Περίμεναν δηλαδή πώς θα είναι και πάλι μια μέρα ρουτίνας σαν όλες τις άλλες που περνούσαν στο μέτωπο περιμένοντας χωρίς στην ουσία να ξέρουν τι περιμένουν.
Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες οι Τούρκοι στρατιώτες τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Αυγούστου περίμεναν να δοθεί το σύνθημα. Και δόθηκε, όταν η ώρα ήταν 4.30, ακόμα νύχτα. Απότομα καταιγισμός πυρών από 200 τουρκικά πυροβόλα, μερικά υπερσύγχρονα για την εποχή, που τους είχαν δώσει οι σύμμαχοί μας. Κυρίως οι Γάλλοι ξερνούσαν φωτιά σ’ όλη την αμυντική γραμμή του Αφιόν Καραχισάρ. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο τα προκεχωρήμενα ελληνικά χαρακώματα ισοπεδώθηκαν εντελώς και τα ανυποψίαστα στρατιωτικά τμήματα αποδεκατίστηκαν πριν οι Έλληνες καταλάβουν ακόμα το τι γίνεται γύρω τους. Και σαν ο Κεμάλ τελείωσε με το πυροβολικό του, εξαπέστειλε το πεζικό. Συντάχτηκε επιτέλους και το δικό μας πεζικό και μπήκε μπροστά στο τουρκικό, οπότε και απ’ τις δύο πλευρές έχουμε εκατόμβες νεκρών. Και η νίκη πότε χαμογελούσε στους μεν και πότε στους δε. Οι Τούρκοι όμως κοντά στα πολλά άλλα πλεονεκτήματά τους είχαν εκπονήσει σχέδιο δράσης άριστα μελετημένο κι είχαν τον αρχιστράτηγό τους δίπλα τους. Το τι είχαν οι Έλληνες απέναντι σ’ όλα αυτά, θα είναι ειρωνεία να επιχειρήσουμε την όποια σύγκριση.
Προς το απόγευμα το 49ο Σύνταγμα του Πεζικού μας οπισθοχώρησε δημιουργώντας ένα τεράστιο κενό. Ρίχτηκε όμως αμέσως κατά κει ο Ν. Πλαστήρας με ένα τάγμα του 5/42 συντάγματος, αλλά συνάντησε καταιγισμό πυρός, ώστε από τους 700 άντρες του οι 500 βγήκαν εκτός μάχης. Όμως το σύνολο του στρατού κρατούσε γερά και ο διοικητής του Α’ σώματος στρατού αντιστράτηγος Ν. Τρικούπης προσπαθούσε πεισματικά να κρατήσει τις θέσεις του όλη τη μέρα. Αλλά μπροστά στον απειλητικό κίνδυνο της καταστροφής τηλεγράφησε σχετικά στον Χατζηανέστη στη Σμύρνη. Εκείνος αμέσως διέταξε τον Τρικούπη να κρατήσει το μέτωπο «πάση θυσία μέχρι τελευταίας σπιθαμής», ενώ στην κυβέρνηση τηλεγραφούσε ότι «η μάχη εξελίσσεται ομαλώς». Τελικά θα πεθάνω με την απορία: Άραγε ποιοι εγκέφαλοι επέλεξαν αυτόν τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει τον Κεμάλ; Και γιατί τον έφεραν από την Ελβετία; Μήπως και εδώ κινήθηκε ο συμμαχικός δάκτυλος; Όπως και να έχουν τα πράγματα οι τρεις σύμμαχοί μας στο μέτωπο έπαιξαν την Ελλάδα στα σημαδεμένα ζάρια τους και την κατέστρεψαν. Και μην απορήσετε για το πώς θα έβρισκαν στην Ελλάδα ζάρια σημαδεμένα.
Η ώρα έφτασε σχεδόν 4.00 το απόγευμα της ίδιας μέρας. Και οι δύο αντίπαλοι στρατοί έδειχναν κατάκοποι και επιθυμούσαν για ‘κείνη τη μέρα να σταματήσουν την αναμέτρηση. Ξαφνικά από μακριά ακούστηκαν φωνές: «Μας κύκλωσε το τουρκικό ιππικό...». Και να τι αποδείχτηκε πως είχε συμβεί. Περί τα μεσάνυχτα της προηγούμενης νύχτας (12η -13η Αυγούστου), πριν εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση, τρεις τουρκικές μεραρχίες και μιαν ορειβατική πυροβολαρχία έκαναν έναν παράτολμο ελιγμό. Ανέβηκαν από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι στο στενό του Τσάι Χισάρ του όρου Ακάρ Νταγ κι από κει κατέβηκε το τουρκικό ιππικό και ξεχύθηκε στην πεδιάδα στα νώτα του στρατού μας. Κατέλαβε τον σιδηροδρομικό σταθμό κι έκοψε τις επικοινωνίες και συγκοινωνίες του Α’ και Β’ σώματος στρατού, που επικοινωνούσαν με τη Σμύρνη. Η ειρωνεία είναι ότι όταν οι Έλληνες επιτελείς αξιωματικοί του έδειξαν το σημείο αυτό, προτού ανεβούν οι Τούρκοι, τους απάντησε περιφρονητικά πως μόνο κατσίκια μπορούν ν’ ανέβουν εκεί. Αν όμως και ο Τρικούπης είχε πιο προνοητικό μυαλό -αν είχε- και τοποθετούσε στο σημείο αυτό ένα δικό μας τάγμα, τότε το τουρκικό ιππικό θα καταστρεφόταν ολοσχερώς, καθώς δεν θα μπορούσε ούτε ν’ αναπτυχθεί, ούτε πίσω να γυρίσει.
Στην αρχή ο Έλληνας διοικητής του Α’ σώματος στρατού δεν κατάλαβε καν τι είχε συμβεί και διέταξε να μη φύγει κανένας απ’ τη θέση του. Σαν όμως ξημέρωσε η επόμενη μέρα, τότε μόνο αντιλήφθηκε τη φοβερή πραγματικότητα! Αμέσως τηλεγραφεί στον Χατζηανέστη πως έπρεπε επιτέλους να σκεφτούν για την υποχώρηση. Ο Χατζηανέστης μάλλον ψευτοκατάλαβε το τι συνέβαινε, αλλά απαντάει: «τυχόν υποχώρηση να γίνει βήμα προς βήμα». Άλλο μοιραίο λάθος αντί να διατάξει η υποχώρηση να γίνει θαρραλέα και γρήγορη.
Το Α’ σώμα έπαθε φοβερή καταστροφή. Ολόκληρη η 4η μεραρχία διαλύθηκε. Μέσα στη σύγχυση χάθηκε και ο μοναδικός ασύρματος του Σώματος, οπότε χάθηκε η επικοινωνία με τα άλλα δύο Σώματα. Από λάθος είχε φορτωθεί σ’ ένα βαγόνι που έφευγε για το Εσκί Σεχχίρ. Άρα οποιοδήποτε μήνυμα στο εξής, είτε από τη Σμύρνη, είτε από την Ελλάδα, θα κατέληγε στα χέρια του Κεμάλ. Το μέτωπο είχε πια διασπαστεί σ’ όλο το μήκος του. Ο Κεμάλ είχε συντρίψει ό,τι είχε απομείνει. Και ο Χατζηανέστης τώρα έστελνε στην κυβέρνηση το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Γενική κατάστασις λίαν κρίσιμος μετά μέγαν κλονισμόν ον υπέστησαν αί περϊ Άφιόν Καραχισάρ κύριαι δυνάμεις υμών. Ως έχει η κατάστασις θεωρώ άσκοπον και μάταιαν, αν μη εγκληματικήν την επιβολήν εις το Στράτευμα νέων μεγάλων θυσιών προς επανάκτησιν των απολεσθέντων... Με πόνο ψυχής, αλλά και με την εις πάντα Αρχηγόν επιβαλλομένην ψυχραιμίαν εις κρισίμους περιστάσεις, εκθέτω υμίν την κατάστασιν, ως έχει, ίνα διατελήτε εν πλήρει αυτής γνώσει».
Το κατάλαβε επιτέλους...
Από τον Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκο,
φιλόλογο