Διαβάζοντας το πόρισμα της Επιτροπής Ειδικών για τις απογοητευτικές, έως θλιβερές, επιδόσεις των μαθητών στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών κατά τις διενεργηθείσες για πρώτη φορά εν Ελλάδι τον περασμένο Μάιο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα (η) «ελληνική P.I.S.A.» (διαδικασία λαβούσα αυτό το όνομα, καθώς ακολουθεί το μοντέλο εξετάσεων του ομωνύμου διαγωνισμού [Programme for International Student Assessment – P.I.S.A.] του ΟΟΣΑ), ειλικρινώς, απόρησα και προβληματίσθηκα, εστιάζοντας, λόγω συναφούς ειδικότητας (ΠΕ01), στην περίπτωση της Γλώσσας: μα καλά δεν γνώριζαν το πρόβλημα; Δεν ήξεραν ότι η υποτίμηση της Γλώσσας ως διδακτικού αντικειμένου έφερε την υποβάθμιση σε σημείο τέτοιο που οι πλείστοι των σημερινών μαθητών, όχι απλώς να αδυνατούν να μελετήσουν κείμενα του Παπαδιαμάντη, αλλά να δυσκολεύονται να εκφράσουν με σαφήνεια και διατυπώσουν με τον σωστό συντακτικό τρόπο και κανόνα μια σκέψη, μια ιδέα, μια πρόταση;
Στην παρατήρηση της Επιτροπής για το γλωσσικό μάθημα ότι «(…) οι μισοί μαθητές δεν κατόρθωσαν να αναγνωρίσουν την κεντρική ιδέα του κειμένου που τους δόθηκε για να το επεξεργασθούν και αναλύσουν πραγματολογικά, αλλά εστίασαν μονομερώς σε επιμέρους αποσπάσματα επιλέγοντας τη μερικώς ορθή και όχι την ορθή απάντηση, ή λανθασμένες απαντήσεις (…)» [βλ. «Καθημερινή», 08.10.2022, σελ. 3], θυμήθηκα την περίπτωση μιας παρόμοιας (φιλολογικο-θεολογικού περιεχομένου) δοκιμαστικής εξέτασης στην οποία είχα υποβάλλει προ ετών μαθητές μου στη Γ’ τάξη του Λυκείου. Θέλοντας, λοιπόν, να τους δώσω να καταλάβουν, να αντιληφθούν και να συνειδητοποιήσουν, ότι το θρησκευτικό μάθημα δεν είναι και τόσο εύκολο, όσο τουλάχιστον ορισμένοι εξ αυτών νόμιζαν, τους ζήτησα, στο πλαίσιο μια απλής ωριαίας (45λεπτης) εξέτασης, την ερμηνευτική (που πάει να πει τη φιλολογικο-θεολογική) προσέγγιση της προσευχής του «Πάτερ Ημών» που την άκουγαν απ’ το Νηπιαγωγείο και, ασφαλώς, ήξεραν να την απαγγείλουν απ’ έξω κι ανακατωτά…
Την αρχική χαρά για το «εύκολο» θέμα άρχισαν να διαδέχονται οι χαμηλοφώνως εκφραζόμενες απορίες των μαθητών προς τον διπλανό τους, τον μπροστινό τους, τον πίσω τους… «Ρε, συ τι θα πει «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών»;…. Tι σημαίνει «μη εισενέγκης» (ημάς εις πειρασμόν);… Aυτό το (αλλά) «ρύσαι» (ημάς από του πονηρού), από ποιο ρήμα προέρχεται και τι σημαίνει;». Φυσικά, δεν μπόρεσαν να παραθέσουν τη μικρή θεολογική ανάλυση που τους ζήτησα, γιατί αυτή προϋπέθετε τη φιλολογική που δεν την κατάφεραν γιατί αγνοούσαν τη σημασία και τη έννοια πολλών λέξεων -ουσιαστικών και, κυρίως, ρημάτων- του τόσο γνωστού, κατά τ’ άλλα, πλην …παπαγαλιστί μόνον – προσευχητικού αυτού κειμένου. Οι καλύτεροι μαθητές μόλις και μετά βίας έπιασαν τη (βαθμολογική) βάση και όλοι συνειδητοποίησαν ότι για να είσαι καλός στα Θρησκευτικά θα πρέπει να ξέρεις καλά Ελληνικά, γιατί η ουσία είναι να καταλαβαίνεις ό,τι διαβάσεις, να προσλαμβάνεις το νόημά του κι αν το συμμερίζεται, αν το αποδέχεσαι και το πιστεύεις (μιας και μιλάμε για τα Θρησκευτικά) να το κάνεις και πράξη στη ζωή σου κι όχι να το παπαγαλίζεις…
Ενθυμούμενος τα λόγια του αειμνήστου καθηγητού μας στη Θεολογική Σχολή Νίκου Ματσούκα, ο οποίος, θεωρώντας υψίστης αξίας και σημασίας τη γλωσσική κατάρτιση, μας επισήμαινε διαρκώς ότι «για να είσθε αύριο καλοί θεολόγοι, θα πρέπει να γίνετε τουλάχιστον μέτριοι φιλόλογοι», επιμένω στο θέμα της Γλώσσας, το οποίο θεωρώ πολύ σοβαρό ίσως και το πρωτεύον ζήτημα με το οποίο θα πρέπει το ταχύτερον -και κατά προτεραιότητα- ν’ ασχοληθεί το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΑΙΘ). Αποτελεί εδώ και χρόνια και προσωπική μου διαπίστωση ότι οι μαθητές αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν όρους ή να εμπεδώσουν έννοιες στα Θρησκευτικά, την Ιστορία ή τη Φιλοσοφία. Δυσκολεύονται να τεκμηριώσουν μια άποψη για σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα ή να τοποθετηθούν στον ιστορικό χρόνο και στον χώρο.
Θαρρώ ότι επιβάλλεται η δυναμική επιστροφή στα εργαλεία του Συντακτικού και Γραμματικής και συνδυαστική χρήση τους με κείμενα σοβαρά Αρχαιοελληνικά, βυζαντινής Γραμματολογίας, Πατερικής Θεολογίας, κ.ά. παράλληλα και συμπληρωματικά με τη διδασκαλία της Νεοελληνικής (όπως προτείνει και η Επιτροπή Ειδικών). Έτσι θα στηριχθεί δυνατά η σημερινή μορφή της γλώσσας μας και θα μπορούν να γίνουν προσιτοί οι γλωσσικοί της θησαυροί στη νέα γενιά. Δεν υποτιμώ τη σημασία και αξία των άλλων γλωσσικών μαθημάτων, όπως του μαθήματος των Αγγλικών που εισήχθη από την περσινή χρονιά -και- στο Νηπιαγωγείο, των Γαλλικών και των Γερμανικών, που διδάσκονται -και πολύ ορθώς διδάσκονται- στο ελληνικό σχολείο, ούτε τη διδασκαλία (από το Δημοτικό) θεματικών αντικειμένων της νέας τεχνολογίας (Ρομποτική / STEM, κ.λπ.), αλλά επειδή όλα, καθώς λένε οι τρανοί παιδαγωγοί, ξεκινάνε από τη μητρική Γλώσσα, καλό θα είναι να μάθουν και τα δικά μας παιδιά -οι μαθητές/-τριές μας- καλά Ελληνικά. Πρώτα Ελληνικά -καλά Ελληνικά- και μετά όλα τ’ άλλα.
Η γλώσσα είναι το κυριότερο εθνικό κεφάλαιο ενός λαού. Όταν κινδυνεύει αυτή κινδυνεύει και η εθνική του υπόσταση. Όσο γρηγορότερα πάρουν «χαμπάρι» στο ΥΠΑΙΘ ότι επείγει η αναβάθμιση της διδασκαλίας της Γλώσσας -σ’ όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης- τόσο καλύτερα για τους μαθητές μας, δηλαδή για το αύριο αυτού του τόπου, της χώρας, της πατρίδας μας.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01), δρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr).