αναγράφουμε τα ονόματά τους. Συνήγοροι υπεράσπισης αναφέρονται οι Τσουκαλάς, Οικονομίδης, Ρωμανός και Παπαληγούρας.
Εξαρχής φοβερό κατηγορώ εξαπέλυσαν εναντίον των κατηγορουμένων ο πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης και ο στρατηγός Παπούλιας. Σημειωτέον ότι τη δίκη αυτή την παρακολουθούσε μέγα πλήθος, κόσμου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία με αισθήματα απερίγραπτης οργής εναντίον των κατηγορουμένων, αλλά δεν ήταν επίσης λίγοι και εκείνοι που δικαιολογημένα εξέφρασαν την απορία γιατί παραπέμφθηκαν μόνον αυτοί. Προφανώς η κοινή γνώμη περίμενε να δει αρκετούς ακόμα στα ειδώλια των κατηγορουμένων.
Όπως όμως κι αν έχουν τα πράγματα η ουσία είναι ότι συντελέστηκε μια τραγωδία που για τον Ελληνισμό σήμανε τη μεγαλύτερη ήττα της Ιστορίας μας και της ύπαρξης ως Έθνος. Είναι μυριάδες τα θύματα: νεκροί, τραυματίες, ξεριζωμένοι, πρόσφυγες, αιχμάλωτοι από πράξεις ή παραλείψεις των κατηγορουμένων. Για το μέγεθος της συμφοράς υπαινιγμοί μόνον έγιναν. Όμως η λαϊκή κατακραυγή, η οργή του στρατού, η αγανάκτηση της προσφυγιάς, απαιτούσαν από την επαναστατική κυβέρνηση αιματηρή κάθαρση, για να αποφευχθούν πιο ριζικές εξελίξεις. Θα δούμε όμως ότι αυτή η «κάθαρση» θα γίνει αφετηρία νέων αγεφύρωτων στην εσωτερική πολιτική της χώρας. Πάντως το κατηγορητήριο (εσχάτη προδοσία), όπως είδαμε ήδη σε προηγούμενο δημοσίευμα, θα μπορούσε να κριθεί και τυπικά και ουσιαστικό αβάσιμο.
Νομίζω όμως πως ένα γράμμα που έλαβε το δικαστήριο στη διάρκεια της δίκης από τον Ταγματάρχη Δ. Φλούλη, μεταξύ άλλων, έλεγε και τα εξής: «....Αν δεν θέλετε να έχουμε συμφορές, μη διστάσετε να είσαστε σκληροί. Προσέξτε. Το ρεύμα είναι τόσο ισχυρό, ώστε θα γκρεμίσει όλα τα φράγματα. Αυτοί οι προδότες εγκληματίες δεν δικαιούνται οίκτου. Μην ορρωδήσετε... μην λυπηθείτε κανέναν. Και σφάχτε!!!...» (Κ. Παπαδημητρίου Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, Τόμος Β’, σελ. 432).
Οι κατηγορούμενοι απολογήθηκαν. Αίσθηση πάντως προκάλεσε η αγόρευση του Ν. Στράτου που ήταν σωστός χείμαρρος. Και κάποια στιγμή που οι συνήγοροι υπεράσπισης κατηγορουμένων πήγαν να υποστηρίξουν πως δεν έπρεπε να βιαστούν και να δικάσουν τους κατηγορουμένους σε στρατοδικείο, τους κατακεραύνωσε ο Επίτροπος Γρηγοριάδης με τη συνταρακτική του ομιλία. Ξεκόβουμε ένα μικρό μέρος από την ομιλία του αυτή, πάλι από το βιβλίο του Κ. Παπαδημητρίου.
«...Εστρατήγει των κατηγορουμένων η Ομάς και η Πατρίς την τιμήν έχασεν και ο εχθρός ένεσιν δεκαετηρίδων ζωής υπέστη και χώραι Ελληνίδαι εδουλώθησαν και το σφαγείον πληθυσμών αδελφών ηνοίχθη και η ακτή της Ελληνικής θαλάσσης εκπληρώθη πτωμάτων...
Εστρατήγει των ολετήρων η σπείρα και της Σμύρνης η προκυμαία αιμοσταγής, και το βδέληγμα του Τούρκου αναβαστάζουσα, εσαρκώθη με το γαλανόλευκον ποίημα, συρόμενον αιχμάλωτον, ταπεινωμένον επί βρωμεροτήτων και τολμούν ακόμη την αμετανόητον να υψώνουν κεφαλήν θρασείαν, οι κατηγορούμενοι, και το φως να βλέπουν του ηλίου;... Λοιπόν, κύριοι στρατοδίκαι, μετανοώ εγώ και ανακαλώ το κατηγορητήριον.
Προτείνω σίτισιν εν τω Πρυτανείω των δικαζομένων και τότε όλοι σας και εγώ μαζί, ελάτε να φορέσουμε γυναικεία φουστάνια και ας χορεύωμεν τον χορόν της αναισχυντίας... δια να έλθουν και άλλοι Κυβερνήται να παραδώσουν εις τον εχθρόν και την μένουσαν Ελλάδα...».
Και στο σημείο αυτό ας γυρίσουμε νοερά τον χρόνο 100 ακριβώς χρόνια πίσω, ώστε με τη βοήθεια της Βενιζελικής εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» της 13ης Νοέμβρη του 1922, να αναπαραστήσουμε κάποια στιγμιότυπα των κατηγορουμένων και λίγο πριν τη δίκη, αλλά και κατά τις μέρες που έδιναν λόγο για τις πράξεις και τις παραλείψεις των ενώπιον του στρατοδικείου:
«Το θέαμα των κατηγορουμένων εις τα ειδώλιά των είναι φρικτόν. Έχουν πάρει έκφρασιν που προκαλεί τον οίκτον. Όπως εις όλους τους εγκληματίες, τους λείπει το θάρρος των πράξεών των. Έχουν λιποψυχήσει προ της ευθύνης. Κι όμως είναι οι ίδιοι, που κυβερνούσαν αγέρωχοι επάνω εις τα ερείπια. Πυρέσσει ο κ. Γούναρης εις την κλινικήν, αφικνείτο, λίαν ευδιάθετος εξ Εσπερίας το ίδιο βράδυ που τα όργανά του εδολοφόνουν τον Καβαφάκην. Έχει ημικρανίαν ο κ. Γούδας, ενώ ήτο λαλίστατος, όταν συνεννοείτο με πενήντα Τούρκους αδιακόπως ημέρας και νυκτός. Τρέμει ο κ. Στράτος, ενώ εξορμούσεν ηρωικώς κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Κλονίζεται ο κ. Ξ. Στρατηγός, ενώ ακράτητος διέτασσε προέλασιν πέραν του Σαγγαρίου. Μελαγχολεί ο κ. Χατζηανέστης, ενώ εχόρευε την παραμονήν της εκκενώσεως. Τρομάζει ο κ. Πρωτοπαπαδάκης, ενώ ήτο άτρομος προ του οικονομικού χάους. Σωριάζεται ο κ. Θεοτόκης, ενώ ατσαλάκωτος προητοιμάζετο διά το τσάι της Αγκύρας. Συγκινείται ακόμη και ο κ. Μπαλτατζής, ενώ παρέδιδεν ατάραχος τα πάντα εις τον εχθρόν».
Ο καθένας μπορεί ν’ αναπαραστήσει τα στιγμιότυπα και να κάμει τα σχόλιά του.
15η Νοέμβρη, ώρα 06:30, ξημερώματα. Επιτέλους το Επαναστατικό Στρατοδικείο εξέδωσε την απόφασή του, που άτυπα ήδη άρχισε να κυκλοφορεί από τις 02:15. «Καταδικάζει παμψηφεί με την ποινήν του θανάτου τους: Γεώργιον Χατζηανέστη, Δημήτριον Γούναρη, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν, εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.
Διατάσσει την Στρατιωτικήν καθαίρεσιν του Γεωργίου Χατζηανέστη, Αντιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, Υποστρατήγου, και Μιχαήλ Γούδα, Υποναυάρχου, και επιβάλλει εις αυτούς τα έξοδα και τέλη και δια προσωπικής των κρατήσεως.
Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου και κατά των: 1) Δημητρίου Γούναρη διακοσίων χιλιάδων δραχμών, 2) Νικολάου Στράτου δραχμών τριακοσίων τριάκοντα πέντε χιλιάδων, 3) Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη δραχμών πεντακοσίων χιλιάδων, 4) Γεωργίου Μπαλατατζή δραχμών ενός εκατομμυρίου, 5) Νικολάου Θεοτόκη δραχμών ενός εκατομμυρίου, 6) Μιχαήλ Γούδα δραχμών διακοσίων χιλιάδων.
Στο άκουσμα της απόφασης ρίγησαν φίλοι και αντίπαλοι των κατηγορουμένων. Δύο αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες σταμάτησαν απ’ έξω και η περιοχή αποκλείστηκε. Σε λίγο οι κατηγορούμενοι θα μεταφερθούν στο Γουδί, όπου όλα είναι έτοιμα για την εκτέλεση. Από το στρατοδικείο μετέφεραν εκεί τους μελλοθάνατους, ενώ τον Γούναρη που ήταν άρρωστος τον μετέφεραν από το νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν.
Εδώ δεν πρέπει ν’ αποφύγω ένα σχόλιό μου που έρχεται ως επακόλουθο μιας εσωτερικής λογικής διεργασίας ύστερα από εξαντλητική μελέτη όλου του υλικού που συγκέντρωσα γύρω από τη συγκεκριμένη δίκη.
Βασικά ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα ορισμένα αιχμηρά ερωτήματα τα οποία βεβαίως δεν τα απάντησαν ούτε οι κατηγορούμενοι κατά τη διαδικασία της δίκης:
- Γιατί συνέχισαν την εκστρατεία ενώ πριν τις εκλογές του 1920 την είχαν καταδικάσει;
- Γιατί αποφάσισαν την προέλαση ως το Σαγγάριο αντίθετα με τις υποδείξεις των στρατιωτικών επιτελών;
- Γιατί έδειξαν τόση αφοσίωση στον θρόνο κι έφεραν πίσω τον Κων/νο δίνοντας έτσι το πρόσχημα στις συμμαχικές μας δυνάμεις να μας εγκαταλείψουν στο έλεος των Τούρκων Εθνικιστών;
Αλλά και πέρα από αυτά μένουν και άλλες απορίες:
- Άραγε ένοχοι ήταν μόνον οι 8 που δικάστηκαν;
- Τόσο πριν, όσο και μετά την καταστροφή, μόνον οι Χατζηανέστης, Γούδας και Στρατηγός ήταν αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού;
- Γιατί για κάποιους άλλους (π.χ. Πρίγκιπας Ανδρέας, Δούσμανης κ.ά.) το στρατοδικείο περιορίστηκε σε συνοπτικές διαδικασίες;
- Γιατί η επαναστατική επιτροπή με τις προκηρύξεις της ήθελε καλά και τώρα το σχηματισμό Κυβέρνησης που να εμπνέει εμπιστοσύνη στην Αντάντ; Μήπως δεν μας είχαν εγκαταλείψει οι σύμμαχοί μας της Αντάντ;
Αλλά όσο κανείς τα ψάχνει, τόσο οι απορίες πληθαίνουν. Ας περιοριστούμε εδώ.
Ακολουθεί: «Η εκτέλεση των έξι». Τα σχετικά παρασκήνια.
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος
Φιλόλογος