπήρχε η προσδοκία του «Αγίου της Δύσης». και ο Κουμφούκιος, ονομάζει τον άγιο αυτό, θεάνθρωπο, ο οποίος θα σώσει την ανθρωπότητα, θα κυβερνήσει με σύνεση και θα οδηγήσει τον κόσμο στο Αγαθό «lun-yu,13,1”. H ζωή του θα είναι λαμπρή και ο θάνατός του θα προκαλέσει θλίψη. Ο Βούδας Γουτάμα, (5ος π.Χ.), έλεγε στους οπαδούς του: «Μετά από 500 χρόνια η διδασκαλία μου θα χρεοκοπήσει και θα γεννηθεί ο Μέγας Ειρηνευτής, με πολλούς μαθητές και θα φέρει την ειρήνη και σωτηρία στον κόσμο. Στους Πέρσες υπήρχε η αντίληψη ότι θα γεννηθεί σωτήρας εκ παρθένου και τη γέννησή του θα την αναγγείλει ένα λαμπρό αστέρι. Οι Ινδοί πίστευαν ότι οι άνθρωποι στην αρχή ζούσαν ευτυχισμένα με αρκετά αγαθά και λάτρευαν έναν θεό. Μετά, όμως οι άνθρωποι κύλησαν στην αμαρτία και ήρθαν πολλά δεινά, αλλά, όμως, θα εμφανιστεί κάποιος σωτήρας που θα επαναφέρει την τάξη. Στις Ρωμαϊκές παραδόσεις υπάρχουν μεσσιανικές προσδοκίες, όπως, αναφέρει ο Σενέκας «Ενός Τινός», που θα εμφανιστεί στο μέλλον. Ο Κικέρων, πίστευε ότι θα έρθει ένας μοναδικός δάσκαλος, ο θεάνθρωπος «Kikerde divinatione ii, cup 54 παρ110». Η πιο αξιόλογη μεσσιανική προσμονή είναι του Βιργιλίου στο ποίημά του Αινιάς, όπου αναφέρει ότι το Θείο Παιδί θα φέρει την ειρήνη και την ευτυχία στον κόσμο «Δ. Εκλογή στ’ 20». Ο Σωκράτης στην απολογία του επισημαίνει στους δικαστές του ότι «θα κοιμάστε στην υπόλοιπη ζωή σας, μέχρι ο θεός να στείλει κάποιον άλλον να σας φροντίσει (Πλατ Απολ. Σωκρ. 31). Εξάλλου, στην Πολιτεία του Πλάτωνα σκιαγραφείται η προσωπικότητα του λυτρωτή και γίνεται μνεία και για τον σταυρικό του θάνατο. Στον «Αλκιβιάδη» του Πλάτωνα γίνεται αναφορά για την προσευχή που θα μας διδάξει ο μελλοντικός λυτρωτής. Ο Ιησούς, η μεγαλύτερη προσωπικότητα όλων των εποχών, ικανοποίησε τις πανανθρώπινες αυτές προσδοκίες. Ο εορτασμός των Χριστουγέννων, με τα ποικίλα έθιμα παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα, αρχίζοντας με τα Κάλαντα, τα οποία έρχονται από το Βυζάντιο, όπου τα παιδιά την παραμονή της γιορτής γύριζαν με τους αυλούς στην Κωνσταντινούπολη και έψαλαν τα εγκωμιαστικά κάλαντα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα έλεγαν κυρίως άνδρες, γιατί τα μικρά παιδιά υπήρχε κίνδυνος να τα αρπάξουν οι Τούρκοι και να τα στείλουν στα χαρέμια τους. Τα Κάλαντα επιβιώνουν και σήμερα και είναι γιορτή των παιδιών. Στην περιοχή Ελασσόνας, του Ολύμπου και της Κοζάνης οι τσοπάνηδες με τις χονδρές κάπες τους τυλιγμένοι, με τις γκλίτσες και τους τορβάδες, έπαιζαν τα λεγόμενα «Κόλιντα» και μάζευαν κουλούρες, γλυκά, ξηρούς καρπούς.
Στη Μακεδονία το βράδυ της παραμονής βάζουν το Χριστόψωμο πάνω στο τραπέζι και δίπλα ένα ποτήρι με κρασί και το θυμιατό. Ο πατέρας θυμιατίζει το σπίτι και η μητέρα ρίχνει στο κρασί κομματάκια ψωμιού και μετά μεταλαβαίνουν όλοι από το κρασί. μετά δίνει να πιουν τα μέλη το κρασί. Ένα περίεργο έθιμο που συνάντησα στο Τρίγωνο του Έβρου και το περιέγραψαν οι μαθητές μου, ήταν το «Τσιτσί», το οποίο συνδέεται με τον ερχομό των καλικαντζάρων. Αυτοί παρομοιάζονται με μεγάλες γάτες, οι οποίες εμφανίζονται την παραμονή Χριστουγέννων, προκαλώντας ζημιές. Τα παιδιά κρατώντας μια βέργα, με τσατάλ, δηλαδή, διχάλα, γυρίζουν στα σπίτια και τραγουδούν το: Τσιτσί, Κολουντρί-χαπέ ντερεσέ ινγκούδιν, Δηλαδή, Τσιτσί Κολουντρί, ανοίξτε την πόρτα γιατί ξημέρωσε…
Βέβαια, οι άνθρωποι των αγροτικών και κτηνοτροφικών περιοχών έτρεφαν γουρούνι, το οποίο έσφαζαν τα Χριστούγεννα και κάλυπταν τις ανάγκες της χρονιάς από το κρέας του και τη λίγδα. Η γουρουνοχαρά, ένα ιδιαίτερο Θεσσαλικό έθιμο, έχει τη ρίζα του στην αρχαία Ελλάδα, όπου τότε είχε θυσιαστικό και εξιλαστήριο χαρακτήρα.
Από τον Απόστολο Ποντίκα,
δάσκαλο, θεολόγο, φιλόλογο