Μου φάνηκε ευφάνταστα χαριτωμένη αυτή η ιδέα, όμως, αν ακούς πραγματικά τις σκέψεις των παιδιών, ξέρεις ότι στα λόγια τους κρύβεται συχνά μία σοφία. Τα σχολεία άραγε μεγαλώνουν; Μήπως γερνάνε;
Ζούμε αλλόκοτες μέρες, οι περισσότεροι από εμάς χτυπάμε με το αριστερό χέρι το δεξί όταν πλησιάζει στην τσέπη μας. Όπως μια μαμά αλλοτινής -ίσως- εποχής που φρουρεί σαν κέρβερος το λαχταριστό κέικ από λιχούδικα χεράκια που ετοιμάζονται για πλιάτσικο.
-Όχι, αυτό είναι για τις φίλες μου που θα έρθουν για επίσκεψη./Όχι, αυτά είναι για το ρεύμα που θα έρθει την άλλη εβδομάδα.
Ιεραρχούμε, λοιπόν, με σπαρτιατική φειδώ τις ανάγκες μας, τόσο τις υλικές όσο και τις ψυχικές. Κι αυτό, δυστυχώς, επηρεάζει το ήδη όχι και τόσο θετικό τοπίο στην ελληνική εκπαίδευση.
Το ελληνικό σχολείο κάποιες φορές μοιάζει με έναν χαμηλοσυνταξιούχο παππού. Χαίρεται πολύ που βλέπει τα εγγονάκια του και η χαρά είναι αμοιβαία, ωστόσο δεν αντέχει να τα κρατήσει για πολύ, γιατί από τη μια δύναμη πολλή δεν έχει, από την άλλη του περισσεύουν χρήματα μόνο για σοκοφρέτες και λίγες καραμέλες. Το ελληνικό σχολείο, δυστυχώς, γερνάει, όταν δεν υπάρχει αμφίδρομα αυτή η έμπρακτη σχέση εκτίμησης, σεβασμού και στήριξης. Κι αυτό αφορά όλα τα εμπλεκόμενα μέρη: κράτος, εκπαιδευτικούς, γονείς, παιδιά. Το σχολείο γερνάει όταν το παραμελούμε, όλοι μας, και δεν του παρέχουμε αυτά που χρειάζεται. Το σχολείο γερνάει και, δυστυχώς, το κράτος απλώς παρατηρεί.
Είναι, όμως, στου δασκάλου ή στης δασκάλας το χέρι να κρατήσει τη δυναμική του σχολείου ζωντανή και ακμαία. Γιατί ακόμη και ετυμολογικά η λέξη διδάσκω σημαίνει πολλά πράγματα, όπως μεταδίδω γνώσεις, εκπαιδεύω, συμβουλεύω και καθοδηγώ, εξηγώ και ερμηνεύω, ακόμη και προετοιμάζω θεατρικό έργο. Αυτή η πολυσημία της λέξης από τα αρχαία ελληνικά ακόμη, αν το καλοσκεφτεί κανείς, σου προκαλεί ένα δέος, το οποίο όμως δυστυχώς εξανεμίζεται μέσα σε όλα αυτά που βιώνουμε καθημερινά. Ας μην τα απαριθμήσω, τα ξέρετε, τα ξέρω κι εγώ.
Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει δυνητικά το δέος, καθώς εκτός από όλες τις παραπάνω σημασίες υπάρχει και άλλη μία ετυμολογική ερμηνεία, ακόμα πιο παλιά. Αυτή εντοπίζεται σε μία από τις μαμάδες των γλωσσών, την Ινδοευρωπαϊκή, και προσδίδει στον δάσκαλο την ιδιότητα αυτού που κάνει θαύματα. Ακόμη κι αν αυτή η ετυμολογική εξήγηση δεν ισχύει τελικά, είμαι σίγουρη ότι θα κάνει τους δασκάλους να χαμογελάσουν. Γιατί αυτή είναι και η αλήθεια. Μία δασκάλα, ένας δάσκαλος μπορεί να κάνει θαύματα, ακόμη κι αν βρίσκεται μέσα σε συνονθύλευμα προβλημάτων και κακώς κειμένων. Πόσο δε μάλλον, αν όλοι μας καταλάβουμε τον πολυσχιδή τους ρόλο και τους εμπιστευτούμε. Αν δώσουμε χρόνο και χώρο στην εκπαίδευση των παιδιών μας και αν αφήσουμε τον/την εκπαιδευτικό να παιδέψει για να εκπαιδεύσει, να καθοδηγήσει, να συμβουλέψει τα παιδιά μας, να δώσει εφόδια γνωστικά, αλλά και ψυχικά, ώστε να γίνουν πρωταγωνιστές στο έργο της ζωής τους, ώστε κι αυτά, με τον τρόπο τους, όταν μεγαλώσουν, να προκαλέσουν Δέος. Αυτό, από μόνο του, είναι ένα θαύμα. Και αυτό το θαύμα είναι που μπορεί να κρατήσει τα σχολεία αγέραστα.
Αγγελίνα Σοφιάδη