Τα ήθη της εποχής εκείνης ήταν πολύ αυστηρά. Ο συγχρωτισμός των δύο φύλων απαγορεύονταν. Παρ’όλα αυτά, τα νεαρά κορίτσια δεν μπορούσαν να κρύψουν τον θαυμασμό τους για τον έφηβο Αρχοντή. Εκείνος ήταν τυπικός, σεμνός και απέφευγε τα «πυριφλεγή» βλέμματα των κοριτσιών, προσπαθώντας να μη δώσει καμιά αφορμή για αρνητικά σχόλια, στη μικρή κοινωνία του χωριού. Έτσι, άλλωστε, είχε διδαχθεί από τους γονείς του και με βάση τις αρχές αυτές, διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του.
Μια έφηβη Τουρκάλα όμως, φαινόταν πιο τολμηρή απ’ όλες. Φαίνεται ότι οι θρησκευτικές και φυλετικές διαφορές, δεν ήταν ικανές να καταπραΰνουν τη φλόγα που έκαιγε στην καρδιά του νεαρού κοριτσιού. Ο έρωτας, βλέπεις, δε γνωρίζει σύνορα, φυλές, θρησκείες και ταμπού.
Η συμπεριφορά του κοριτσιού έγινε αντιληπτή στην αυστηρή κοινωνία του χωριού. Κάποιοι νεαροί Τούρκοι, δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν το γεγονός ότι μία δική τους, έδειχνε τόσο φανερά την προτίμησή της σε ένα Γκιαούρη.
Πρώτα έκαναν κάποιες συστάσεις στη νεαρή κοπέλα, αλλά εκείνη φαίνεται ήταν πολύ ερωτευμένη και δεν ήθελε να ακούσει τίποτε. Μετά από αυτό, αποφάσισαν να δώσουν ένα γερό μάθημα στον Αρχοντή. Συνεννοήθηκαν και τρεις από αυτούς, κάποιο βράδυ που ο Αρχοντής γύριζε στο σπίτι του, έστησαν καρτέρι και όρμηξαν να τον χτυπήσουν, βρίζοντας τον ίδιο, την οικογένειά του και τη θρησκεία του. Ε! Αυτό πήγαινε πολύ. Μα, να μη φταίει σε τίποτε και να θέλουν να τον χτυπήσουν, βρίζοντας και τη θρησκεία του!; Η μεγάλη δύναμή του, πολλαπλασιάστηκε από τη δίκαιη αγανάκτησή του. Αντί να τον χτυπήσουν, βρέθηκαν εκείνοι άσχημα χτυπημένοι στο έδαφος. Από τη φασαρία, ξεσηκώθηκε η γειτονιά.
Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Ο Αρχοντής ήξερε ότι, έφταιγε δεν έφταιγε, θα έβγαινε μπερδεμένος από τις τουρκικές αρχές. Έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του, εξήγησε επί τροχάδην στους γονείς του τα διατρέξαντα, άρπαξε κάνα – δυο πράγματα και ένα καρβέλι ψωμί και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Πέρασε πεδιάδες, βουνά, δάση, ποτάμια, αλλά δε σταματούσε παρά μόνο να ξεκουραστεί και κάπου να κοιμηθεί. Τελικά, μετά από καιρό και μεγάλες περιπέτειες, κατέληξε στην Αδριανούπολη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Έμεινε εκεί δύο χρόνια, δουλεύοντας σε διάφορες δουλειές. Η μοίρα του, όμως, ήταν να μην μπορεί να στεριώσει κάπου. Κάποιος Τούρκος, τον ρωτούσε επίμονα να μάθει από πού κρατάει η σκούφια του. Οι απαντήσεις του Αρχοντή, φαίνεται ότι δεν τον ικανοποιούσαν και άρχισε να κοινολογεί και σε άλλους, ότι τάχα είναι ύποπτος. Έτσι, εκών – άκων ο Αρχοντής, έφυγε κι από κει. Διέσχισε περπατώντας όλη τη Θράκη και τη Μακεδονία που ήταν ακόμα Τουρκοκρατούμενες και κατέληξε στη Θεσσαλία που είχε απελευθερωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό κοντά στην Καρδίτσα, όπου έγινε τσοπάνος σε ένα από τους κατοίκους. Έμεινε και εκεί δύο χρόνια και στη συνέχεια πήγε στο διπλανό χωριό, πάλι ως τσοπάνος στον ευπορότερο του χωριού.
Το αφεντικό είχε δύο παιδιά: Έναν γιο και μία κόρη. Ο γιος εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα και η κόρη έμεινε στο πατρικό σπίτι. Φαίνεται πάντως, ότι η γοητεία του Αρχοντή εξακολουθούσε να είναι ακαταμάχητη. Η κόρη του αφεντικού, ερωτεύτηκε σφόδρα τον τσοπάνο. Το σωτήριο έτος 1898 στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα αυτά, ο πατέρας είχε τον πρώτο λόγο στην εκλογή του συζύγου της κόρης. Αλλά, ο «έρως ανήκατε μάχαν». Όπλισε την κόρη με ακατάβλητο θάρρος και εκμυστηρεύθηκε στον πατέρα της τον έρωτά της για τον τσοπάνο. Ο πατέρας, δικαιολογημένα, είπε στην κόρη του να τον ξεχάσει και μάλιστα, ότι θα τον διώξει σύντομα. Το κορίτσι με κλάματα είπε στον πατέρα του ότι, αν δεν της δώσει για άντρα τον τσοπάνο, θα κρεμαστεί. Ο πατέρας, ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία, πάντρεψε την κόρη του με τον τσοπάνο, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Μάλιστα, τον γαμπρό του τον προίκισε με ικανή κτηματική περιουσία, ώστε η κόρη του να έχει οικονομική άνεση.
Ο Αρχοντής φάνηκε άξιος της εμπιστοσύνης του πεθερού του. Εργάστηκε σκληρά και αυγάτισε το βιος που του εμπιστεύθηκε. Αγόρασε κι άλλα χωράφια, έφτιαξε γελάδια, πρόβατα, άλογα για την καλλιέργεια των χωραφιών. Το κυριότερο, δημιούργησε μια πολυμελή οικογένεια. Εφτά παιδιά. Τίποτε δεν έλειπε από το σπίτι, παρά τις δύσκολες εποχές που ακολούθησαν. Η μοίρα, όμως, αλλιώς είχε αποφασίσει. Ή, όπως λέμε, «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Το έτος 1918, ο Αρχοντής, ο τόσο δυνατός άντρας, πέθανε από την ισπανική γρίπη.
Τότε που πέθαναν 50 – 100 εκατομμύρια άνθρωποι. Αυτό, ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήρθαν τα πάνω – κάτω. Η οικογένεια βρέθηκε στο πέλαγος, χωρίς καπετάνιο. Εφτά παιδιά από ενός μέχρι δεκατεσσάρων ετών. Αρχηγός ανέλαβε ένα 11χρονο αγόρι, που τράβηξε χίλια βάσανα για να στηρίξει την οικογένεια. Ο δεκατεσσάρων ετών αδελφός του πήγαινε στο τότε Σχολαρχείο και δεν τον σταμάτησε. Συνέχισε, τελείωσε την Ανώτατη Εμπορική και έγινε ανώτατο στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας.
Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία, που τη γνώριζε ο πατέρας μου από πρώτο χέρι και τη διηγήθηκε σε μένα.
Σήμερα ζουν τρία εγγόνια του παππού Αρχοντή, με το ίδιο όνομα.
Από τον Σωτήρη Απ. Παπαποστόλου,
συνταξιούχο δασοπόνο