Η πρόταση αυτή, λίγο ως πολύ, είναι γνωστή. Κρίνω, όμως, σκόπιμο να αναφερθώ, αρχικά, σε ορισμένες απ’ τις βασικές θέσεις της. Τάσσεται υπέρ της αρετής και κατά της κακίας. Υπέρ της αγάπης του σύμπαντος κόσμου και της συγνώμης και κατά της έχθρας και του μίσους. Υπέρ του τίμιου ιδρώτα, αλλά κατά της οκνηρίας, της κλεψιάς, της βίας και του φόνου. Υπέρ της νηστείας, της εγκράτειας και της μυστηριακής ζωής, αλλά κατά της αχαλίνωτης ακολασίας. Υπέρ της ελεημοσύνης και κατά του επίγειου πλουτισμού. Τάσσεται, ακόμη, κατά της μοιχείας και της πορνείας, ενώ ενδιαφέρεται περισσότερο για τα επουράνια και αιώνια, αλλά πολύ λιγότερο για τα επίγεια και προσωρινά.
Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, και παρότι η Ορθοδοξία έχει βαθιές ρίζες στον τόπο μας, άρχισε να γίνεται λόγος για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, προαιρετική παρακολούθηση ή και κατάργηση, ακόμη, της διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα σχολεία, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους ποικιλώνυμοι εχθροί της. Ορισμένοι απ’ αυτούς ήταν και παραμένουν οπαδοί του επίγειου υλιστικού πνεύματος, της χωρίς περιορισμούς ελευθερίας και της ακολασίας, που ελέγχει και καταδικάζει ο Χριστιανισμός. Άλλοι, πάλι, τον είδαν ως εμπόδιο στις πολιτικές τους επιδιώξεις, γιατί τάσσεται κατά του φανατισμού, του διχασμού και της μισαλλοδοξίας και υπέρ της αταξικής και χωρίς άλλες διακρίσεις κοινωνίας. Παρουσιάζοντάς τον, λοιπόν, ως όπιο, που κοιμίζει συνειδήσεις και το αγωνιστικό φρόνημα, ξεσπαθώνουν κατά της Εκκλησίας κατηγορώντας την ως οπισθοδρομική και ξεπερασμένη απ’ τις εξελίξεις.
Τη μεγαλύτερη, όμως, ζημιά την κάνουν, όσοι διαθέτουν, υπερβολικά, αμβλυμμένη χριστιανική συνείδηση και κάνουν εκπτώσεις στις υποχρεώσεις τους ,επειδή ορισμένοι περιορισμοί του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας είναι δύσκολοι στην εφαρμογή τους. Υπηρετώντας, όμως, τον Θεό και το χρηματικό συμφέρον, ταυτόχρονα, και ακολουθώντας μια επαμφοτερίζουσα πορεία χάνουν, τις περισσότερες φορές, τον προσανατολισμό τους, αφού πορεύονται χωρίς πυξίδα. Με τη συμπεριφορά τους αυτή, όμως, συμβάλλουν, όπως και οι προηγούμενοι, στη νοθεία, στην υποβάθμιση, αλλά και στην εγκατάλειψη της Χριστιανικής πρότασης ζωής από πολλούς Νεοέλληνες, με αποτέλεσμα να πληρώνει η χώρα, καθημερινά, βαρύ και ακριβό τίμημα.
Έτσι, οι τραμπουκισμοί, οι βανδαλισμοί και η φθορά δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, η κλεψιά, η ρατσιστική βία, οι τρομοκρατικές ενέργειες και η εγκληματικότητα παρά τις παρεμβάσεις της Πολιτείας αυξάνονται αντί να μειώνονται καθιστώντας ζούγκλα την καθημερινότητά μας. Η δικαιοσύνη, επίσης, δεν προλαβαίνει να εκδικάζει όλες τις δικαστικές υποθέσεις, με αποτέλεσμα αρκετά αδικήματα να παραγράφονται, ενώ οι υπάρχουσες φυλακές δεν επαρκούν, για να στεγάσουν και να προσφέρουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στους τροφίμους τους. Οι πλούσιοι, χρόνο με τον χρόνο, γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, ενώ τα βοηθήματα της Πολιτείας προς αυτούς είναι πενιχρά και δε σώζουν την κατάσταση, αφού η αλληλεγγύη προς τους πάσχοντες εκ μέρους των εχόντων δεν είναι η ενδεδειγμένη.
Πέραν όλων αυτών, η πορνεία, η πορνογραφία, η σεξουαλική κακοποίηση, οι ελεύθερες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών και όχι μόνο, διαρκώς, διευρύνονται και νομιμοποιούνται βάζοντας στο περιθώριο την ηθική ζωή. Αλλά και οι γάμοι με την πάροδο του χρόνου λιγοστεύουν, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί, που, εύκολα, διαλύονται αφήνοντας παιδιά στο έλεος του Κυρίου. Δεν είναι λίγες, όμως, και οι οικογένειες εκείνες, που, ενώ έχουν λυμένο το πρόβλημα της ανεργίας, αδιαφορούν ή δεν παρέχουν τη δέουσα ανατροφή και φροντίδα σ’ αυτά, γιατί τους απορροφούν άλλα ενδιαφέροντα, όπως το κυνήγι του πλούτου, η υπερκατανάλωση, η καλοπέραση και η διασκέδαση, μια που πολλούς έχει κατακυριεύσει το δόγμα, που λέει, ό,τι φάμε επί γης, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξουμε.
Όλα αυτά και άλλα εξίσου θλιβερά οφείλονται, κατά τη γνώμη μου και κατά βάση, στην απομάκρυνσή μας απ’ τον Θεό και στην υποβάθμιση του χριστιανικού τρόπου ζωής, που τα αποτρέπει. Γι’ αυτό, καλό είναι να ξαναγίνει η βιοθεωρία του χριστιανισμού βασικό σημείο αναφοράς για όλους μας, μήπως και δούμε μέρες καλύτερες. Διαφορετικά, ζήτω, που καήκαμε.
Από τον Κώστα Γιαννούλα