Χρονολογικά οι δημοσιεύσεις αυτές τοποθετούνται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και στο πρώτο τέταρτο του 20ού αι., περίοδο κατά την οποία στη Λάρισα δεν εκδίδονταν εφημερίδες ή κυκλοφορούσαν μία φορά την εβδομάδα. Την εντόπιση των ειδήσεων αυτών έχει αναλάβει για τη Φωτοθήκη Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας το μέλος της Αχιλλέας Καλτσάς, ο οποίος έχει την ευχέρεια να διολισθαίνει στα αρχεία παλιών εφημερίδων που βρίσκονται σε διάφορες βιβλιοθήκες και να εντοπίζει όσες ειδήσεις έχουν σχέση με την πόλη μας.
Πορτρέτο άγνωστου νέου. Από τις παλαιότερες φωτογραφίες του Ιω. Παντοστόπουλου. Αρχείο Φωτοθήκης.
Φωτογραφείον Ιω. Παντοστόπουλου
Στο φύλλο της 7ης Μαΐου 1893 της τοπικής εφημερίδας «Σάλπιγξ» διαβάζουμε την εξής διαφήμιση: «ΝΕΟΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Ι. Μ. ΠΑΝΤΟΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΝ ΕΝ ΤΗ ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ, ΣΥΝΟΙΚΙΑ «ΣΑΛΙΑ» ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΗΝΕΙΩ. Το ανωτέρω Φωτογραφείον συνιστώμεν θερμώς εις πάντας τους θέλοντας να φωτογραφηθώσιν. Πλουτισθέν εσχάτων διά παντοειδών πλακών παντός μεγέθους και Ευρωπαϊκών ειδών, επιτυγχάνει θαυμασίως, η δε ταχύτης περί την εργασίαν σπανία και η άκρα περιποίησις και ευπροσηγορία του κ. Παντοστοπούλου απαραδειγμάτιστος. Τρέξατε και θέλετε μείνει λίαν ευχαριστημένοι. Κυρίαι και Κύριοι. Τρέξατε».
Ο Ιωάννης Μιχαήλ Παντοστόπουλος (Σαμαρίνα 1863 - Λάρισα 1928) εγκαταστάθηκε στη Λάρισα οικογενειακώς όταν ο ίδιος βρισκόταν σε μικρή ηλικία. Ήταν έφηβος όταν έφυγε για το Άγιον Όρος, για να μαθητεύσει στην εκκλησιαστική ζωγραφική, ακολουθώντας μια μακρά Σαμαρινιώτικη αγιογραφική παράδοση. Κοντά σε αγιογράφους μοναχούς, οι οποίοι την περίοδο εκείνη είχαν αποστασιοποιηθεί από τη βυζαντινή ζωγραφική απόδοση των εικόνων και είχαν υιοθετήσει απλοποιημένα δυτικά πρότυπα, ανάπτυξε το ζωγραφικό του ταλέντο. Όταν επέστρεψε στη Λάρισα, η φωτογραφική τέχνη είχε αρχίσει να εδραιώνεται πανελλήνια και μάλιστα βρήκε φωτογράφους να λειτουργούν οργανωμένα φωτογραφεία και στην πόλη μας [1]. Γοητεύθηκε από τη νέα τέχνη την οποία έμαθε εύκολα, αγόρασε φωτογραφικές μηχανές και παράλληλα με το εργαστήριο εκκλησιαστικής ζωγραφικής, δημιούργησε φωτογραφικό στούντιο και άρχισε να εξασκεί και το επάγγελμα του φωτογράφου. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε από την προφορική παράδοση ότι το πρώτο του εργαστήριο το στέγασε σε ένα ισόγειο οίκημα στην αρχή του οδού Αχιλλέως (Παναγούλη) κοντά στο ζαχαροπλαστείο των αδελφών Κωνσταντινίδη. Όμως από την παρατιθέμενη διαφήμιση του έτους 1893, όταν ο Ιω. Παντοστόπουλος ήταν 30 χρονών, άνοιξε το νέο του Φωτογραφείο στο σπίτι του, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή «Σάλια», στη δεξιά όχθη του Πηνειού, κοντά στο τζαμί του Χασάν μπέη και την Αποθήκη Πολέμου [2]. Αργότερα εγκατέστησε το εργαστήριό του σε μονοκατοικία νεοκλασικού ρυθμού, ιδιοκτησίας της οικογένειας Μητάκου, στη γωνία των σημερινών οδών Παναγούλη και Κούμα και νυμφεύθηκε τη Φανή Μητάκου, κόρη του ιδιοκτήτη του σπιτιού στο οποίο εργαζόταν.
Οι φωτογραφίες του είναι σχεδόν όλες πορτρέτα ατόμων της εποχής του. Ήταν η περίοδος που ο κόσμος είχε γοητευθεί από την αίγλη της αυθεντικής απεικόνισης των χαρακτηριστικών κάθε ανθρώπου που πρόσφερε η φωτογραφία, και κατέφευγε σ’ αυτήν για να απαθανατίσει τη μορφή του. Οι φωτογραφικές μηχανές του Παντοστόπουλου ήταν αγορασμένες από το Παρίσι και τη Βιέννη και σήμερα υπάρχουν στις συλλογές του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, δωρεά των απογόνων του [3].
Κάθοδος θεριστών
Στο φύλλο της 4ης Ιουνίου 1894 της ίδιας εφημερίδας (Σάλπιγξ) διαβάζουμε την πιο κάτω είδηση: «ΚΑΘΟΔΟΣ ΘΕΡΙΣΤΩΝ. Εις 15 χιλιάδας περίπου ανέρχονται οι μέχρι τούδε κατελθόντες εκ Μακεδονίας θερισταί. Ο θερισμός της κριθής εγενικεύθη καθ’ άπασαν την Θεσσαλίαν, εις δε τα λεπτόγαια μέρη (ρεβένια) [4] ήρξατο και ο θερισμός του σίτου. Τα ημερομίσθια των θεριστών ανήλθον εις 8-9 δραχ., και εάν μέχρι του πρώτου δεκαημέρου ισταμένου μηνός δεν κατέλθωσιν, ως είθισται, 10 χιλιάδες έτι εργατών, το ημερομίσθιον φόβος είναι μη ανέλθη εις 12 δραχ. Η εσοδεία μεθ’ όλον τον πνεύσαντα επί τινας ημέρας λίβαν είναι αρίστη, αλλά ποίον το εκ ταύτης κέρδος; Ελάχιστον, διά τον λόγον ότι ο θερισμός απορροφά πλέον του ημίσεως εκ της αξίας των καρπών».
Οι θεριστές ή θεριστάδες όπως ήταν τα παλιά χρόνια η κοινή ονομασία τους, είναι σήμερα ένα άγνωστο επάγγελμα. Όμως από τα χρόνια ακόμη της Τουρκοκρατίας, στις αρχές του καλοκαιριού (αρχές Ιουνίου) κάθε χρόνο, πολλές χιλιάδες εργατών κατηφόριζαν από την Αλβανία και τη Δυτική Μακεδονία προς τη Θεσσαλία για να δουλέψουν στον θερισμό. Οι Λαρισαίοι τους ονόμαζαν Γκέκηδες και ανήκαν στην ομώνυμη αλβανική φυλή. Στην πόλη μας συνήθως έρχονταν άτομα από τα τουρκοχώρια της περιοχής της Κοζάνης και κυρίως από τα Καϊλάρια, τη σημερινή Πτολεμαΐδα. Όλοι αυτοί ξεκινούσαν το πολυήμερο ταξίδι από τους τόπους της μόνιμης διαμονής τους με τα πόδια για να μην ξοδευτούν, και μάλιστα για να συντομεύσουν την απόσταση ακολουθούσαν δύσβατα μονοπάτια. Μετέφεραν υπομονετικά στην πλάτη τους έναν μπόγο με χράμια, μέσα στον οποίο υπήρχαν δρεπάνια και κοσιές (μεγάλα κυρτά μαχαίρια με φαρδιά ατσάλινη λάμα) για τη δουλειά τους, ελάχιστα ατομικά αντικείμενα και τη βουτσέλα, ένα μεγάλο ξύλινο δοχείο το οποίο γέμιζαν με νερό από τις βρύσες που συναντούσαν στον δρόμο τους.
Επικεφαλής των ομάδων αυτών (μπουλούκια) ήταν ο μπουλούκμπασης, ένας από τους εργάτες ο οποίος είχε ηγετικές ικανότητες, για να κλείνει τις συμφωνίες όταν έφθαναν στον προορισμό τους με τους ενδιαφερόμενους μεγαλοκτηματίες. Όταν μετά από μέρες έφθαναν στη Λάρισα, συγκεντρώνονταν στην περιοχή του Τσούγκαρι, στα πεζοδρόμια της οδού Μακεδονίας (Βενιζέλου), τα οποία χρησιμοποιούσαν ως τόπο της προσωρινής τους υπαίθριας διαμονής. Μερικοί προτιμούσαν τις δροσερές όχθες του Πηνειού. Παρ’ ότι η περιοχή του Τσούγκαρι ήταν γεμάτη πανδοχεία (χάνια), για λόγους οικονομίας προτιμούσαν αυτές τις ανέξοδες λύσεις. Ο αρχηγός τους αναζητούσε τους γαιοκτήμονες ή τους αντιπροσώπους τους, με τους οποίους έπειτα από παζάρια κατέληγαν σε συμφωνία για τη μίσθωση των θεριστών.
Όταν ερχόταν η ώρα για να αρχίσουν τη δουλειά στα χωράφια, προχωρούσαν σε κάτι περίεργο και ασυνήθιστο για εργάτες. Πήγαιναν στα κουρεία που αφθονούσαν στο Τσούγκαρι και έκαναν αφαιμάξεις, για να προφυλαχθούν από τον κίνδυνο υπέρτασης λόγω της ζέστης. Όταν άρχιζαν τη δουλειά φορούσαν λευκές μακριές άνετες πουκαμίσες και πλατύγυρα σκιερά καπέλα. Ο θερισμός γινόταν με δρεπάνια, τα οποία έφεραν μαζί τους οι θεριστάδες. Το πρωί έμεναν νηστικοί για να έχουν ελαφρό το στομάχι και περιορίζονταν στο μεσημβρινό φαγητό, το οποίο ήταν λιτό και το ονόμαζαν «σκορδάρι».
Παρασκευαζόταν σε τεράστια καζάνια, μέσα στα οποία έριχναν μεγάλες ποσότητες ξύδι, αραιωμένο με νερό και πρόσθεταν στουμπισμένα σκόρδα, δυόσμο και μαϊντανό. Με τον ζωμό αυτόν γέμιζαν τα κατσαρολάκια που κουβαλούσαν μαζί τους, μέσα στα οποία έτριβαν μεγάλα κομμάτια από ξερό ψωμί. Το ιδιόμορφο αυτό φαγητό περιόριζε τη δίψα και μείωνε την πείνα τους. Η ημερήσια χρηματική αποζημίωση για τον καθένα ήταν, όπως αναφέρεται στη δημοσιευόμενη είδηση, πενιχρή, αλλά και τα έξοδά τους περιορίζονταν στο ελάχιστο, ώστε με την επιστροφή στις πατρίδες τους να έχουν συγκεντρώσει ένα χρηματικό ποσό ικανό για να συντηρείται η οικογένεια.
Η καθημερινή αυτή διαδικασία κρατούσε όσο διαρκούσε ο θερισμός. Μετά οι περισσότεροι επέστρεφαν με τον ίδιο τρόπο στις πατρίδες τους, γιατί το αλώνισμα δεν απαιτούσε πολλά χέρια. Όταν στα χρόνια του μεσοπολέμου ο θερισμός και ο αλωνισμός σταδιακά μηχανοποιήθηκαν, οι θεριστές εξαφανίστηκαν και αποτελούν πλέον μια γραφική ανάμνηση στην τοπική μας ιστορία.
Toυ Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]. Στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν ανοίξει φωτογραφεία στην πόλη μας οι Γεώργιος Αποστολίδης, Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Αντώνιος Ραφανίδης και Νικόλαος Παντζόπουλος. Βλέπε: Ξανθάκης Άλκης, Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας (1839-1970), Αθήνα (2008), σελ. 97 και 177.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η τοποθεσία «Σάλια», εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 3ης Ιουλίου 2022.
[3]. Γουργιώτης Γεώργιος, Μικρά Μελετήματα. Λαρισαίοι φωτογράφοι του τέλους του 19ου αιώνα έως το 1940, Αθήνα (2000), σελ. 132.
[4]. Ρεβένια είναι τα ανώμαλα, δύσβατα και κακοτράχαλα γεωργικά εδάφη.