Ήταν τα όμορφα χρόνια της εφηβείας μου όταν η μουσική και ο χορός των παλιών δεκαετιών του ‘60 με ‘70 κυρίως άρχισαν να «γεμίζουν» το σώμα, το μυαλό και την ψυχή μου, δίνοντάς τα ένα νέο νόημα. Ο χώρος ήταν το μικρό καφενείο, στο χωριό καταγωγής μου, διότι το καφενείο τότε ήταν το κέντρο πολιτισμού του τόπου, δηλαδή ένα ζωντανό κύτταρο. Η έκφραση «σε χάσαμε από το καφενείο», σήμαινε ουσιαστικά ότι «σε χάσαμε από την κοινωνική ζωή». Ήταν ένας τόπος αγάπης και αναμνήσεων. Διάλεγες μια θέση απ’ όπου μπορούσες να χαζεύεις, να ακούς ιστορίες, γνώμες, απόψεις, να κουτσομπολεύεις, να πίνεις τον καφέ σου ή το ποτό σου και το βράδυ να πας στο σπίτι σου χαρούμενος που έφυγε και αυτή η μέρα με πλούσια συναισθήματα. Στο μέσον, λοιπόν, του καφενείου, δέσποζε ξεχασμένο από μια άλλη εποχή, αυτό το «μαγικό» μεταλλικό φωτεινό κουτί, για να επιτελέσει τις παλιές εποχές το καθήκον του, το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από το άδειασμα της τσέπης (κάθε τραγούδι και μια δραχμή και με ένα τάλιρο μπορούσες να επιλέξεις έξι τραγούδια), το πέρασμα του χρόνου μέχρι να νυχτώσει, αλλά και της ευχαρίστησης. Και εγώ εκεί δίπλα του υπερήφανος που το ανακάλυψα και αφέθηκα στη «μαγεία» του, ταξιδεύοντας με τις αγαπημένες μελωδίες των Απόστολου Καλδάρα, Κώστα Βίρβου, Χρήστου Κολοκοτρώνη, Δημήτρη Μητροπάνου, Γιώργου Νταλάρα, Τόλη Βοσκόπουλου, Στέλιου Καζαντζίδη, Μαρινέλλας, Αντώνη Ρεπάνη, αλλά και πολλών άλλων, που λόγω του περιορισμένου χώρου της εφημερίδας δεν μπορώ να σας αναφέρω. Τότε όλα τα καφενεία είχαν από ένα, αφού ήταν ο μοναδικός τρόπος για να ακούσουν οι πελάτες μουσική. Ουσιαστικά ήταν ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης, αφού τα παλιά γραμμόφωνα θεωρούνταν ξεπερασμένα, δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν εκεί μέσα, γιατί έπρεπε να υπάρχει κάποιος για να τα κουρδίζει συνέχεια. Ο ήχος, λοιπόν, αυτών των παλιών δίσκων των 45 στροφών αντηχούσε τόσο πολύ στα αυτιά μου και στα αυτιά σας, που από τότε χαράχτηκε πολύ βαθιά στη μνήμη μου και στη μνήμη σας. Ήταν αν θέλετε και το σημείο να αγαπήσω εγώ, αλλά και πολλές/πολλοί από εσάς, ακόμα περισσότερο την ελληνική λαϊκή μουσική και αργότερα και τον χορό αυτών των παλιών εποχών.
Να, λοιπόν, το σημάδι από τον ουρανό ή καλύτερα από το πάνω μέρος της βιβλιοθήκης μου, που θα με έβγαζε από τη δύσκολη θέση στην οποία είχα περιέλθει (να τελειώσω εδώ τα κείμενά μου, μου φαινόταν λίγο στενάχωρο, γιατί όλο αυτό το προηγούμενο διάστημα δέθηκα με τους ανθρώπους που με αγαπούν και με διαβάζουν)... Θα γράψω, λοιπόν, είπα για το τζουκ μποξ και τη χρυσή εποχή του και αμέσως αγαλλίασε ο ψυχικός μου κόσμος. Ήταν χωρίς αμφιβολία, το χαρακτηριστικότερο σύμβολο μιας χρυσής εποχής, όπου το συγκεκριμένο μηχάνημα ήταν πολύ διαδεδομένο και αποτέλεσε το σημείο αναφοράς της νεολαίας της εποχής εκείνης -και όχι μόνο- στη διασκέδαση και στην ψυχαγωγία της. Όλοι, μικροί - μεγάλοι, άκουγαν, χόρευαν και λικνιζόταν στους ήχους των τραγουδιών και της μουσικής του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποιον ο οποίος σηκώθηκε από την καρέκλα του, τοποθέτησε στο πάτωμα μερικά μικρά ποτήρια του κρασιού και στη συνέχεια έριξε ένα κέρμα στο τζουκ μποξ, διάλεξε ένα παλιό ρεμπέτικο και άρχισε να χορεύει πατώντας πάνω στα ποτήρια.
Μα τι ήταν τελικά αυτό το τζουκ - μποξ; Ποιο ήταν το θαυματουργό αυτό κουτί με τα φωτάκια που χάριζε ξέφρενα γλέντια, που με ένα κέρμα έπαιζε ό,τι τραβούσε η όρεξη του καθενός και της καθεμιάς;
Ήταν μια συσκευή αναπαραγωγής της μουσικής, που συνήθως λειτουργούσε με κέρματα, η οποία έπαιζε επιλεγμένα τραγούδια (ή ολόκληρους δίσκους) από μία εσωτερική «βιβλιοθήκη» δίσκων. Έριχνες πρώτα το κέρμα και στη συνέχεια επέλεγες ένα γράμμα και έναν αριθμό και σε δευτερόλεπτα έβγαινε από την αποθήκη ο «μαγικός δίσκος» και το επιλεγμένο σου τραγούδι. Σήμερα (λόγω και του χώρου) δύο μόνο μπορώ να ξεθάψω: «Στης Λαρίσης το ποτάμι που το λένε Πηνειό, αν τυχόν και δε με θέλεις, κει θα πέσω να πνιγώ», καθώς και το «Μην περιμένεις πια, όλα τελειώσανε...».
Ήταν αρκετά μεγάλο με στρογγυλό το πάνω μέρος και είχε για φιγούρα χρωματιστό φωτισμό στα πλαϊνά του και που έφτανε μέχρι το πάνω του μέρος. Είχε κουμπιά με γράμματα και αριθμούς, τα οποία όταν συνδυάζονταν χρησιμοποιούνταν ώστε να βρεθεί ένα συγκεκριμένο τραγούδι από κάποιον δίσκο.
Αυτό, λοιπόν, ήταν το τζουκ μποξ και η όμορφη ιστορία του. Το μαγικό μουσικό κουτί παλιών αλλοτινών εποχών που ήταν ταυτισμένο με τους λαϊκούς καημούς των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70 και που μάγεψε στην πορεία των χρόνων γενιές και γενιές ανθρώπων, διασκεδάζοντάς τους και ψυχαγωγώντας τους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν άρχισε να χάνει την αίγλη του και έφτασε στο σημείο σήμερα να είναι ένα συλλεκτικό αντικείμενο και αυτό γιατί έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Βλέπεις σήμερα τα παιδιά με το που μπαίνουν στο μαγαζί (είτε καφενείο λέγεται, είτε καφετέρια, είτε μπαρ, είτε ταβέρνα), αμέσως ζητάνε το password για το ιντερνέτ και δώστου με τα τηλέφωνα. Πάνε και τα φλερτ, πάνε και οι χοροί, πάνε και οι συζητήσεις, πάει και η ελληνική λαϊκή μουσική (δουλεύουν μόνο τα ξένα και τα κομπρεσέρ), πάνε και οι επαφές μεταξύ τους και στο τέλος καταλήγουν να εξαφανιστούν όλα αυτά, τα οποία κοινωνικοποιούν τον άνθρωπο.
Σταματάμε όμως εδώ, γιατί θέλω να πιστεύω ότι το παρελθόν δεν είναι παρά το μέλλον της νιότης μας.
Από τον Γιάννη Γούδα