αλλά και το σύνολο των «απροσδιόριστων» έως αυτήν τη στιγμή λιμνοδεξαμενών (συνολικής χωρητικότητας -υποτίθεται- 75 εκατ. κ.μ. νερού), ακόμη και εάν επιτευχθεί ο στόχος του σχεδίου για εξοικονόμηση περίπου 180 εκατ. κ.μ. νερού ετησίως, ακόμη και εάν επιλεγεί με ορθολογικά (και περιβαλλοντικά) κριτήρια το «βέλτιστο» μείγμα καλλιεργειών του θεσσαλικού κάμπου, στον βαθμό που οι ανάγκες των αρδεύσεων σχεδιάζονται για διατήρηση αρδευόμενων εκτάσεων της τάξης των 2,5 εκατ. στρεμμάτων (επιλογή που αποδέχθηκαν όλες οι κυβερνήσεις), τότε τα ελλείμματα θα παραμένουν. Στην περίπτωση αυτήν, η πρόσθετη ΕΝΙΣΧΥΣΗ του υδατικού δυναμικού από τη ΛΑΠ Αχελώου είναι απολύτως ΑΝΑΓΚΑΙΑ. Αυτό υποστηρίζει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., με αφορμή την παρουσίαση στοιχείων–προβλέψεων για δραματική επιδείνωση του υδατικού προβλήματος στη Θεσσαλία. Πιο συγκεκριμένα:Ε
ΡΩΤΗΣΗ «ΕτΔ»:
Στην Ημερίδα της Ε.Δ.Υ.ΘΕ. που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή στη Λάρισα (στο ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ) για την Παγκόσμια Ημέρα Kαταπολέμησης της Ερημοποίησης και Ξηρασίας, έγινε αναφορά για «δραματική μεταβολή των συνθηκών και των παραμέτρων που συνθέτουν το ΥΔΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ της Θεσσαλίας». Θα μπορούσαμε να έχουμε μια πιο αναλυτική τοποθέτηση για το θέμα αυτό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Στην εκδήλωση αυτήν η Ε.Δ.Υ.ΘΕ. επιδίωξε να αναδείξει τις προτάσεις της και τις ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ της για ΔΙΕΞΟΔΟ από την ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ την οποία βιώνουμε. Κοινή είναι η πεποίθηση ότι η διαχείριση των υδάτων (Δ.Υ.) στη Θεσσαλία είναι κακή και αναποτελεσματική. Αυτό συνδέεται και με το γεγονός ότι δεν υφίσταται μια σαφής, θεσμοθετημένη και κοινά αποδεκτή μεσοπρόθεσμη πολιτική για τον πρωτογενή τομέα, με συνέπεια να μην είναι σαφώς προσδιορισμένοι και οι υδατικοί πόροι για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής.
Σε αυτές τις συνθήκες, μια ΣΥΓΧΡΟΝΗ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ, ΑΕΙΦΟΡΙΚΗ και ΒΙΩΣΙΜΗ Δ.Υ. στη Θεσσαλία ΔΕΝ πρόκειται να υπάρξει.
Η Δ.Υ. θα παραμένει ένα «σχέδιο επί χάρτου», χωρίς δυνατότητα να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι απειλές από την ξηρασία, την ερημοποίηση, την εντεινόμενη υποβάθμιση των οικοσυστημάτων στην περιοχή, τη συνεχιζόμενη εγκατάλειψη καλλιεργούμενων εκτάσεων και φυσικά δεν είναι εφικτό να οδηγηθούμε σε μια υγιή και βιώσιμη ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα.
Για όλους αυτούς τους λόγους διεκδικούμε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό για τις πολιτικές, τις δράσεις και τα έργα που απαιτούνται (master plan), κάτι που έως σήμερα καμιά κυβέρνηση δεν έχει πραγματοποιήσει.
Σε ό,τι αφορά το τεράστιο υδατικό έλλειμμα του Υ.Δ. Θεσσαλίας και τις καταστροφικές του συνέπειες, οι μελέτες αποδεικνύουν πως, ακόμη και όταν κατασκευασθεί το σύνολο των περιφερειακών ταμιευτήρων εντός της ΛΑΠ Πηνειού που περιλαμβάνονται στη σχετική Υπ. Απόφαση (Ενιπέας, Νεοχώρι, Μουζάκι κ.λπ.), αλλά και το σύνολο των «απροσδιόριστων» έως αυτήν τη στιγμή λιμνοδεξαμενών (συνολικής χωρητικότητας -υποτίθεται- 75 εκατ. κ.μ. νερού), ακόμη και εάν επιτευχθεί ο στόχος του σχεδίου για εξοικονόμηση περίπου 180 εκατ. κ.μ. νερού ετησίως, ακόμη και εάν επιλεγεί με ορθολογικά (και περιβαλλοντικά) κριτήρια το «βέλτιστο» μείγμα καλλιεργειών του θεσσαλικού κάμπου, στον βαθμό που οι ανάγκες των αρδεύσεων σχεδιάζονται για διατήρηση αρδευόμενων εκτάσεων της τάξης των 2,5 εκατ. στρεμμάτων (επιλογή που αποδέχθηκαν όλες οι κυβερνήσεις), τότε τα ελλείμματα θα παραμένουν.
Στην περίπτωση αυτήν, η πρόσθετη ΕΝΙΣΧΥΣΗ του υδατικού δυναμικού από τη ΛΑΠ Αχελώου είναι απολύτως ΑΝΑΓΚΑΙΑ.
Και προφανώς είναι αδύνατον να αρκεστούμε στο σημερινό ισχνό ποσοστό (10%) της ενίσχυσης που μας προσφέρει σήμερα ο ταμιευτήρας Ν. Πλαστήρα, ο οποίος στις δύσκολες στιγμές λειτουργεί (καταχρηστικά και σε βάρος του ίδιου οικοσυστήματος) σαν ταμιευτήρας αποθεμάτων ασφαλείας απέναντι στην ξηρασία.
Μοιραία, λοιπόν, η συζήτηση επιστρέφει στα ημιτελή έργα Άνω Αχελώου, έστω και εάν αυτά ΔΕΝ ταυτίζονται απόλυτα με το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας.
Παρόλα αυτά, με την ολοκλήρωσή τους θα καλύψουν μέρος αυτών των αναγκών του Υ.Δ./Θ., θα θέσουν τέλος στον παραλογισμό της «αφανούς καταστροφής» των υπόγειων υδροφορέων και της διευρυνώμενης άντλησης από τα μόνιμα αποθέματά τους, θα επιτρέψουν την υποκατάσταση ενός μεγάλου μέρους των υφιστάμενων γεωτρήσεων και θα αποτρέψουν τις υπεραπολήψεις υδάτων από τα επιφανειακά οικοσυστήματα. Παράλληλα, θα δημιουργηθούν ευεργετικά υδατικά αποθέματα, αφενός για τη λειψυδρία κι αφετέρου για την κάλυψη ελλειμμάτων (που έχουν συσσωρευτεί διαχρονικά στους υπόγειους υδροφορείς), ύψους τριών δισεκατομμυρίων κ.μ. νερού.
Με άλλα λόγια, στις σημερινές συνθήκες, το υδατικό ζήτημα εξελίσσεται σε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ, με πολλές παραμέτρους που διαρκώς επιδεινώνονται.
Επίσης, ας μη μας διαφεύγει ότι, στις σημερινές συνθήκες, με την υπέρμετρη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενες πηγές (η οποία προσεγγίζει το 80%) και τις συνεχιζόμενες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τρίτες χώρες, η υδροηλεκτρική αξιοποίηση των έργων Αχελώου αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία, αφενός κατά τον ρου του ποταμού, αφετέρου με τη μεταφορά από Συκιά προς Μουζάκι.
Σήμερα, παρότι τα έργα Άνω Αχελώου βρίσκονται σε πολύ προχωρημένο στάδιο, η από το 2010 διακοπή εργασιών, οι αντιφατικές αποφάσεις του ΣτΕ και οι διάφορες πολιτικές αλλαγές ενθάρρυναν τους «αντιπάλους» των έργων, ενώ οι όποιες προσπάθειες διαλόγου έχουν πλέον εξελιχθεί σε παράλληλους μονολόγους, με σαφώς παγιωμένες απόψεις.
Πάντως, πριν λίγα χρόνια, σε μια άλλη εμβληματική υπόθεση, όπως αυτή της Μεσοχώρας επί του Άνω Αχελώου, η τόσο προφανής για το σύνολο σχεδόν των πολιτών αυτής της χώρας (πλην των ακραίων δογματικών) έννοια του «δημόσιου συμφέροντος, αποδείχθηκε τόσο ισχυρή, που τελικά υποχρέωσε σε άτακτη υποχώρηση τις ιδεοληψίες, τους δογματισμούς, τις εμμονικές αιτιάσεις κάποιων δικαστών και τα διάφορα πολιτικά παιχνίδια.
Έτσι ένα σημαντικό τμήμα από τους φορείς αυτών των απόψεων οδηγήθηκε τελικά στην εγκατάλειψη του στόχου «κατεδάφισης» της Μεσοχώρας (όπως επί πολλά χρόνια ανοιχτά διακήρυσσαν) και στην πλήρη αλλαγή της στάσης τους, με αποτέλεσμα (θετικό προφανώς) να αδειοδοτηθεί από την τότε Κυβέρνηση (2017) το σημαντικό αυτό έργο.
Εν τω μεταξύ, σε όλα τα εμπόδια που υπήρξαν κατά το παρελθόν στην ολοκλήρωση των έργων Αχελώου, προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και η ενεργειακή πολιτική των τελευταίων κυβερνήσεων που στήριξαν την κυριαρχία του φυσικού αερίου ως «μεταβατικού» καυσίμου για την «απολιγνιτοποίηση», εργάστηκαν με συνέπεια για να εξασφαλίσουν στο ενεργειακό μείγμα έναν επαρκή «χώρο» σε ολιγοπωλιακά επιχειρηματικά σχήματα για επενδύσεις παραγωγής αιολικής και ηλιακής ενέργειας, με παράλληλο βεβαίως εξοβελισμό της ΥΗ ενέργειας και φυσικά και των έργων Αχελώου.
Σε αυτές τις συνθήκες, η σημερινή Κυβέρνηση επέδειξε μια ανεπίτρεπτη διστακτικότητα, δεν φρόντισε για την εκπόνηση των αναγκαίων μελετών επαναπροσδιορισμού των τεχνικών έργων, την περιβαλλοντική τους τεκμηρίωση και την αδειοδότησή τους, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούμε κατά μία ακόμα τετραετία από τη λειτουργία των έργων Αχελώου.
Είναι βέβαιο ότι τα έργα αυτά ΔΕΝ μπορούν άλλο να παραμένουν σε καθεστώς εγκατάλειψης.
Όλοι οι πολίτες σήμερα αντιλαμβάνονται τους τεράστιους κινδύνους για τη ζωή και τις περιουσίες των ανθρώπων στην περιοχή από έντονα πλημμυρικά φαινόμενα.
Συνειδητοποιούν επίσης τις συνέπειες στο ποτάμιο οικοσύστημα του Αχελώου από την παρεμπόδιση της φυσιολογικής του ροής (λόγω προφραγμάτων, χωματισμών και κατασκευών από σκυρόδεμα) και γενικά το οικολογικό έγκλημα που συντελείται στην περιοχή της Συκιάς, μπροστά στο οποίο οι κυβερνήσεις παραμείνουν αδρανείς και, συνειδητά ή όχι, σιωπηλοί συμπαραστάτες.
Θεωρούμε πως ΟΛΟΙ έχουν υποχρέωση να οδηγήσουν το θέμα στη Βουλή για τη λήψη οριστικών αποφάσεων, κάτι που τα επιτελεία των κομμάτων διστάζουν να προχωρήσουν.
Εμείς είμαστε βέβαιοι πως τελικά η υπευθυνότητα θα επικρατήσει και οι μικροπολιτικές λογικές θα ηττηθούν από την προτεραιότητα εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, όπως ακριβώς συνέβη και στη Μεσοχώρα.
Θα θέλαμε, με αυτήν την ευκαιρία, να διαβεβαιώσουμε όλους τους φίλους συμπολίτες που παρακολουθούν τη δραστηριότητά μας και βεβαίως και τους πολιτικούς παράγοντες ότι η πρόθεσή μας είναι εξ ορισμού η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ και η κοινή δράση για τα μεγάλα αυτά προβλήματα της Θεσσαλίας.
Θεωρούμε ότι χωρίς την πλατιά συνειδητοποίηση της κρισιμότητας του υδατικού προβλήματος και χωρίς τη δραστηριοποίηση των σκεπτόμενων και ενεργών πολιτών στην κατεύθυνση επίλυσής του, η Θεσσαλία θα παραμένει ανοχύρωτη απέναντι σε ποικίλες απειλές, αλλά και καταδικασμένη σε μια μίζερη ανάπτυξη και σε ένα μέλλον που δεν αξίζει στις νεότερες γενιές.
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
*Γιαννακός Κώστας, γεωπόνος, πρόεδρος Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.