αποδέκτη τις Σχολές Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, όχι τόσο εξαιτίας του γεγονότος ότι οι επιδόσεις των υποψηφίων σ’ αυτές ήταν απογοητευτικές, αλλά, κυρίως, επειδή μετά από πολλά χρόνια έχασαν τα πρωτεία στις επιλογές των υποψηφίων, τα οποία πρωτεία πέρασαν, πλέον, στις Σχολές που προσφέρουν σπουδές στους κλάδους της Πληροφορικής και της Οικονομίας, καθώς, ως φαίνεται, κρίθηκε -και νομίζουμε πως έτσι είναι- ότι οι σπουδές αυτές έχουν μεγαλύτερη ζήτηση στην αγορά εργασίας και, άρα, προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης.
Οι αριθμοί «μιλούν» από μόνοι τους: Το ποσοστό επιλογής των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών απ’ το 37% που ήταν το 2016 και το 30% το 2019, κατρακύλισε φέτος στο 25,5%, ενώ το ποσοστό στους κλάδους Πληροφορικής και Οικονομίας εκτινάχθηκε φέτος στο 35%, σημειώνοντας αύξηση οκτώ μονάδων σε σχέση με το 2019 (27%). Μεγάλη ήταν η πτώση στη ζήτηση -άρα και τις βάσεις- των λεγόμενων «καθηγητικών» σχολών, καθώς λόγω υπερπληθώρας σχολών, άρα και πτυχιούχων (π.χ. για την ειδικότητα «ΠΕ02 Φιλολόγων» λειτουργούν 15 Τμήματα ΑΕΙ ανά τη χώρα!), η αδυναμία επαγγελματικής αποκατάστασης είναι προφανής, δεδομένου μάλιστα ότι και οι θέσεις για την Ειδική Αγωγή που έδιναν την τελευταία δεκαετία την ευκαιρία διορισμού (σε όλες τις ειδικότητες) έχουν ήδη καλυφθεί με μονίμους διορισμούς. Εις ό,τι αφορά το επίπεδο των βάσεων, παρά τον εξορθολογισμό του συστήματος με την καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) που θέσπισε το Υπ. Παιδείας, τα αποτελέσματα εξακολουθούν να παραμένουν απογοητευτικά. Βεβαίως δεν έχουμε, πλέον, εισαγωγές στο Πανεπιστήμιο με …3 (όπως προ 2ετίας στο Μαθηματικό της Σάμου) ή με …λευκή κόλλα (όπως στο Τμ. Δασολογίας Καρπενησίου), αλλά όπως και να το κάνουμε μόνο θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι π.χ. στα 9 από τα 15 Τμήματα που προσφέρουν φιλολογικές σπουδές εισήχθησαν φοιτητές με βαθμολογίες από 8,4 (Ιστορίας Κερκύρας), 9,1 (Φιλολογίας Ρεθύμνου, Κομοτηνής) έως 9,6 (Φιλοσοφίας Ιωαννίνων), στα 4 περί την Θεολογία Τμήματα φοιτητές από 8,9 (Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας ΕΚΠΑ), 9,1 Θεολογίας ΑΠΘ έως 9,2 Θεολογίας ΕΚΠΑ. Αλλά και σε Τμήματα Θετικών Επιστημών είχαμε εισαγωγές κάτωθεν της αντικειμενικής βάσης (του 10), όπως στο Μαθηματικό Καβάλας με 9,3 στο Μαθηματικό Καστοριάς και στο Φυσικό της Λαμίας με 9,5. Μιλάμε δηλαδή για φοιτητές που απέτυχαν να πιάσουν τη βάση του 10, αλλά θα φοιτήσουν και θα διδαχθούν αρχαίους και λατίνους κλασικούς, αρχαία, χριστιανική και νεότερη Φιλοφοφία, βιβλική Θεολογία, ανώτερα μαθηματικά, κβαντική φυσική και άλλα απαιτητικά αντικείμενα που χρειάζονται βαθιά μελέτη και ένα (όχι σώνει και καλά άριστα, αλλά έστω…) καλό γνωστικό υπόβαθρο, το οποίο εν προκειμένω είναι αμφίβολο εάν υπάρχει, αλλά αυτό μάλλον θεωρείται επουσιώδες. Περάστε να έχουμε κόσμο στην τιμημένη επαρχία και βλέπουμε…
Νομίζω ότι ειδικά για τις «καθηγητικές» σχολές (Φιλοσοφικές, Θεολογικές, Φυσικομαθηματικές κ.λπ.) το μήνυμα είναι πως θα πρέπει να αναστοχασθούν για τον προορισμό τους, να (ξανα-)σκεφθούν τον προσανατολισμό τους. Η απότοκη παλαιοαριστερών ιδεοληψιών και παλαιοδεξιών κρατικόφιλων αγκυλώσεων αντίληψη ότι «η αγορά εργασίας δεν πρέπει να υπαγορεύει τα Προγράμματα Σπουδών» έχει ξοφλήσει, όπως αποδεικνύεται περίτρανα από τους αριθμούς των υποψηφίων που επιλέγουν σπουδές ελκυστικές στην αγορά - πέραν του χώρου της Εκπαίδευσης (Το πρόβλημα, βεβαίως, στην Ελλάδα δεν είναι το να θέλει κάποιος να φοιτήσει και σπουδάσει αυτό που επιθυμεί, αυτό για το οποίο ενδεχομένως έχει μεράκι π.χ. Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Φιλολογία, Ιστορία, Θεολογία κ.λπ. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν ενώ έχεις σπουδάσει κάτι που δεν έχει ζήτηση στην αγορά εργασίας, επιδιώκεις -έως απαιτείς- από το κράτος «μαζικές προσλήψεις» στην ειδικότητά σου, ακόμη κι αν αυτή θεωρείται κορεσμένη -τουλάχιστον στον δημόσιο τομέα- εδώ και πολλά χρόνια).
Η επίκληση εξάλλου των «επαγγελματικών δικαιωμάτων» όχι απλώς δεν έχει αντικείμενο, αλλά στερείται νοήματος. Το λένε τα δημογραφικά δεδομένα. Ο μαθητικός πληθυσμός φθίνει. Η δε αντίληψη ότι θα πρέπει να συνεχίσουν οι «καθηγητικές» σχολές να πορεύονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα και απλώς να διεκδικούν νέες διδακτικές θέσεις για τους αποφοίτους τους, δεν συνιστά τίποτ’ άλλο παρά ματαιοπονία. Υπάρχουν νέοι, εναλλακτικοί δρόμοι, που μπορούν να δώσουν λύσεις και να ανοίξουν δρόμους μέσα από νέες σπουδές σε παλαιές Σχολές. Έχω, παραδείγματος χάριν, υπόψη μου στις (περιζήτητες σε διεπιστημονικό επίπεδο πτυχιούχων) σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου στον «Θρησκευτικό και Προσκυνηματικό Τουρισμό» που προσφέρονται σε διατμηματικό επίπεδο (Τμήματα Θεολογίας, Οικονομίας, Δασολογίας, Γεωπονίας κ.ά.) στο Α.Π.Θ., σπουδές που κάλλιστα θα μπορούσαν να προσφέρονται και σε προπτυχιακό επίπεδο, ως νέο Τμήμα στη Θεολογική Σχολή, καθώς πρόκειται για μια ειδικότητα με μεγάλη ζήτηση στην ταχέως αναπτυσσόμενη στη χώρα μας τουριστική αγορά εργασίας.
Τα Τμήματα των ΑΕΙ, βάσει του νέου νόμου, έχουν πλέον τη δυνατότητα, αλλά και την ευθύνη να προσφέρουν συνδυαστικές σπουδές, ευκαιρίες στους φοιτητές/-τριες για παράλληλα/πολλαπλά Προγράμματα Σπουδών, σύγχρονες ειδικεύσεις συναφείς με τον επιστημονικό κλάδο που υπηρετούν, ώστε να εξασφαλίζουν επιπρόσθετα προσόντα εκτός από «καθαρή επιστήμη», προσόντα επαγγελματικά με ζήτηση στην αγορά. Γένοιτο!
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/βάθμιας (ΠΕ01), δρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. (xaan@theo.auth.gr).