Η συγκυβέρνηση Τζ. Τζανετάκη (2-7-89 έως 12-10-89) ήταν περισσότερο ένα ανιστόρητο modus vivendi μεταξύ ετερόκλητων πολιτικών σχηματισμών παρά ένας ιστορικός συμβιβασμός ιταλικού τύπου. Η προσωρινή συμφωνία μεταξύ αντικομμουνιστών και κομμουνιστών στόχευε τότε στην καθήλωση της δυναμικής και στην απαξίωση της προσωπικότητας του Α. Παπανδρέου αλλά και στο διαμελισμό του ΠΑΣΟΚ. Όχι βέβαια ότι ο Α. Παπανδρέου δεν υπέκυψε στον πειρασμό να χειραγωγήσει τις εξελίξεις ώστε να παραταθεί η παραμονή του στην εξουσία.
Ο «ιστορικός συμβιβασμός» στην Ιταλία αφορούσε στην πρόταση του εξαιρετικά δημοφιλούς κομμουνιστή ηγέτη Ενρίκο Μπερλιγκουέρ για προσαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας στις συνθήκες της γειτονικής χώρας με χειραφέτηση του ΙΚΚ από τη Μόσχα και κυρίως στην πρόταση για συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες. Εφεξής το ΙΚΚ, που στις εκλογές του 1976 έλαβε το 34,4% των ψήφων, θα ακολουθούσε μια πολιτική συμμαχιών (με τους σοσιαλιστές και τους καθολικούς) για να απεμπλακεί από τη «στρατηγική της έντασης» που προωθούσαν οι νεοφασίστες και για να μπορέσει να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση για ενίσχυση και μεταρρύθμιση του δημοκρατικού κράτους.
Ο Ε. Μπερλιγκουέρ που μαζί με τους Σαντιάγο Καρίγιο (Ισπανία) και Ζωρζ Μαρσαί (Γαλλία) συνέβαλαν στην ανάπτυξη του ρεύματος του Ευρωκομμουνισμού, έθεσε, με μια σειρά άρθρων του, τη θεωρητική βάση της ιδέας του Ιστορικού Συμβιβασμού. Εκεί μεταξύ άλλων τόνιζε: «Η αντιπαράθεση και η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα που έχουν σημαντική επιρροή στο λαό και από τα οποία σημαντικές μάζες του λαού αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται, οδηγούν στη ρήξη, στον κυριολεκτικό διχασμό της χώρας, που θα ήταν μοιραίος για τη δημοκρατία και θα παρέσερνε τα ίδια τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους. Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, πιστεύαμε πάντοτε πως η ενότητα των κομμάτων των εργαζο-μένων και των δυνάμεων της Αριστεράς δεν αρκεί για την εγγύηση της προστασίας και της προόδου της δημοκρατίας».
Η αναζήτηση αναλογιών (αλλά και διαφορών) μεταξύ της Ιταλίας της δεκαετίας του 70 με τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης συνιστά ούτως ή άλλως μια πνευματική άσκηση πέρα από ευφάνταστες θεωρίες συνωμοσίας στις οποίες είναι επιρρεπείς οι διάφοροι «ψεκασμένοι». Μια πρώτη ομοιότητα αποτελεί το ότι στη χώρα μας το ναζιστικό μόρφωμα, με αξιοσημείωτη σταθερότητα, ξεπερνάει ελαφρώς το 7% που ήταν το ποσοστό των νεοφασιστών της Ιταλίας. Η «στρατηγική της έντασης» των Ιταλών νεοφασιστών είδαμε να εκδηλώνεται και εδώ με κορύφωση τις άγριες επιθέ-σεις σε μετανάστες και με τη δολοφονία του έλληνα ράπερ Παύλου Φύσσα. Ο εγκλεισμός στη φυλακή της ηγετικής ομάδας της Χ.Α. μπορεί να μην περιόρισε τα ποσοστά της. Έφερε, όμως, προς το παρόν, ύφεση στις εκδηλώσεις βίας.
Από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ που μέσα σε απίστευτα ελάχιστο χρονικό διάστημα εκτοξεύτηκε σε ποσοστά που προσεγγίζουν το 30% του εκλογικού σώματος (όπως και το ΙΚΚ) αποτελεί κατά τεκμήριο τον αποκλειστικό κληρονόμο της παράδοσης του ευρωκομμουνισμού στην Ελλάδα και ως εκ τούτου είναι πολύ πιθανό να κληθεί σύντομα να απαντήσει στο δίλημμα: κυβέρνηση της Αριστεράς ή συμμετοχή σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας με την Αριστερά επικεφαλής; Ο Ε. Μπερλιγκουέρ είχε προκρίνει το δεύτερο. Στην Ελλάδα ο Αλέξης Τσίπρας-παρά την ρητορική του- συγκλίνει επίσης προς αυτό αλλά έχει μπροστά του περισσότερες δυσκολίες να υπερβεί καθώς δεν διατίθεται ο απαραίτητος πολιτικός χρόνος για την καλλιέργεια της ιδέας του ιστορικού συμβιβασμού. Γι’ αυτό το λόγο το «άνοιγμα» προς τους ΑΝΕΛ υπήρξε μια ευφυής κίνηση ώστε να γίνουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ οι-επί χάρτου-αναγκαίες ζυμώσεις και έως ότου δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για πιο ρεαλιστικές συμμαχίες τόσο με δυνάμεις του ενδιάμεσου χώρου (Ελιά, Ποτάμι κλπ) όσο και με δυνάμεις της λεγόμενης «φωτισμένης» Δεξιάς.
Επιπροσθέτως υφίστανται δυσκολίες που σχετίζονται με το εχθρικό σε τέτοια ιστορικά πειράματα ευρωπαϊκό (ή και το ευρύτερο διεθνές) περιβάλλον και με δεδομένο το διαφορετικό βαθμό εξάρτησης των δύο χωρών από ξένες δυνάμεις. Η Ιταλία του 1974 ήταν σε κρίση, αλλά δεν ήταν «δεσμώτης», ως αποικία χρέους, όπως η Ελλάδα του 2014 ή του 2015. Οι δυσκολίες δεν σταματούν εδώ: για το ταγκό του ιστορικού συμβιβασμού χρειάζονται περισσότεροι του ενός εταίροι. Στην Ιταλία υπήρχε ο Αλντο Μόρο, ως συνομιλητής του Μπερλινγκουέρ. Στην Ελλάδα οι πολώσεις με πρόσωπα (και όχι μόνο με πολιτικές), στην οξεία φάση της κρίσης, καθιστούν σχεδόν ανέφικτη τη σύγκλιση και τη συνεργασία εκτός αν οι συνθήκες επιτρέψουν την προώθηση νέων ηγεσιών σε κάποια από τα ενδιάμεσα πολιτικά σχήματα.
Στην Ιταλία ο Ε. Μπερλιγκουέρ χρησιμοποίησε το παράδειγμα της ανατροπής και δολοφονίας του Σαλβατόρ Αλλιέντε (11-9-73) ως εργαλείο και ως κίνητρο για την προώθηση του ιστορικού συμβιβασμού. Διότι το πιο σημαντικό δημοκρατικό πείραμα της λατινικής Αμερικής έλαβε τέλος έξι, μόλις, μήνες μετά την εκλογική νίκη των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού διαψεύδοντας τις προσδοκίες και τα όνειρα των κομμουνιστικών κομμάτων της δυτικής Ευρώπης για ειρηνική ανάληψη της εξουσίας. Στην Ελλάδα ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει στη διάθεσή του ανάλογο υπόδειγμα αλλά μπορεί να επικαλεσθεί τα όσα συμβαίνουν σήμερα στη Συρία ή όσα συνέβη-σαν πρόσφατα στις χώρες της βόρειας Αφρικής και ποια ήταν η κατάληξη των κινημάτων της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης. Ή τι συνέβη με την οικονομική κρίση στις χώρες της Ν. Ευρώπης.
Εξάλλου το όραμα για μια αμιγώς Αριστερή αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί αφενός να σκοντάψει στον πρακτικό λόγο των εκλογικών ποσοστών (σε συνδυασμό με ενδεχόμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου) και αφετέρου υφίσταται ο κίνδυνος να ενεργοποιήσει ανά πάσα στιγμή το ρήγμα της κοινωνίας μας που μεγέθυνε ο εμφύλιος πόλεμος και που οι ρίζες του αντλούν «υλικό» από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού και από τα προαιώνια ελαττώματα της φυλής μας. Στην Ιταλία δεν υπήρχαν ούτε πρόσφατος εμφύλιος ούτε εθνικός διχασμός ούτε ο πληθυσμός της είχε σε τέτοια έκταση και ένταση τα δικά μας ελαττώματα.
Άλλωστε ο ίδιος ο Μπερλιγκουέρ τόνιζε: «Θα ήταν εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς, ακόμα κι αν τα κόμματα και οι δυνάμεις της Αριστεράς κατόρθωναν να φθάσουν το 51% των ψήφων και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (πράγμα που από μόνο του θα ήταν ένα πελώριο προχώρημα στον συσχετισμό δυνάμεων στην Ιταλία), πως ένα τέτοιο ποσοστό θα επαρκούσε δήθεν για την επιβίωση και την επιτυχία της κυβέρνησης που θα εξέφραζε μία παρόμοια πλειοψηφία».
Η ροή των γεγονότων κατέδειξε, εκ των υστέρων, ότι παρότι ο Μπερλινγκουέρ συ-νέλαβε και ακολούθησε μια ιδιαίτερα έξυπνη στρατηγική περνώντας γι’ αυτό στην Ιστορία, στην πράξη το σχέδιο απέτυχε και το ΙΚΚ του 34% εξαφανίστηκε για να περάσει σταδιακώς η Ιταλία στην κατάσταση του «Μπερλουσκονισμού». Επίσης, το πείραμα της Χιλής, κυρίως, και οι προσπάθειες των λαϊκών κινημάτων ανά την υφή-λιο δεν μπόρεσαν να αναδείξουν, δυστυχώς, ένα σταθερό και βιώσιμο υπόδειγμα δημοκρατικής και σοσιαλιστικής διακυβέρνησης.
Ως εκ τούτων, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης με τις δυνάμεις του καπιταλισμού και δη του «πειρατικού» χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού να θριαμβεύουν παντού ισοπεδώνοντας τη μεσαία τάξη και τις κατακτήσεις των εργαζομένων, το να επιδιώκει η Αριστερά στην Ελλάδα τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να φυτέψει έναν κρίνο στην άνυδρη και καυτή έρημο Σαχάρα. Προφανώς δεν έχει καμιά ελπίδα επιβίωσης.
Δημήτρης Νούλας, Χημικός