Η συγκεκριμένη ιστορία συνέβη το 1969 στα Γιάννενα, όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή και για να τα φέρουμε βόλτα, όσοι είχαμε φτωχικό βαλάντιο, νοικιάζαμε δυο δυο δωμάτιο, για να μοιραζόμαστε τα έξοδα, και τρώγαμε, απαραιτήτως, στη φοιτητική λέσχη, όπου το φαγητό προσφέρονταν, δωρεάν, για τους διαθέτοντες χαρτί απορίας. Και επειδή το πλύσιμο στο χέρι και το σιδέρωμα ρούχων ήταν κομμάτι δύσκολο για τα αγόρια, οι βαλίτσες μας, κάθε φορά που επισκεπτόμασταν τους γονείς μας στο χωριό, ήταν γεμάτες με λερωμένα εσώρουχα, κάλτσες και πουκάμισα, ως επί το πλείστον, ενώ κατά την επιστροφή στα Γιάννενα γέμιζαν ξανά από φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα ρούχα. Όταν αυτά δεν επαρκούσαν, πλέναμε, κατ’ ανάγκη, και σιδερώναμε οι ίδιοι ορισμένα απ’ αυτά, αλλά με το παραδοσιακό σίδερο χειρός, που λειτουργούσε με κάρβουνα, αφού το ηλεκτρικό ρεύμα στοίχιζε περισσότερο και το ηλεκτρικό σίδερο απουσίαζε απ’ το νοικοκυριό μας.
Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα γνωστό στη μάνα μου και που είχε να κάνει με το σιδέρωμα πουκάμισων από νάιλον υλικό, τα οποία ήταν ντελικάτα στο σίδερο για ευνόητους λόγους. Και επειδή διέθετα κάποια τέτοια πουκάμισα, η συμβουλή της ήταν να αποφεύγω την υψηλή θερμοκρασία του σίδερου, προκειμένου να μη σουφρώνει και καταστρέφεται το ρούχο. Και επειδή στα παραδοσιακά σίδερα δεν υπήρχε ρυθμιστής θερμοκρασίας, η συμβουλή της ήταν να σαλιώνω την άκρη ενός δακτύλου και να δοκιμάζω την καυτή επιφάνειά του ή να τοποθετώ κάποιο προστατευτικό λινό ύφασμα ανάμεσα στο ρούχο και στο σίδερο αρχίζοντας το σιδέρωμα απ’ την ούγια του, για να αποφεύγεται η ζημιά.
Αξίζει να σημειώσω, ότι ένα χρωματιστό νάιλον πουκάμισο ήταν το αγαπημένο μου και το φορούσα πάρα πολύ. Χρειάστηκε, λοιπόν, να το πλύνω, κάποια στιγμή, να το απλώσω, για να στεγνώσει, και να το σιδερώσω εφαρμόζοντας την τεχνική σαλιώματος του δακτύλου, που μου συνέστησε η συγχωρεμένη η μάνα μου. Δυστυχώς, όμως, δεν αντιλήφθηκα, ότι η θερμοκρασία του σίδερου ήταν ελαφρώς ψηλότερη απ’ τις αντοχές του πουκαμίσου, οπότε το τσουρούφλισμά του ήταν αναπόφευκτο, γεγονός που με γέμισε στενοχώρια. Μόνη παρηγοριά στάθηκε η διαπίστωση, ότι η σιδεριά ήταν σταμπαρισμένη στην ούγια του πουκαμίσου, οπότε μπορούσε να φορεθεί με το τραύμα κρυμμένο μέσα απ’ το παντελόνι και με τη βοήθεια της ζώνης.
Έπιασε τόπο, βλέπετε, η τελευταία μητρική συμβουλή, έστω κι αν, έκτοτε, δεν ξαναφόρεσα ούτε αυτό, ούτε άλλο νάιλον πουκάμισο.