Από τον Νίκο Κατσαρό
Ο πολίτης θέλει τον δικαστή «τέλειο και ολόκληρο και εν μηδενί λειπόμενο» κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Καταφεύγει σ’ αυτόν προσδοκώντας απόδοση του δικαίου του αντικειμενικά και δίκαια. Προσδοκά ότι η κατά συνείδηση κρίση του θα είναι απαλλαγμένη από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα». Είναι η έσχατη των προσπαθειών του να του αποδοθεί το αμφισβητούμενο δίκαιο από τον αντίδικό του, οποιοσδήποτε κι αν είναι εκείνος. Του εκθέτει τις απόψεις του με τα δικόγραφα, που καταθέτει. Θέτει υπόψη και τα αποδεικτικά τους στοιχεία. Τα αναλύει, τα εξηγεί για τυχόν υπάρχουσες ασάφειές τους. Αντικρούει τους αντίθετους ισχυρισμούς. Εκδηλώνει τη δική του θέση ως προς τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά τους στοιχεία της άλλης πλευράς. Και αναμένει τη δίκαιη κατά συνείδηση αμερόληπτη και αντικειμενική κρίση από τον δικαστή μετά την προσεκτική και πλήρη μελέτη της δικογραφίας στα πολιτικά ή των υποστηριζόμενων από κάθε πλευρά στα ποινικά δικαστήρια.
Ο δικαστής πείθει τον καλόπιστο διάδικο με την οριστική και αμετάκλητη απόφασή του, τον διάδικο που προσέφυγε σ’ αυτόν, αν ενεργεί κατά συνείδηση και όχι υπηρετώντας οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα ή αν τον οδήγησαν κάποιες άλλες μορφής σκοπιμότητες. Και γίνεται περισσότερο πειστικός για την κρίση του αν κατά τη διάρκεια της δικαστικής του διαδρομής εκπλήρωνε το χρέος του της ορθής απονομής της δικαιοσύνης με βαθιά μελέτη της δικογραφίας, με βασανισμό των εκατέρωθεν ισχυρισμών, με ευσυνείδητη προσπάθεια να ανεύρει και να αποδώσει το δίκαιο.
Στον δικαστή προσφεύγουν οι πολίτες ή αυτεπάγγελτα οδηγούνται σ’ αυτούς κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους και για ορισμένες υποθέσεις, που οι αποφάσεις γι’ αυτές έχουν πολιτικές προεκτάσεις κατάλληλα εκμεταλλευόμενες από τους ωφελούμενους πολιτικούς παράγοντες. Κυρίως στις περιπτώσεις αυτές, οποιοδήποτε κι αν είναι το περιεχόμενο της απόφασης, αναζητείται το ενδεχόμενο πολιτικό κίνητρο, που βάραινε για το περιεχόμενο της απόφασης. Οι δικαστές ως Έλληνες πολίτες έχουν κάθε δικαίωμα να έχουν τα πολιτικό τους πιστεύω. Υποχρεούνται όμως αυτά να μην επηρεάζουν την κατά συνείδηση την κρίση τους που πρέπει να διαμορφώνεται μόνον από την προσεκτική μελέτη της δικογραφίας, των εκατέρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων και των αποδεικτικών των μέσων, που τέθηκαν υπ’ όψη τους στο σχετικό φάκελο ή στο ακροατήριο. Ο δικαστής στη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του δεν πρέπει να αποκαλύπτει τις πολιτικές του θέσεις. Και το πράττουν αυτό όλοι, ή σχεδόν όλοι οι δικαστές. Είναι ένα αναμφισβήτητο καθήκον και όχι μόνον, για να επιτελούν χωρίς αντιδράσεις και κακόβουλη κριτική πολλές φορές για το έργο τους. Η πρόνοια αυτή, που είναι γενικό φαινόμενο με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, εξασφαλίζει στον δικαστή την απρόσκοπτη άσκηση του λειτουργήματός του.
Η δυνατότητα της εξαγωγής συμπεράσματος για τις πολιτικές απόψεις του δικαστή ενισχύονται σοβαρά μετά τη συνταξιοδότησή του, τότε που δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίζει να μην την κάνει γνωστή αφού περάτωσε το δικαιοδοτικό του έργο. Αλλά και αν δεν αναγκασθεί ο ίδιος να την αποκαλύψει τεκμαίρεται κατά τρόπο απόλυτο θα έλεγα από τη χρησιμοποίησή του από την πολιτική παράταξη, στις αρχές τις οποίες πίστευε και όταν ασκούσε το λειτούργημά του. Και μάλιστα η απόδειξη της πολιτικής του θέσης και κατά την ενεργή του περίοδο ενισχύεται πολύ περισσότερο από το ύψος της πολιτικής θέσης, του πολιτικού αξιώματος, που καταλαμβάνει ύστερα από επιλογή και απόφαση των ασκούντων την εξουσία ομοϊδεατών του.
Είναι λοιπόν πολύ ανθρώπινο, φυσικό, λογικό, κυρίως όσοι είχαν δίκαιο και ζημιώθηκαν από κάποιες αποφάσεις του, αλλά και πολλοί απ’ όσους βρίσκονται στην αντιπέραν όχθη, να εξηγούν την κρίση του από την πολιτική του θέση.
Περιορίζομαι σε μερικές επιλογές συνταξιούχων δικαστών για τη θεμελίωση, των παραπάνω.
Πρόεδρος του Αρείου Πάγου εκλέγεται συνεργάτης Αρχηγού Πολιτικού κόμματος αμέσως μετά τη συνταξιοδότηση και κατόπιν Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καταρρακώνοντας το κύρος της Δικαιοσύνης.
Οι πέντε από τους εφτά δικαστές, που αθώωσαν τον Ανδρέα Παπανδρέου για τις καταθέσεις των ΔΕΚΟ στην Τράπεζα Κρήτης (σκάνδαλο Κοσκωτά) αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή τους επιλέχθηκαν από την Κυβέρνηση του αθωωθέντα και κατέλαβαν ύψιστα πολιτικά αξιώματα (Γεν. Γραμματέας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Πρόεδρος Επιτροπής Ανταγωνισμού κ.α.). Το ζήτημα συζητήθηκε στη Βουλή σε ερώτησή μου.
Ανώτατος δικαστικός λειτουργός μετά τη συνταξιοδότησή του με επιλογή, χωρίς να είναι βουλευτής, γίνεται Υπουργός ή Υφυπουργός Δικαιοσύνης.
Και έτσι οδηγούμαστε με ασφάλεια, και σχεδόν με πλήρη απόδειξη, ότι οι δικαστές αυτοί και κατά τη διάρκεια του λειτουργήματός τους, όταν η απόφασή τους είχε πολιτικές προεκτάσεις, που ωφελούσαν την παράταξη, της οποίας αποδέχονται τις πολιτικές θέσεις, μεροληπτούσαν υπέρ αυτής.
Κι αν ακόμη δεν το έπρατταν, αυτήν την εντύπωση προκαλούσαν στην κοινή γνώμη και πολύ περισσότερο στον αδικηθέντα διάδικο.
Η τακτική αυτή είχε και άλλη παρενέργεια. Μερικοί από τους λοιπούς δικαστές, πλην των ανωτέρων και ανωτάτων που αξιοποιούνται πολιτικά, βλέποντας τέτοιες συμπεριφορές να δημιουργούν προϋποθέσεις διάκρισης και υψηλών αμοιβών λόγω των αποφάσεών τους ή έχουν άλλες πολιτικές επαφές, ακολουθούν την τακτική εκείνων για να είναι αρεστοί σε κάποιους που θα ασκήσουν την εξουσία μετά τη συνταξιοδότησή τους.
ΠΡΟΤΑΣΗ: Να απαγορευθεί από την Πολιτεία ο διορισμός συνταξιούχων δικαστών σε οποιαδήποτε πολιτική θέση, εκτός αν θέσουν υποψηφιότητα βουλευτή και κριθούν κατάλληλοι από τον λαό.
Η πρόταση τέθηκε υπόψη του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Τσιάρα.
* Ο Ν. Κατσαρός είναι πρ. αντιπρόεδρος της Βουλής.