Το έργο «μάς ξεναγεί σε μια ολόκληρη εποχή, στην καρδιά και στην ψυχή μιας πόλης. Ο Λαχανάς σε αυτό το βιβλίο συνθέτει με έναν τρόπο μοναδικό θα έλεγα το συλλογικό και το ατομικό. ...Είναι μια άλλη λογοτεχνία, ένα ρεύμα όχι αντίθετο, αλλά παράλληλο προς την επίσημη, τη βραβευμένη, τη σπουδαία, αλλά εφήμερη στην πραγματικότητα λογοτεχνία και τις απομιμήσεις της» τονίζει σήμερα στην «Ε» ο σκηνοθέτης της παράστασης «Η πόλις, Μυθιστορηματική ανθρωπογεωγραφία της Λάρισας», Δημήτρης Τσουμάνης, λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης που θα πραγματοποιηθεί αύριο και ώρα 9 μ.μ. στο Θέατρο της Αυλής του Μύλου. Ο Λαρισαίος συγγραφέας στη συνέντευξή του μιλάει για την παράσταση που «είναι μια εξερεύνηση», την επιλογή του να διασκευάσει και να σκηνοθετήσει το συγκεκριμένο βιβλίο, τον Μάκη Λαχανά, το στοιχείο που ήθελε να αναδείξει με τη σκηνοθεσία του, αλλά και το πώς συνδυάζεται η «μελέτη» του αστικού τοπίου με το θέατρο και τον κινηματογράφο που έχει σπουδάσει. Ο Δημήτρης Τσουμάνης θα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το θέατρο και ο κινηματογράφος «δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να δημιουργούν ένα σχήμα, ένα πλαίσιο που μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε πράγματα που δεν θα βλέπαμε αλλιώς, για την ακρίβεια σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα που προηγουμένως μας ήταν αδιανόητες. Το ίδιο συμβαίνει και στην εξερεύνηση του αστικού τοπίου».
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή
* Κύριε Τσουμάνη, τι ακριβώς είναι η παράσταση που κάνει πρεμιέρα αύριο; Ωδή στη Λάρισα, ωδή στον Μάκη Λαχανά, ίσως στη μνήμη ή μήπως τίποτα απ’ όλα αυτά;
-Είναι μια εξερεύνηση. Με άλλα λόγια, όλα αυτά και τίποτα. Τώρα που το σχέδιο αυτό οδεύει προς την ολοκλήρωσή του, η παράσταση θα μπορούσα να πω ότι ναι, κατά κάποιον τρόπο είναι και μια ωδή στην πόλη. Αναπόφευκτα!
* Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο βιβλίο, τη μυθιστορηματική ανθρωπογεωγραφία της Λάρισας;
-Γιατί μας ξεναγεί σε μια ολόκληρη εποχή, στην καρδιά και στην ψυχή μιας πόλης. Ο Λαχανάς σε αυτό το βιβλίο συνθέτει με έναν τρόπο μοναδικό θα έλεγα το συλλογικό και το ατομικό. Πουθενά δεν φαίνεται η ιδιότητά του ως ψυχιάτρου, τίποτα δεν λέγεται από καθέδρας όπως λέμε. Το βιβλίο έχει μορφή ανοιχτή. Όλα είναι ανοιχτά, είναι βαθιά ανθρώπινο. Είναι μια άλλη λογοτεχνία, ένα ρεύμα όχι αντίθετο, αλλά παράλληλο προς την επίσημη, τη βραβευμένη, τη σπουδαία, αλλά εφήμερη στην πραγματικότητα λογοτεχνία και τις απομιμήσεις της. Είναι ένα ρεύμα που έχει άλλους ρυθμούς, κινείται σε άλλα πεδία, αγγίζει άλλες χορδές...
ΨΗΦΙΔΩΤΟ
* Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταφέρετε επί σκηνής ένα ημιτελές σπονδυλωτό βιβλίο; Ποιο στοιχείο θέλετε να αναδείξετε με τη σκηνοθεσία σας;
-Είναι δύσκολο, νομίζω όλοι το καταλαβαίνουν αυτό. Η δυσκολία είναι να βρεθεί η κατάλληλη, η ειδική μορφή θεάτρου που θα υποδεχθεί το συγκεκριμένο μυθιστορηματικό υλικό, με όλες τις ιδιαιτερότητες που έχει αυτό. Προσπάθησα να συνθέσω τις ιστορίες με διάφορους τρόπους, από πολλές και διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ο τρόπος μου είναι οι συνειρμοί, ψηφίδες, λεπτομέρειες που σχηματίζουν παραλλαγές και μοτίβα ή απρόβλεπτες εικόνες και αντιθέσεις. Το υλικό του βιβλίου είναι εκπληκτικό από αυτήν την άποψη. Ένα ψηφιδωτό για την πόλη, τη μνήμη, τις πολλές διαστάσεις της μνήμης.
ΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ
* Έχετε σπουδάσει θέατρο και κινηματογράφο και παράλληλα «μελετάτε» το αστικό τοπίο. Συνδυάζονται αυτά;
-Ευχαριστώ για την ερώτηση. Απολύτως συνδυάζονται. Έχω διαπιστώσει όμως ότι οι καλλιτέχνες, όπως και οι αρχιτέκτονες, έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται περισσότερο τις διαφορές της τέχνης τους από τις άλλες τέχνες και λιγότερο ή καθόλου τις υπόγειες ή εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ των τεχνών! Αυτό ως γενική παρατήρηση. Στο ερώτημα τώρα. Τι κάνει το θέατρο ή ο κινηματογράφος; Δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να δημιουργούν ένα σχήμα, ένα πλαίσιο που μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε πράγματα που δεν θα βλέπαμε αλλιώς, για την ακρίβεια σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα που προηγουμένως μας ήταν αδιανόητες. Το ίδιο συμβαίνει και στην εξερεύνηση του αστικού τοπίου. Τα κτίρια που τραβούν την προσοχή μας, διάσπαρτα σε διάφορα σημεία του λεγόμενου -όχι τυχαία- αστικού ιστού, αρχίζουν να συνδέονται, να σχηματίζουν σταδιακά ένα είδος αφήγησης: Είναι σαν να μας λένε μια ιστορία, για τους ανθρώπους που τα έχτισαν, για τους ανθρώπους που τα κατοίκησαν, για μια ολόκληρη εποχή. Είναι σαν να βλέπεις την πόλη για πρώτη φορά... όπως δεν την έχεις ξαναδεί ποτέ. Όλα αυτά που υπάρχουν γύρω μας και μένουν απαρατήρητα, όταν δεν υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος, ένα νήμα, ένας μίτος να τα ενώσει.
* Πείτε μας μια ενδιαφέρουσα ιστορία που έχετε εντοπίσει περιηγούμενος στη Λάρισα...
-Από τους περιπάτους και τις περιπλανήσεις στη Λάρισα προήλθε η ιδέα για μια παράσταση με θέμα την πόλη. Το πιο ωραίο, ίσως, είναι ότι σε ανύποπτες στιγμές, σε μια φάση δηλαδή που είχε ολοκληρωθεί ένας δικός μου πρώτος κύκλος εξερεύνησης, είδα νέα κορίτσια και αγόρια να φωτογραφίζουν με τα κινητά τους κτίρια στα οποία είχα σταθεί κι εγώ και είχα φωτογραφίσει. Το αστικό τοπίο είναι κάτι ζωντανό. Αυτό θα ήθελα να επισημάνω αυτήν τη στιγμή. Οι ιστορίες που «εντόπισα» είναι ένα άλλο κεφάλαιο που θα μας πήγαινε αρκετά μακριά. Θα χαρώ να το συζητήσουμε όταν έρθει η ώρα.
ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ
* Πώς νιώθετε που σκηνοθετείτε για το φημισμένο Θεσσαλικό, το Θέατρο του τόπου σας;
-Νιώθω πολύ ωραία για τη σύμπνοια που υπάρχει από την αρχή με την Κυριακή Σπανού, την οποία και ευχαριστώ από καρδιάς. Στο Θεσσαλικό πρέπει να σας πω ότι μυήθηκα κι εγώ στο θέατρο ως θεατής. Αξέχαστες παραμένουν οι παραστάσεις του αρχαίου δράματος, οι σκηνοθεσίες του Κώστα Τσιάνου. Εκεί ανακάλυψα την τελειότητα της ολοκληρωμένης φόρμας, που μέχρι τότε τη γνώριζα από τη ζωγραφική. Ήταν σαν να έβλεπα στον χώρο, στις τρεις διαστάσεις, τα στοιχεία που με μάγευαν από παιδί στους πίνακες να αποκτούν κίνηση και ζωή.