Ακόμη και μετά την απελευθέρωση όμως, το παζάρι λειτουργούσε στη Λάρισα, παρότι άλλαξε τόπο και, από το Μπεζεστένι, μεταφέρθηκε στο Αλκαζάρ και στη συνέχεια στη Σκεπαστή Αγορά της Νεάπολης.
Με τη βοήθεια του πολύτιμου αρχείου της «Ε», θα μεταφερθούμε σχεδόν 120 χρόνια πίσω, παραθέτοντας την περιγραφή του λαρισινού παζαριού, από έναν Αθηναίο δημοσιογράφο που ήρθε και είδε το παζάρι με το πολύμορφο πλήθος του, το 1903.
Η περιγραφή του παζαριού ανήκει στον Δημήτριο Αναστασόπουλο και δημοσιεύτηκε στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια» (έτος Δ’, τεύχος 76, σελ. 104-109, στις 30.11.1903). Την αναδημοσίευσε με σχολιαστικό ύφος η «Ε», το 1953, φέρουσα την υπογραφή Μ.Μ.Π., απ’ όπου και την παραθέτουμε:
«Ο Αναστασόπουλος ο Αθηναίος μάς δίνει μια ζωηρή, πολύχρωμη εικόνα του «παζαριού», που διατηρούσε τότε ακόμα πάρα πολλά από τα χαρακτηριστικά μιας μεσαιωνικής αγοράς. Τα εμπορεύματα προέρχονται απ’ τη χειροτεχνία. Αυτό ικανοποιεί τον «Ελληνολάτρη» Αθηναίο που την ελληνικότητα τη ζητούσε περισσότερο στην επιφάνεια, στο ρούχο, εκεί δηλαδή που ίσως ευκολότερα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί: «Και είδα μαγαζιά γεμάτα ποίησιν ελληνικήν, αγνώς ελληνικήν. Δεξιά και αριστερά των τοίχων στημένοι αργαλειοί επρόβαλαν έτσι στο σκιόφως μέσα και υπό παμπαλαίας αραχνιασμένας οροφάς, έτσι στα βάθη εκεί, ως υπό καταχθόνια άγνωστα... Δεξιά και αριστερά λαρισινές γυναίκες και κορίτσια εργάζονται και φαίνονται εκεί σαν φαντάσματα... Από εκεί, ό,τι η φυλή ακόμη διέσωσε εθνικό εις το ένδυμα, έλαμψε και λάμπει. Μεταξωτά αράχνινα μαζί και φλοκάτες πλούσιες, μαζί με μαντήλια πλουμιστά, μαζί με κάπες λάγνες, όλα με ντέρτι εργασμένα και σεβντά σιγά-σιγά εκεί μέσα, τραγουδιστά και με καϋμούς υφαίνονται...».
Μέσα στο πλήθος των επισκεπτών δεν υπάρχουν αστοί ντυμένοι στα «φράγκικα». Κι όπου υπάρχουν ξεχωρίζονται και σημειώνονται όχι χωρίς κάποια ειρωνεία! Κάνουν εντύπωση «οι πλούσιες με τα ευρωπαϊκά ενδύματα». «Άλλοι με ευρωπαϊκά. Η εποχή, η μόδα βλέπεις». Αλλά οι επισκέπτες του παζαριού είναι κυρίως χωριάτες, βουνήσιοι και καμπήσιοι. Τι θα ’χει απομείνει σήμερα απ’ αυτήν την κυριαρχία της χωριάτικης φορεσιάς, της φτιαγμένης μέσα στα ίδια τα χωριάτικα νοικοκυριά ή τη χωριάτικη χειροτεχνία; Ο Αθηναίος βλέπει στο «πανηγύρι» να παρελαύνουν οι εκπρόσωποι της κάθε περιοχής με τις τοπικές φορεσιές και αισθάνεται περηφάνια. «Να οι μετσοβίτισσες. Με τα εγχώριά των. Εις το κεφάλι φεσάκι. Παπάζι από πάνω επίχρυσον, με φούντες μεταξωτές τριγύρω. Και από κάτω, τριγύρω του φεσιού, τσιμπέρι, με μεταξωτά γαϊτάνια κεντημένο. Στο κορμί φλοκάτα έως το γόνα μαύρη, και από μέσα μαβιά σιγκούνα έως την κνήμην. Μπροστά με βαρύτιμα κεντήματα, ποδιά. Και ζώνη χρυσοκέντητος στη μέση, με θηλυκωτήρια, μ’ αετούς, μ’ ανοιγμένα τα φτερά, ασημένιους, Γόβες μεταξωκεντημένες. Κάλτσες ολοκόκκινες».
Και συνεχίζεται η παρέλαση: «Να οι Βολιώτισσες. Οι ντόπιες. Του Άνω Βόλου. Με κοντογούνες με τ’ αρμάτα. Με στολίδια δηλαδή χρυσομετάξινα, πυκνότατα... Να οι Πορταρίτες. Οι εξαίσιοι του Πηλίου. Οι Κρητικοί του. Βράκα αδρά μέχρι της κνήμης. Ζουνάρι πολύπτυχο, μαβί. Από μέσα (γ)ελέκι εγχώριο με φουντωτά κουμπιά σαν θύσσανοι. Τζάκα από πάνω. Και στο κεφάλι, σκουφάκι ως το των ιππέων τούρκων... Να, οι Τρικαλινές σαν σεισοπυγίδες. Καμαρωτές, Μελαχροινές και νόστιμες. Να, οι Λαρισινές. Με τα φακιόλια των, οι παντρεμένες, και κοτσίδες. Χωρίς φακιόλι και μαζεμμένα τα μαλλιά ή ξέπλεκα, οι κόρες. Η παντρειά έτσι παίρνει όλη την ιερωσύνη της, κεκαλυμμένη... Να οι Εβραιίσες. Γυναίκες του Ισραήλ αποθεσσαλισθείσαι.
Καλλιπάρειοι. Εύγχρωμοι. Εξ ισπανικών πηγών παραπλανηθέντες ρύακες. Ομιλούσαι, πολλαί εξ αυτών, και ισπανιόλικα. Το ήθος όλες σκανδαλιάρισσες. Και όλες με ούτε ολίγα θύματα τριγύρω των... Προκλητικώς φιλάρεσκες. Μαγνήτες! Με ιδιόρρυθμον κόμμωσιν της κεφαλής. Περί το μέτωπον φέρουν μαργαριτάρια - πέρλα- κι’ επί της κόμης των, κάλυμμα μαργαριτοφόρον -καπαρέλλα... Να και οι Τούρκισσες ακόμη με σαλβάρια... Να και οι Σέρβοι. Να και οι ελληνόφωνοι Βούλγαροι, ντυμένοι ως οι Μετσοβίτες. Να απ’ το Περιβόλι και να απ’ τη Σαμαρίνα της Μακεδονίας οι Κουτσόβλαχοι...».
Και τελειώνει η παρέλαση με τους Καραγκούνηδες. Αλλά μπροστά τους εξαφανίζεται η ελληνολατρεία του Αθηναίου. Ενώ ξόδεψε τόσους επαίνους ακόμη και για τους... Βουλγάρους και για τους Σέρβους και για τους Τούρκους, για τους Καραγκούνηδες δεν έχει ούτε μια καλή κουβέντα να πει. Ας μην απορήσουν οι αναγνώσται μου. Βρισκόμαστε στα 1903. Είκοσι δύο χρόνια ύστερα απ’ την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα και εφτά χρόνια πριν απ’ την αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ. Χρόνια ανήσυχα για τον κάμπο. Οι Θεσσαλοί του κάμπου αφού κέρδισαν την εθνική ανεξαρτησία ζητούσαν ύστερα και οικονομική ανεξαρτησία. Ζητούσαν δηλαδή ν’ απαλλαγούν απ’ τα φεουδαρχικά δεσμά. Με κάτι τέτοια όμως κατάφεραν να χαλάσουν τα τσιφλίκια, και μαζί μ’ αυτά να χάσει και το παζάρι τον παλιό μεσαιωνικό, φεουδαρχικό χαρακτήρα του! Δεν γινόταν όμως αλλοιώς. «Παζάρι» στη Λάρισα χωρίς κολλιγιά στον κάμπο ασυμβίβαστα πράγματα».
Μ.Μ.Π.